«Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο γεννήθηκε στον Βόλο (Ελλάδα) στις 10 Ιουλίου του 1888 από πατέρα Φλωρεντινό και μητέρα Γενοβέζα. Πέρασε τα πρώτα χρόνια της νιότης του στην πατρίδα του κλασικού πολιτισμού. Έπαιξε κοντά στη θάλασσα που είδε να αποπλέει το καράβι των Αργοναυτών και στους πρόποδες του βουνού που γνώρισε τα παιδικά χρόνια του "ωκύποδος Αχιλλέως" και τις σοφές νουθεσίες του παιδαγωγού Κενταύρου. Στα δώδεκα χρόνια του παρακολουθούσε ήδη μαθήματα σχεδίου στην Αθήνα και επιδιδόταν στην αντιγραφή κλασικών αγαλμάτων, ερωτευμένος με τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης» γράφει ο ζωγράφος στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Αναμνήσεις από τη ζωή μου» (Εκδόσεις Ύψιλον, 1985).
Ο πατέρας του Εβαρίστο, που ήταν μηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου, αν και επιθυμούσε ο γιος του να ακολουθήσει το επάγγελμα του μηχανικού, όταν ο έφηβος Τζόρτζιο εξέφρασε τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες τον ενθάρρυνε και ζήτησε από τον νεαρό ζωγράφο Μαυρουδή, Έλληνα από την Τεργέστη και υπάλληλο των σιδηροδρόμων, να του παραδώσει μαθήματα σχεδίου. «Στον Βόλο ένιωσα τα πρώτα καλέσματα του δαίμονα της τέχνης. Αισθανόμουν μεγάλη χαρά... ένιωθα μεγάλη συγκίνηση» είναι η γλαφυρή περιγραφή του ζωγράφου.
Ο Ντε Κίρικο μαγεύεται από το ταλέντο του δασκάλου του: «Όταν βρισκόμουν απέναντι από τον σκιτσογράφο Μαυρουδή, τον κοιτούσα, και κοιτώντας τον πλανιόμουν σ' έναν χιμαιρικό κόσμο φαντασιώσεων. Φανταζόμουν ότι ο άνθρωπος εκείνος θα μπορούσε να ζωγραφίσει τα πάντα, ακόμα και από μνήμης, ακόμα και στο σκοτάδι, ακόμα και χωρίς να βλέπει... όλα θα μπορούσε να τα σχεδιάσει με την άκρη του μαγικού του μολυβιού εκείνος ο καταπληκτικός άνθρωπος. Κοιτώντας τον φανταζόμουν ότι ήμουν εκείνος. Ναι, θα ήθελα τότε να ήμουν ο άνθρωπος εκείνος, θα ήθελα να ήμουν ο σκιτσογράφος Μαυρουδής» θα γράψει.
Σήμερα τα έργα της περιόδου 1911-1919 θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης και ο ίδιος αναγνωρίζεται ως πρόδρομος του υπερρεαλισμού.
Την περίοδο 1903-5 θα φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, έχοντας δασκάλους τον Κωνσταντίνο Βολονάκη, τον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Ιακωβίδη. Θα αποτύχει στις τελικές εξετάσεις της σχολής, γεγονός που ενδεχομένως συνδέεται με τον θάνατο του πατέρα του τον Μάιο του 1905 που τον συνέτριψε, και το 1906 θα εγκατασταθεί στο Μόναχο με τη μητέρα και τον αδελφό του.
Εκεί αρχίζει να μελετά Νίτσε και Σοπενχάουερ, ενώ ξεκινά μαθήματα στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών. Η σύγκριση με την ΑΣΚΤ είναι καταλυτική, οι συμφοιτητές του «ήταν πολύ αδύνατοι, σε αντίθεση με εκείνους του Πολυτεχνείου της Αθήνας. Στην Ακαδημία του Μονάχου δεν υπήρχε ούτε ένας που να ήξερε να κρατά το κάρβουνο ή το πινέλο».
Στο σπίτι του συνθέτη Μαξ Ρέγκερ θα δει για πρώτη φορά χαρακτικά του Άρνολντ Μπέκλιν και θα μαγευτεί με τα μυθικά του τοπία, όπως και με τα σουρεαλιστικά χαρακτικά του Κλίνγκερ. Αποχωρεί από την Ακαδημία πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του και το καλοκαίρι του 1909 πηγαίνει στο Μιλάνο, όπου ζουν η μητέρα και ο αδελφός του Αντρέα Αλμπέρτο, που ασχολείται επίσης με τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία με το ψευδώνυμο, από το 1914, Αλμπέρτο Σαβίνιο.
Στο Μιλάνο εμφανίζεται για πρώτη φορά η χαρακτηριστική του τεχνική που έχει κεντρική θέση στη μεταφυσική ζωγραφική: ο συνδυασμός μυθολογίας και αυτοβιογραφίας. Το 1910 μετακομίζουν όλοι μαζί στη Φλωρεντία και ο Ντε Κίρικο δημιουργεί τον πρώτο του «μεταφυσικό» πίνακα, το «Αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος». Η Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας μεταμορφώνεται, καθώς ο ζωγράφος προσπαθεί να ερμηνεύσει την αινιγματική πλευρά της πραγματικότητας, επηρεασμένος από τη διαπίστωση του Νίτσε πως όλες οι μεταφυσικές εμπειρίες έχουν τις ρίζες τους στο παρόν και στον φυσικό κόσμο.
Το 1911 μετακομίζει στο Παρίσι, όπου ο Πάμπλο Πικάσο, ο κυβισμός και το Salon d' Autοmne κυριαρχούν. Έρχεται σε επαφή με τον Γκιγιόμ Απολινέρ, τον Πικάσο και τον κύκλο των υπερρεαλιστών, ενώ εκθέτει επανειλημμένως στο Salon d' Autοmne. Ο Απολινέρ είναι ο πρώτος που θα χαρακτηρίσει τους πίνακές του «παράξενα μεταφυσικούς» και θα γράψει στο περιοδικό «L' Intransigeant» το 1913: «H τέχνη αυτού του νεαρού ζωγράφου είναι εσωτερική και εγκεφαλική, χωρίς να συνδέεται με εκείνη άλλων ζωγράφων που έχουν ανακαλυφθεί τα τελευταία χρόνια. Δεν πηγάζει από τον Ματίς ή από τον Πικάσο, δεν πηγάζει ούτε από τους ιμπρεσιονιστές. Αυτή η πρωτοτυπία είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την προσοχή μας».
Αποκτά όλο και μεγαλύτερη φήμη. Στα έργα του μέχρι το 1919 κυριαρχούν οι έρημες «πλατείες της Ιταλίας» με τις σκοτεινές κιονοστοιχίες και τα αγάλματα, οι εσωτερικοί χώροι με τα ετερόκλητα αντικείμενα, τα μακρινά τρένα, τα βιομηχανικά φουγάρα, οι πύργοι-φαλλικά σύμβολα. Τα συμβολικά αυτά στοιχεία θα αποτελέσουν σημεία αναφοράς για τους υπερρεαλιστές στη συνέχεια. Μαζί με τον Απολινέρ και τον αδελφό του Σαβίνιο αναπτύσσουν το μοτίβο του ανδρείκελου, αντλώντας έμπνευση από τα ανδρείκελα που χρησιμοποιούσαν τα εργαστήρια ραπτικής και οι ζωγράφοι. Το ανδρείκελο γίνεται το alter ego του ζωγράφου, συμβολίζοντας τον τυφλό μάντη της αρχαιότητας αλλά και τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου.
Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο από το 1912 κηρυγμένος λιποτάκτης Ντε Κίρικο παίρνει αμνηστία και τοποθετείται τον Ιούνιο του 1915 στη Φεράρα. Εξακολουθεί να ζωγραφίζει κρατώντας επαφές με το Παρίσι και επιδιώκει να διαδώσει τη μεταφυσική ζωγραφική στην Ιταλία. Το 1917 γίνονται φίλοι με τον Κάρλο Καρά, που θα αφομοιώσει στοιχεία της μεταφυσικής ζωγραφικής και θα διεκδικήσει την πατρότητά της, με αποτέλεσμα οι δύο άντρες να έρθουν σε σύγκρουση. Ο Ντε Κίρικο πραγματοποιεί μια έκθεση στη Ρώμη τον Φεβρουάριο του 1919 και πουλάει μόλις έναν πίνακα. «Ήταν, λοιπόν, σχεδόν φιάσκο, τουλάχιστον από την άποψη των πωλήσεων. Σχετικά με την έκθεσή μου, ένα μέρος της κριτικής σώπασε και ένα άλλο ήταν εχθρικό, όπως άλλωστε υπήρξε πάντα» γράφει.
Τον Ιούνιο του 1919 ο ζωγράφος βιώνει μια «αποκάλυψη», καθώς στέκεται μπροστά σε ένα έργο του Τιτσιάνο σε μια πινακοθήκη στη Ρώμη: αυτό που έχει σημασία είναι η τεχνική. Με το άρθρο του «Επιστροφή στην δεξιότητα» που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Valori Plastici» κηρύσσει την επιστροφή του στην παραδοσιακή εικονογραφία. Τη χρονιά που οι υπερρεαλιστές στο Παρίσι τον αποθεώνουν, εκείνος επιθυμεί πλέον να είναι ένας «κλασικός ζωγράφος». Το νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος του θα κάνει τους σουρεαλιστές να τον αποκηρύξουν και να τον πολεμήσουν – ο μόνος που θα τον στηρίξει είναι ο Ζαν Κοκτό.
Χαρακτηριστικό του μένους τους είναι ότι όταν ο Ντε Κίρικο ετοιμαζόταν να εκθέσει τα νέα του έργα στην γκαλερί Ρόζεμπεργκ το 1926, εκείνοι αντέδρασαν οργανώνοντας μια έκθεση με μεταφυσικά έργα του που κατείχαν οι ίδιοι! Την ίδια χρονιά ο Μπρετόν θα γράψει για μια «μεγαλοφυΐα που χάθηκε», ενώ ο ζωγράφος δεν θα διστάσει να τον αποκαλέσει «κλασικό τύπο του φιλόδοξου βλάκα και ανίκανου αριβίστα».
Τα έργα του Ντε Κίρικο, παρά την πολεμική, αποδεικνύονται εξαιρετικά ευπώλητα στο Παρίσι αλλά και στη Νέα Υόρκη, όπου ταξίδεψε το 1928 με την πρώτη του σύζυγο, τη Ρωσίδα μπαλαρίνα Ραΐσα Γκούριεβιτς. Έναν χρόνο αργότερα θα χωρίσουν και θα εκδοθεί το σπουδαιότερο λογοτεχνικό έργο του, το μυθιστόρημα «Εβδόμερος». Το 1930 ο ζωγράφος θα γνωρίζει την επίσης Ρωσίδα Ιζαμπέλα Φαρ, «το πιο ευφυές πλάσμα που γνώρισα ποτέ στη ζωή μου», όπως θα πει με ενθουσιασμό. Η Ιζαμπέλα θα γίνει η μούσα του, θα τον βοηθήσει με τις εύστοχες παρατηρήσεις της να βελτιώσει την τεχνική του και θα ζήσει μαζί του μέχρι το τέλος.
Οι σουρεαλιστές εξακολουθούν να τον μποϊκοτάρουν, εκθειάζοντας τον Νταλί. «Αφού πρώτα μαϊμούδισε τον Πικάσο, είχε βαλθεί να μαϊμουδίζει τα δικά μου μεταφυσικά έργα, τα οποία όμως δεν καταλάβαινε καθόλου – και βέβαια δεν μπορούσε να καταλάβει ένας άνθρωπος σαν και αυτόν» θα γράψει οργισμένος ο ζωγράφος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο θα δημιουργήσει μια σειρά έργων στο ύφος του Ρενουάρ, ενώ το 1939 εμπνέεται από τον Ρούμπενς και τον Βελάσκεθ και υιοθετεί νεομπαρόκ ύφος. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο εμπλέκεται σε μια σειρά από δίκες στην προσπάθειά του να αποδείξει ότι κυκλοφορούν πολλά πλαστά έργα ως δικά του. Εκδίδεται το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του, το οποίο, σε συνεννόηση με τον εκδότη, φροντίζουν να εξαφανιστεί από τις βιτρίνες οι σοκαρισμένοι μοντερνιστές διανοούμενοι. «Τον καταλαβαίνω και τον συγχωρώ» θα πει αργότερα για τον εκδότη του.
Ο Ντε Κίρικο θα εξακολουθήσει να ζωγραφίζει νεοκλασικά έργα με διαλείμματα μεταφυσικής ζωγραφικής, ενώ παράλληλα ασχολείται με τη γλυπτική και το θέατρο, σχεδιάζοντας σκηνικά και κουστούμια για το Δημοτικό Θέατρο της Φλωρεντίας και τη Σκάλα του Μιλάνου. Το 1974 τον τιμά η Ακαδημία Καλών Τεχνών και έναν χρόνο αργότερα γίνεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο ζωγράφος που αγάπησε την Ελλάδα, τη «χώρα με τις σωστές διαστάσεις», που γοητεύθηκε από τη φιλοσοφία και επηρέασε καλλιτέχνες όπως ο Μαξ Ερνστ, ο Σαλβαδόρ Νταλί, ο Ρενέ Μαγκρίτ, ο φίλος του Νίκος Εγγονόπουλος αλλά και ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, πεθαίνει στις 20 Νοεμβρίου του 1978 στη Ρώμη. Σήμερα τα έργα της περιόδου 1911-1919 θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης και ο ίδιος αναγνωρίζεται ως πρόδρομος του υπερρεαλισμού.