Τον Απρίλιο του 1966 ο Γάλλος καλλιτέχνης και θεωρητικός Ζαν-Ζακ Λεμπέλ διοργάνωσε ένα χάπενινγκ με τίτλο «120 λεπτά αφιερωμένα στον θεϊκό μαρκήσιο» − τον Μαρκήσιο ντε Σαντ.
Το χάπενινγκ αυτό πραγματοποιήθηκε στο Théâtre de la Chimère, στο νούμερο 42 της οδού Fontaine, στο κτίριο όπου διέμενε ο Αντρέ Μπρετόν (ο Λεμπέλ είχε εκδιωχθεί από την ομάδα των σουρεαλιστών το 1960). Περίπου τετρακόσια άτομα εισήλθαν στο κτίριο από την πίσω πόρτα. Τους υποδέχτηκαν γυμνές γυναίκες που ως άλλες τελωνειακοί υπάλληλοι τους πήραν τα δαχτυλικά αποτυπώματα, προτού τους επιτρέψουν να περάσουν μέσα από έναν στενό διάδρομο, όπου κρέμονταν φρεσκοκομμένα κρέατα.
Έτσι, αιματοβαμμένοι, οι θεατές βγήκαν πάνω στη σκηνή, όπου θα διαδραματιζόταν το χάπενινγκ. Όσοι επιθυμούσαν κατέβηκαν στην πλατεία, αν και τα καθίσματα είχαν αφαιρεθεί.
Υπήρχαν δώδεκα επεισόδια. Αυτά συμπεριλάμβαναν μια γυμνή σοπράνο, τη Σίρλεϊ Γκόλντφαρμπ, που κατέβηκε από το «μπαλκόνι» τραγουδώντας αποσπάσματα από το μυθιστόρημα του Ντε Σαντ «120 μέρες στα Σόδομα». Στην πορεία, η σοπράνο δεν παρέλειψε να ουρήσει πάνω στους θεατές που βρίσκονταν στο σκάμμα της ορχήστρας.
Ναι, να «ανατινάξουμε» τους Αρχαίους, να τους διακωμωδήσουμε, να τους στείλουμε στον Άρη, στο λούνα-παρκ, στο ψυχιατρείο. Ας το κάνουμε όμως με στυλ και με στόχο. Όχι τόσο απλοϊκά ούτε με τέτοια εκκωφαντική ευκολία.
Ο ίδιος ο Λεμπέλ φόρεσε μια μπλε περούκα κι ένα άμφιο με ελαφριά επίστρωση κοπράνων προκειμένου να ιερουργήσει πάνω στην Γκόλντφαρμπ, που είχε τώρα ξαπλώσει πάνω σε ένα τραπέζι. Την άλειψε με σαντιγί και προσκάλεσε το κοινό να γλείψει τη γλυκιά ουσία από το γυμνό σώμα της. «Καθαρή» πια, η σοπράνο σηκώθηκε και φόρεσε μια μάσκα του Ντε Γκολ.
Σε άλλο επεισόδιο, ο Λεμπέλ και ο καλλιτέχνης Μπομπ Μπεναμού ερμήνευσαν τη δική τους εκδοχή της «Μασσαλιώτιδας», χρησιμοποιώντας τα γυμνά οπίσθια δύο γυναικών ως τύμπανα.
Στο πιο διαβόητο κομμάτι της βραδιάς, μια τρανσέξουαλ πόρνη ονόματι Σύνθια, ντυμένη καλόγρια, γδύθηκε, έπλυνε τα γεννητικά της όργανά και μετά έβαλε στον πρωκτό της καρότα και πράσα. Όταν γύρισε για να φανερώσει τα στήθη και το πέος της στο κοινό, ο συγγραφέας Λουσιέν Γκόλντμαν έπαθε καρδιακή προσβολή.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το «θεϊκό» event προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία και ο Λεμπέλ συνελήφθη. Μια πλειάδα επιφανών προσωπικοτήτων έσπευσε να υπογράψει επιστολή δημόσιας συμπαράστασής του − ανάμεσά τους ο Μπρετόν, ο Ντισάν, ο Σαρτρ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Ζακ Ριβέτ.
Αχ! Πού 'ναι εκείνα τα χρόνια που τρώγαμε σαντιγί πασαλειμμένοι με αίματα από σφαχτάρια! Τότε που βγάζαμε τα ρούχα μας, βουτάγαμε στις μπογιές και πετάγαμε κοτόπουλα και ψάρια ο ένας στον άλλο (συνέβη στην περφόρμανς «Meat Joy» της Καρολί Σνίμαν το 1964). Που έσπευδε η αστυνομία και συνελάμβανε κόσμο και γεννιόντουσαν διαμάχες και γράφονταν άρθρα κι επιστολές και βιβλία (ο Λεμπέλ έγραψε το πρώτο γαλλικό δοκίμιο για το κίνημα των χάπενινγκ, συνδέοντάς το με τους ντανταϊστές).
Πάνε αυτά, τελείωσαν. Ούτε καβγάδες, ούτε τίποτα. Τώρα πλέον έχουμε γίνει θεατές του καναπέ.
Καταπίνουμε αμάσητο ό,τι μας σερβίρουν, όσο επιπόλαιο ή βλακώδες κι αν είναι. Οι αντοχές μας έχουν αυξηθεί, οι αντιστάσεις έχουν αμβλυνθεί. Ακόμα κι όταν μας κοροϊδεύουν κατάμουτρα, ακόμα κι όταν μας ικετεύουν να αντιδράσουμε, εμείς μένουμε καρφωμένοι στη θέση μας, το πολύ-πολύ να πιούμε λίγο νερό και να ξεφυσήξουμε με νόημα.
Δεν έχει τίποτα κωμικό, ούτε στο πιο μακρινό μεταμοντέρνο σύμπαν, μιάμιση ώρα νοητικού αυνανισμού με θέμα την Αντιγόνη και το σκι. Ναι, να «ανατινάξουμε» τους Αρχαίους, να τους διακωμωδήσουμε, να τους στείλουμε στον Άρη, στο λούνα-παρκ, στο ψυχιατρείο. Ας το κάνουμε όμως με στυλ και με στόχο. Όχι τόσο απλοϊκά ούτε με τέτοια εκκωφαντική ευκολία. Με την περούκα του Σεφερλή υπό μάλης.
Την εποχή του Σαίξπηρ, το φιλοθεάμον κοινό αγόραζε μήλα και αχλάδια που τα εκτόξευε στη σκηνή όποτε ήθελε να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του.
Στην πρεμιέρα του «Ερνάνη» του Βίκτωρος Ουγκώ, το 1830, ξέσπασε τεράστιος καβγάς στην πλατεία ανάμεσα στους νεαρότερους ριζοσπάστες και στους γηραιότερους κλασικιστές: οι τελευταίοι είχαν εξαγριωθεί επειδή ο συγγραφέας παραβίασε όλους τους κανόνες της νεοκλασικής δραματουργίας. Πανδαιμόνιο προκλήθηκε, πολλά χρόνια αργότερα, το 1896, όταν ακούστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή η λέξη-ταμπού «merdre» (κάτι σαν «σκατρά» δηλαδή) διά στόματος Βασιλιά Υμπύ, στην πρεμιέρα του ομώνυμου έργου του Αλφρέντ Ζαρί: χρειάστηκαν δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά προτού μπορέσει να συνεχιστεί η παράσταση.
Τα πράγματα εξελίσσονται, θα πει κανείς. Εν έτει 2017, είμαστε όλοι cool. Στη μετα-παζολινική, κοπροφαγική εποχή μας έχει γεμίσει merde η σκηνή και ούτε βλέφαρο δεν ανοιγοκλείνει. Το πρόβλημα, φυσικά, δεν είναι τα περιττώματα του σώματος αλλά τα περιττώματα του μυαλού. Και αυτά τα τελευταία είναι που καταπίνουμε προθύμως.
Στη σύγχρονη τέχνη δεν υπάρχουν πλέον κανόνες. Έτσι, νιώθοντας αδαείς, φοβούμενοι πως δεν καταλαβαίνουμε, πως δεν διαθέτουμε τις κατάλληλες γνώσεις και άρα το σωστό κριτήριο, έχουμε χάσει την αυτοπεποίθησή μας. Έχουμε αυτοευνουχιστεί. Δεν αντιδρούμε, εκτός αν μας το υποδείξουν. Δεν επιδοκιμάζουμε, εκτός αν το έχουν κάνει άλλοι προηγουμένως. Δεν ρισκάρουμε να εκτεθούμε. Να εγκωμιάσουμε το «λάθος» έργο. Να θεωρηθούμε άσχετοι, εκτός κλίματος, αντί-cool. Οι συνέπειες αυτής της παθητικότητας αποδεικνύονται ολέθριες: ζούμε μέσα σε μια τρομακτική πλαδαρότητα, στροβιλιζόμενοι διαρκώς στους ρυθμούς των δημοσίων σχέσεων, που ούτε τους καλλιτέχνες βοηθούν να εξελιχθούν ούτε κανέναν. Μένουμε όλοι μαζί στάσιμοι, βαλτωμένοι.
Όποιος δεν γνωρίζει το παρελθόν είναι καταδικασμένος να νομίζει πως τα ανακαλύπτει όλα στο παρόν. Ας επιστρατεύσουμε επιτέλους την κρίση μας. Ας ασχοληθούμε σοβαρά με ό,τι μας ενδιαφέρει και ας μην αρκούμαστε στις γνώμες των άλλων, ούτε να θαμπωνόμαστε από την αστρόσκονη των ονομάτων των δημοσιευμάτων και των ιδρυμάτων. Ας πάρουμε την πρωτοβουλία της «αποχώρησης».
Η ημίγυμνη Αντιγόνη που σέρνεται στα πεντακάθαρα πατώματα της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση αφήνοντας παντού ίχνη από ψεύτικο αίμα, ενώ οι «φύλακες» την κλοτσούν και την καθυβρίζουν, αυτό ήταν το μόνο πραγματικά αστείο κομμάτι της βραδιάς − αν και δυστυχώς κινηματογραφημένο. Μια τέτοια περφόρμανς θα είχε πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από την ηλιθιώδη «διάλεξη» των «σκιέρ», την οποία υποστήκαμε ασκόπως επί μιάμιση ώρα. Αν είχαμε βγάλει τα ρούχα μας, αν είχαμε πετάξει ψάρια και κοτόπουλα κι αχλάδια, αν είχαμε κυλιστεί στους γυαλιστερούς διαδρόμους παρέα με την Αντιγόνη, τότε ίσως να είχαμε περάσει κι εμείς καλά...
Τα στοιχεία για την περφόρμανς του Ζαν-Ζακ Λεμπέλ προέρχονται από το βιβλίο "Artificial Hells: Participatory Art and the Politics of Spectatorship" της Claire Bishop.
Ιnfo:
Αντιγόνη - Lonely Planet
Στέγη Ιδρύματος Ωνάση
Μικρή Σκηνή
14.12.2017 – 07.01.2018
Τιμές: 5,00 € – 15 €
Δευτ. - Κυρ.: 21:00