Είναι αρκετά δύσκολο τη σημερινή εποχή να ορίσεις ακριβώς την επιτυχία, έτσι όπως έχει αλλάξει η μουσική βιομηχανία. Πάνε οι παλιές, καλές εποχές που τη μετρούσες με βινύλια ή CD, οι πωλήσεις πλέον έχουν γίνει ένα χαοτικό πανηγύρι από αριθμούς.
Παρ' όλα αυτά, την έκπληξη του 2017 την έκανε ο Drake. Αν δει κάποιος την έρευνα της Nielsen Music για τη συνολική κατανάλωση μουσικής την περσινή χρονιά, το «More Life» του Καναδού ράπερ ήταν το πιο «πολυ-ακουσμένο» άλμπουμ, βάσει του συνδυασμού φυσικών πωλήσεων, streams και downloads. Κι όλα αυτά χωρίς να είναι καν ένα επίσημο άλμπουμ αλλά ένα mixtape. O ίδιος ο Drake το χαρακτήρισε απλώς «μια playlist».
Τι playlist όμως! Καλύτερη απ' ό,τι αν έβγαζε ένα κανονικό άλμπουμ. Το εξώφυλλο του «More Life» δείχνει τον πατέρα του Dennis Graham σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε το 1970, με τη λεζάντα «Μια playlist από την October Firm».
Τι ακριβώς είναι τα mixtapes όμως; Και πώς ένα δωρεάν mixtape θεωρείται πλέον το ίδιο σημαντικό με ένα κανονικό LP;
Ο Drake, που σήμερα θεωρείται ένας από τους πιο πετυχημένους και πλούσιους ράπερ της γενιάς του, ξεκίνησε από πολύ χαμήλα. Παιδί χωρισμένων γονιών από Αφροαμερικανό πατέρα και λευκή μητέρα, γεννήθηκε στο Τορόντο του Καναδά και έζησε φτωχά παιδικά χρόνια, αντιμετωπίζοντας στο σχολείο ρατσισμό και bullying.
Το mixtape υποτίθεται ότι δεν έχει κάποια συγκεκριμένη δομή ή θεματική και ακούγεται ως μια συλλογή από τυχαία κομμάτια, μια πιο αυθόρμητη δουλειά ενός καλλιτέχνη. Για να το πούμε αλλιώς, γίνεται πιο πολύ για την πλάκα.
Ξεκίνησε την καριέρα του μόλις 15 χρονών ως ηθοποιός. Λόγω της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας, αποφάσισε να παίξει στην τηλεοπτική σειρά «Degrassi: The Next Generation». Εμφανίστηκε σε συνολικά 45 επεισόδια μέχρι το 2007. Πάντοτε όμως αγαπούσε και θαύμαζε καλλιτέχνες όπως ο Jay-Z και ο Clipse.
Η πρώτη του μουσική απόπειρα, το «Room for Improvement», που κυκλοφόρησε το 2006, ήταν mixtape. Μέχρι στιγμής στη δισκογραφία του έχει περισσότερα mixtapes απ' ό,τι άλμπουμ, συνολικά 6 έναντι 4 επισήμων άλμπουμ. Μπορεί να πει κάποιος ότι ο Drake έχει χτίσει την καριέρα του πάνω σε αυτά. Βέβαια, δεν είναι ο μοναδικός ράπερ που επιχειρεί κάτι ανάλογο. Συνηθίζεται κατά κόρον στον χώρο του χιπ-χοπ να βγαίνουν mixtapes από νέους και άσημους σχετικά καλλιτέχνες.
Drake - «Room for Improvement»
Η μουσική βιομηχανία άρχισε να παίρνει το είδος στα σοβαρά όταν ο Chance the Rapper γνώρισε τεράστια επιτυχία με το δεύτερο mixtape που κυκλοφόρησε δωρεάν για κατέβασμα στο Διαδίκτυο. Όταν βγήκε το «Acid Rap» το 2013, άλλαξε τελείως τα δεδομένα στο συγκεκριμένο μέσο.
Για τον Chance the Rapper, που ήταν σχετικά άγνωστος τότε, ήταν μια συνειδητοποιημένη απόφαση. Με τη δωρεάν κυκλοφορία του «Acid Rap» θα κέρδιζε πιο πολλά απ' ό,τι αν το έβγαζε κανονικά. Το όνομά του θα ακουγόταν και θα έβγαζε πολύ περισσότερα από τις συναυλίες, το licensing και την περαιτέρω εκμετάλλευση του. Ήταν αμφίβολο αν θα ξεπουλούσε ή θα απέφερε τα ίδια κέρδη σε περίπτωση που το κυκλοφορούσε στη φυσική του μορφή.
Θεωρήθηκε, μάλιστα, τόσο ποιοτική δουλειά, ώστε τότε είπαν ότι αδικήθηκε που δεν προτάθηκε για το Grammy του καλύτερου ραπ άλμπουμ της χρονιάς. Ο Chance δικαιώθηκε το 2017, όταν κέρδισε τελικά το συγκεκριμένο βραβείο με το «Coloring Book», που ήταν επίσης mixtape.
Την πρωτιά της υποψηφιότητας, ωστόσο, του την είχε πάρει ο Drake έναν χρόνο πριν, το 2016, με το «If you 're reading this, it's too late» ‒ δεν κατάφερε να κερδίσει όμως.
Chance the Rapper- Coloring Book
Ιστορικά, το mixtape υπάρχει από τότε που υπάρχει και το χιπ-χοπ. Να σημειωθεί εδώ ότι δεν εξετάζουμε συνολικά την ιστορία του mixtape, που συμβαδίζει με την εποχή που εφευρέθηκαν τα μαγνητόφωνα, που λέει ο λόγος, αλλά πώς αυτό χρησιμοποιήθηκε ως μέσο έκφρασης σε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής. Υπό αυτό το πρίσμα, τα πρώτα mixtapes εμφανίστηκαν στα μέσα της δεκαετίας του '70 στη Νέα Υόρκη από καλλιτέχνες όπως ο Kool Herc και ο Afrika Bambaataa.
Κυκλοφορούσαν σε κασέτες και τα αντάλλασσαν οι φαν. Στις αρχές του '80 οι DJs άρχισαν να ηχογραφούν mixtapes στο σπίτι τους. Τα είχαν βαφτίσει «house tapes», δηλαδή σπιτικές κασέτες. Mε αυτό τον τρόπο ξεκίνησαν να πωλούν τη live μουσική τους σε mixtapes.
Τη δεκαετία του '90 τα mixtapes αλλάζουν και ηχητικά, εφόσον παίζουν πλέον a cappella R&B φωνές πάνω σε χιπ-χοπ μπιτ. Ταυτόχρονα, οι φαν μπορούν να βρουν μέσα σε αυτά αποκλειστικά κομμάτια και freestyles. Τα mixtapes, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, έγιναν γνωστά από τον 50 Cent και το γκρουπ του G-Unit στις αρχές των '00s.
Πλέον η μορφή τους έχει εξελιχθεί τόσο, που οι διαφορές τους από τα κανονικά LP είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Ορισμένα στοιχεία τους έχουν κρατηθεί ίδια, όπως παλιότερα. Για παράδειγμα, στην πλειονότητά τους τα mixtapes μοιράζονται δωρεάν στο Διαδίκτυο και είναι ανεξάρτητες προσωπικές παραγωγές.
Δίνονται δωρεάν, κυρίως για να αποφευχθεί τυχόν παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων από τα «βρόμικα» μπιτ, διάφορους ρυθμούς δηλαδή που υπάρχουν μέσα στα κομμάτια και είναι κλεμμένοι. Σε ένα mixtape διατηρούνται στην αυθεντική τους μορφή, χωρίς να έχουν καθαριστεί, για να θεωρούνται νόμιμοι. Εκτός από πρωτότυπα κομμάτια, περιέχουν μέχρι και διασκευές και κομμάτια που βασίζονται σε ενορχηστρώσεις άλλων κομματιών.
Το mixtape υποτίθεται ότι δεν έχει κάποια συγκεκριμένη δομή ή θεματική και ακούγεται ως μια συλλογή από τυχαία κομμάτια, μια πιο αυθόρμητη δουλειά ενός καλλιτέχνη. Για να το πούμε αλλιώς, γίνεται πιο πολύ για την πλάκα. Τις περισσότερες φορές είναι μια υπόθεση φίλων ή βασίζεται στη διάθεση και στις καλές σχέσεις μουσικών που θέλουν να συνεργαστούν μεταξύ τους, κάτι σαν χάρη δηλαδή που κάνει ο ένας στον άλλον. Δεν σχετίζεται καθόλου με επίσημες υπογραφές και συμβόλαια.
Τυπικά δεν φτιάχνεται για να βγάλει κάποιο σινγκλ ή για να ακουστεί στο ραδιόφωνο. Οι ράπερ το προτιμούν επειδή καταφέρνει να δημιουργήσει συζητήσεις γύρω από το όνομά τους, να κάνει ντόρο πριν από την κυκλοφορία του επίσημου άλμπουμ τους και για να τους βοηθήσει να γίνουν περισσότερο γνωστοί, όπως συνέβη και στις δύο προαναφερθείσες περιπτώσεις του Drake και του Chance the Rapper.
Τέλος, δεν είναι δουλειά ενός μόνο δημιουργού, ένα κομμάτι μπορεί να φέρει την υπογραφή μιας πλειάδας μουσικών.
Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι όσο περνάει ο καιρός ορισμένες από αυτές τις προϋποθέσεις δεν ισχύουν λόγω της αύξησης του αριθμού των DIY καλλιτεχνών και του ισχυρού ρόλου που παίζει το Ίντερνετ πλέον στην προώθηση και διανομή της μουσικής.
Το καλύτερο παράδειγμα έρχεται πάλι από τον Drake, με το «So far gone», που για mixtape έβγαλε δύο τεράστια ραδιοφωνικά hits: τα «Best I ever have» και «Succesful». Τελικά, κυκλοφόρησε ως EP που ανέβηκε στο νούμερο 6 του Billboard! Ή, η περίπτωση του «If you 're reading this, it's too late», που η εταιρεία τον ανάγκασε να το κυκλοφορήσει κανονικά λόγω συμβολαίου.
Αν υπολογίσουμε και τα βραβεία, εύλογα συμπεραίνουμε ότι ένα mixtape κι ένα LP δεν φαίνεται να έχουν πια καμία ουσιαστική διαφορά παρά μόνο στο όνομα και στο ότι το πρώτο δεν χρειάζεται απαραίτητα να το αγοράσεις.
Αξιοσημείωτο είναι, πάντως, ότι ο Drake φέτος δεν κατέθεσε το «More Life» στα Grammys και δεν έδωσε καμιά εξήγηση γι' αυτό. Η κίνησή του συζητήθηκε αρκετά. Εν μέρει επειδή μπορούσε να το κάνει άνετα, μια και τα κριτήρια υποψηφιότητας ενός άλμπουμ στα βραβεία τροποποιήθηκαν το 2016 για να συμπεριλαμβάνουν και τις δωρεάν κυκλοφορίες.
Αυτό το τελευταίο είναι μια ακόμη ένδειξη ότι η μουσική βιομηχανία προσπαθεί να ακολουθήσει κουτσά-στραβά τις ραγδαίες αλλαγές στον τρόπο που κυκλοφορεί η μουσική σήμερα.
Drake - If You're Reading This It's Too Late