Το «Capharnaum» –εκτός από την αρχαία πόλη της Μέσης Ανατολής σημαίνει και τα ατάκτως ερριμμένα ερείπια– ξεκινάει με τη δίκη ενός 12χρονου αγοριού που έχει μαχαιρώσει ένα κάθαρμα, όπως το αποκαλεί, και κινδυνεύει με πενταετή φυλάκιση, την ίδια στιγμή που σε ένα ξέσπασμά του μπροστά στον σαστισμένο δικαστή θέλει με τη σειρά του να μηνύσει τους ίδιους του τους γονείς, γιατί τον έφεραν στη ζωή.
Οι στομφώδεις, μεγαλόστομες κατηγόριες, που μεταφέρουν κοινωνικά μηνύματα, θα επανέλθουν στην ταινία, αλλά, ευτυχώς, ανάμεσα στα έδρανα και τα στοιβαγμένα κορμιά των φυλακών θα μεσολαβήσει ένα λακωνικό, συναρπαστικό οδοιπορικό του μικρού Ζαΐν, ενός αγοριού που έμαθε από μωρό να είναι άνδρας και προστάτης της αδελφής του, και ενός πιτσιρίκου ενός έτους, που η μητέρα του, μια παράνομα εγκατεστημένη γυναίκα από την Αιθιοπία, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει, γιατί τη συνέλαβαν σε ένα κατάστημα όταν προσπαθούσε να τηλεφωνήσει στην οικογένειά της.
Η κάμερά της, διεισδυτική ή αέρινη, είναι δυνατότερη από τον βαρύ και μπανάλ λόγο της. Με την Κέιτ Μπλάνσετ πρόεδρο και έντονη γυναικεία παρουσία στην κριτική επιτροπή, είναι απίθανο να φύγει με άδεια χέρια από τα φετινά βραβεία η «Καπερναούμ»
Μετά από δύο κομεντί (το «Caramel» είχε πρωτοπροβληθεί σε παράλληλο πρόγραμμα και πάλι στο Φεστιβάλ Καννών πριν από μία δεκαετία) η Λαμπάκι πετυχαίνει αυθεντική απεικόνιση της χαώδους, εκκωφαντικής παραγκούπολης στις παρυφές της Βηρυτού, όπου η ζωή στοιχίζει φτηνά, τα παιδιά παραπαίουν ανάμεσα σε εγκατάλειψη και εμπορευματοποίηση και η ελπίδα έχει χαθεί προ πολλού.
Κυρίως, καταφέρνει, χωρίς λόγια, μετά από πολύμηνες πρόβες και εντατικό μοντάζ, να αποσπάσει ατόφια συναισθήματα και απροσδόκητες κινήσεις από ανήλικους ερασιτέχνες – ο τρομερά εκφραστικός πρωταγωνιστής λέγεται Ζαΐν στην πραγματικότητα και δούλευε ως delivery boy.
Η ανατριχιαστική περιπλάνηση καθηλώνει, αν και η Λαμπάκι γλιστράει συχνά σε έναν εύκολο συναισθηματισμό, επιχειρώντας να χωρέσει ζητήματα επιτακτικά και ακανθώδη, δυσεπίλυτα και ντροπιαστικά, βάζοντας μπροστά πολλά παιδιά, πολλή μουσική, πολύ κλάμα και πάρα πολύ βρόμα.
Η κάμερά της, διεισδυτική ή αέρινη, είναι δυνατότερη από τον βαρύ και μπανάλ λόγο της. Με την Κέιτ Μπλάνσετ πρόεδρο και έντονη γυναικεία παρουσία στην κριτική επιτροπή, είναι απίθανο να φύγει με άδεια χέρια από τα φετινά βραβεία η «Καπερναούμ», που παραδίδει τον ντικενσιανό ρεαλισμό της σε ένα δακρύβρεχτο δράμα αμερικανικής υφής (κρίμα, θα μπορούσε να είναι αμαχητί η ταινία του φεστιβάλ), καθώς το θέμα και ο χειρισμός είναι άψογο δόλωμα – όχι μόνο για φεστιβάλ αλλά για Όσκαρ.
Παρά τις αδυναμίες της, η ορμητική «Καπερναούμ» είναι αποτελεσματικότερο δείγμα κοινωνικού σινεμά από το ακαδημαϊκό, πομπώδες και υπολογισμένο φιλμ της Έβα Ισόν «Τα κορίτσια του ήλιου», που προβλήθηκε την πρώτη εβδομάδα του φεστιβάλ και δείχνει πώς ένα τάγμα που απαρτίζεται αποκλειστικά από γυναίκες κουρδικής καταγωγής, με επικεφαλής την πονεμένη, πάντα φωτογενή Γκολσιφτέχ Φαραχανί («Πάτερσον»), τα βάζει με το Κράτος του Ισλάμ και τις απάνθρωπες μεθόδους του. Αν και η προβολή συνοδεύτηκε από τη φεμινιστική πορεία στο κόκκινο χαλί, κανείς δεν συγκινήθηκε από τις κραυγές και τα λογύδρια της ταινίας της Ισόν. Με το δέλεαρ της διεκδίκησης ανάγλυφο και υπερβολικό και την βραβευμένη στις Κάννες ηθοποιό και σκηνοθέτρια Εμανιέλ Μπερκό στον ρόλο της μονόφθαλμης ρεπόρτερ που καταγράφει τον δρόμο προς την ελευθερία, η ταινία της δεν είναι παρά ένα σινεμασκόπ political exploitation.
Αντίθετα, η πάντα χαμηλόφωνη και συνεπής Αλίτσε Ρορβάχερ, στην τρίτη της μεγάλου μήκους ταινία, το «LazzaroFelice», δημιουργεί μια θρησκευτική αλληγορία στο παρελθόν και το παρόν της αγροτικής και ημιαστικής Ιταλίας, για να θίξει την έκπτωση αξιών, την ταξική διαφορά και, στην τελευταία και πιο αδύναμη πράξη του φιλμ, τη διαφθορά, χρησιμοποιώντας ως κεντρικό αγωγό τον ευτυχισμένο, μακάριο, καλοήθη και αγέραστο Λάζαρο, ένα πρόσωπο-σύμβολο που εκλύει συμπόνια και καταπίνει καταφρόνια. Ήρεμη και διακριτική, η Ρορβάχερ δεν απομακρύνεται από τον ήπιο μαγικό ρεαλισμό του «The Wonders», ανοίγοντας τον ορίζοντά της, έστω κι αν κλείνει κάπως βεβιασμένα την ταινία της.
Η γυναίκα, ή καλύτερα θηλυκή παρουσία, του φεστιβάλ δεν διεκδικεί Χρυσό Φοίνικα, πολύ απλά γιατί η ταινία «Girl» συμμετείχε στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα. Ο χορευτής και ηθοποιός Βίκτορ Πόλστερ δίκαια έκλεψε τις εντυπώσεις και τιμήθηκε στο συγκεκριμένο πρόγραμμα για τον ρόλο της Λάρα, μιας 15χρονης τρανς που μετακομίζει με τον πατέρα και τον αδελφό της σε νέο περιβάλλον για να παρακολουθήσει μαθήματα χορού και να διακριθεί, διανύοντας ταυτόχρονα τη μετάβαση από το σώμα του αγοριού στο οποίο γεννήθηκε στην ταυτότητα και τον ψυχισμό του κοριτσιού που επιθυμεί να γίνει. Υποστηρικτικό, ευθύ και όσο πρέπει εσωστρεφές, το «Girl» εισάγει, εκτός από τον απίθανο Πόλστερ, ένα νέο ταλέντο στη σκηνοθεσία, τον Βέλγο-Φλαμανδό Λούκας Ντοντ. Μπορεί να μην πήρε το μεγάλο βραβείο στο Ένα Κάποιο Βλέμμα (που κατέληξε στο επίσης υπέροχο, τολμηρό «Border» του Αλί Αμπάσι), αλλά αιχμαλώτισε το ενδιαφέρον με την cool και συναισθηματική ματιά του σε ένα σύγχρονο θέμα.
σχόλια