Στα 66 του ο Thomas A. Gieseke δεν έχει να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν. Με μια καριέρα 40 χρόνων στην εικονογράφηση και έχοντας σταματήσει να εικονογραφεί εδώ και μερικά χρόνια, έχει αφιερωθεί στην ζωγραφική.
Τα έργα του βουτηγμένα στο χρώμα, τη '60s ψυχεδέλεια και το μαύρο χιούμορ είναι αδύνατον να περάσουν απαρατήρητα ακόμα και από τον πιο ανυποψίαστο θεατή. Ας ακούσουμε τι έχει να μας πει.
— Πες μας λίγα πράγματα για εσένα και το οικογενειακό σου background
Γεννήθηκα τον Δεκέμβριο του 1952. Μεγάλωσα στο Overland Park του Κάνσας και είμαι το μεγαλύτερο από τα τρία αδέρφια της οικογένειας. Ο πατέρας μου ήταν κρεοπώλης. Η μητέρα μου δεν δούλευε, ήταν νοικοκυρά. Δεν θα μπορούσα να σκεφτώ καλύτερη εποχή να ζεις από τα '60s στην Αμερική.
Η ιδέα για τον πίνακα προέκυψε τη νύχτα των εκλογών, όταν πια όλοι είχαμε συνειδητοποιήσει ότι ο Τραμπ θα ήταν νικητής. Δεν ήμουν αρκετά θυμωμένος με τη νίκη του, ήμουν περισσότερο ντροπιασμένος.
— Γιατί έγινες καλλιτέχνης;
Ήταν αυτό που ήθελα πραγματικά να κάνω. Όλη μου τη ζωή ως παιδί άκουγα ότι αυτό που ήθελα ήταν μάταιο και ότι έπρεπε να βρω κάτι «πιο πρακτικό» να κάνω στη ζωή μου. Όταν έφτασα στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας της ζωής μου, όλες αυτές οι φωνές σταμάτησαν για κάποιο λόγο. Τελικά κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να τους ακούσω ξανά.
— Ποιες είναι οι πιο ζωηρές αναμνήσεις σου από την παιδική σου ηλικία;
Μεγάλωσα στα προάστια πριν η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη κατακλύσει κάθε ίχνος πρασίνου. Οι καλύτερες αναμνήσεις μου είναι από τις περιπλανήσεις μου στα δάση και τους αγρούς εξερευνώντας τη χλωρίδα και την πανίδα.
Η γιαγιά μου ζούσε σε ένα σπίτι το οποίο τελικά το κατάπιε ο διαπολιτειακός αυτοκινητόδρομος, ένας κυκλοφοριακός κόμβος που πέρασε από την περιοχή. Με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια μου παίζαμε στους αγρούς και σε ένα ρυάκι που βρισκόταν εκεί όταν ήμασταν παιδιά.
Δεν ζω σήμερα μακριά από την περιοχή, κάθε φορά που οδηγώ εκεί μου ραγίζει την καρδιά να βλέπω τι έχει γίνει.
Για κάποιο λόγο, πάντοτε με εξίταρε το περίεργο και σουρεαλιστικό. Αυτό έγινε προφανές νωρίς. Η πραγματική ζωή δεν ήταν τόσο ενδιαφέρουσα όσο αυτή που θα μπορούσα να φανταστώ. Η επιστήμη και η επιστημονική φαντασία με τραβούσαν. Ήμουν ένας ανυπόφορος μαθητής. Προτιμούσα να ζωγραφίζω περισσότερο από καθετί άλλο.
— Διάβασα ότι η δουλειά σου «Trailer Park Nation» δεν έχει να κάνει με τον Τραμπ. Θα μπορούσες να γίνεις πιο συγκεκριμένος;
Η ιδέα για τον πίνακα προέκυψε τη νύχτα των εκλογών, όταν πια όλοι είχαμε συνειδητοποιήσει ότι ο Τραμπ θα ήταν νικητής. Δεν ήμουν αρκετά θυμωμένος με τη νίκη του, ήμουν περισσότερο ντροπιασμένος.
Πώς μπόρεσε αυτό το αηδιαστικό δείγμα ανθρώπου, με καμία εμπειρία στη διακυβέρνηση, στις πολιτικές ή τη διπλωματία να γλιστρήσει μεθοδικά και να γίνει ο Πρόεδρος της χώρας που μεγάλωσα;
Ένας απατεώνας με πολλές αποτυχημένες επιχειρήσεις στο ενεργητικό του, ένας παρουσιαστής ριάλιτι, να νομιμοποιούνται όλα αυτά ως προσόντα για να γίνεις πρόεδρος των ΗΠΑ; Σκεφτόμουν, «Θεέ μου. Τον μισό πληθυσμό αυτής της χώρας προφανώς τον αποτελούν ρατσιστές, ηλίθιοι τηλεθεατές και αδαείς».
Ο πίνακας έχει να κάνει με τους ανθρώπους που τον ψήφισαν. Είναι λίγο εσφαλμένος ο τίτλος και είμαι ένοχος επειδή χρησιμοποίησα ένα κακό στερεότυπο. Μπορείς να είσαι φτωχός και αξιοπρεπής. Μπορείς φυσικά να βγάζεις τα προς το ζην κατασκευάζοντας σπίτια και να μην σε χαρακτηρίζουν ως «σκουπίδι».
Εκείνο το βράδυ χρειαζόμουν ένα σημείο αναφοράς. Πάρα ταύτα, μίλησα με διαφορετικούς ανθρώπους που ζουν σε οικισμούς με τροχόσπιτα και κατάλαβαν τι ήθελα να πω. Είναι εντάξει με την αναφορά και γνωρίζουν τον λόγο για το οποίο το δημιούργησα. Έχουν μια καλή αυτοσαρκαστική αίσθηση του χιούμορ
Οι μόνοι που προσβλήθηκαν είναι η μπουρζουαζία. Οι κάτοικοι των προαστίων. Αυτοί που έχουν λεφτά. Τους έβαλα ξεκάθαρα στον ίδιο βόθρο με τα σκατά που ψήφισαν Τράμπ.
Έκαναν ότι δεν έβλεπαν τον ρατσισμό, τον σεξισμό, την ξενοφοβία, την ομοφοβία και όλοι τους ξέπλυναν τη λίστα των αηδιαστικών χαρακτηριστικών του, με τη δικαιολογία ότι θα μείωνε τους φόρους. Ειλικρινά, δεν τους πιστεύω. Αυτό που πιστεύω πραγματικά είναι τη δημαγωγία του Τράμπ η οποία μυστικά είχε σε αυτούς απήχηση.
— Πες μας σχετικά με τους καλλιτέχνες που άσκησαν έντονη επιρροή στην τέχνη σου.
Κλέβω από τον καθένα. Χα! Έχω μια μεγάλη λίστα από καλλιτέχνες που με επηρέασαν. Στα νεανικά μου χρόνια ως εικονογράφος, παρακολουθούσα τη δουλειά κάμποσων σύγχρονων εικονογράφων. Ανάμεσα τους οι Robert Grossman, Peter Palombi and Charlie White III και άλλοι πολλοί. Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλοί άλλοι. Και φυσικά οι σουρεαλιστές Salvador Dali, Gustav Klimt, M.C. Escher.
Από κάποιο σημείο και μετά σχημάτισα το δικό μου στυλ και δεν χρειαζόταν να δανείζομαι στοιχεία από τον καθένα. Εξακολουθώ να παρακολουθώ σήμερα δουλειές άλλων καλλιτεχνών, όμως είναι περισσότερο λόγω θαυμασμού για τη δουλειά τους. παρά για να αντλήσω από αυτούς έμπνευση.
— Ποιες είναι οι αναμνήσεις σου από τον πόλεμο του Βιετνάμ;
Ο πόλεμος του Βιετνάμ συνεχιζόταν όταν κληρώθηκα για επιστράτευση. Αποφάσισα να καταταχθώ για τρία χρόνια ώστε να διαλέξω επάγγελμα, προτίμησα να μην καταταχθώ για δύο χρόνια ώστε να ολοκληρώσω ως πεζικάριος στο Βιετνάμ.
Δεν έχω μετανιώσει καθόλου για το ότι δεν πήγα σε αυτό τον χαζό πόλεμο. Η ιδέα να σκοτώνω ανθρώπους που δεν μου έκαναν κάτι κακό με προβλημάτιζε περισσότερο από το να σκοτωθώ εγώ ο ίδιος. Όταν πήγα τελικά ο πόλεμος βρισκόταν στο τέλος του.
Κατατάχθηκα ως ηλεκτροσυγκολλητής. Πήγα στη Γερμανία. Έκανα συγκολλήσεις, ήπια αρκετά καλή μπίρα, ταξίδεψα στην Ευρώπη και είδα όμορφα πράγματα, και συνάντησα ένα κορίτσι που αργότερα το παντρεύτηκα.
— Είδα το έργο σου «Pie and the Eye in the Sky» και υπέθεσα ότι δεν έχεις καμία σχέση με τις θρησκείες. Θα μπορούσες να μας πεις σχετικά με αυτό; Πότε συνειδητοποίησες ότι ο Θεός για εσένα δεν υφίσταται;
Οι δικοί μου είναι πολύ θρήσκοι. Ο πατέρας μου προέρχεται από μια οικογένεια Λιθουρανών του Μισούρι. Δεν υπήρχαν ερωτήματα. Μας ετοίμαζαν για να πάμε στην εκκλησία και αυτό ήταν.
Γύρω στα 8, βρισκόμουν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου της μητέρας μου καθώς οδηγούσε. Την ρώτησα «μαμά με τι μοιάζει ο παράδεισος;». Απάντησε: «Είναι πανέμορφα. Οι δρόμοι είναι στρωμένοι με χρυσό και υπάρχουν παντού μηλιές».
Έγινα άσπρος σαν πανί. Μετά με έλουσε κρύος ιδρώτας. Φαντάστηκα να καίω τα πόδια μου σε καυτά, μεταλλικά, ακατάλληλα πεζοδρόμια και οι άνθρωποι να φτιάχνουν μηλόπιτες για πάντα.
Πάντα το υποψιαζόμουν ότι ήταν μπαρούφες. Αυτό ήταν το τελευταίο οχυρό που είχα για την θρησκεία. Οι δρόμοι με χρυσό και οι μηλιές μου προκαλούσαν μεγαλύτερη αίσθηση από τη γεμάτη παραλογισμούς και αντιπαραθέσεις Βίβλο.
Παρ' όλα αυτά, δεν θα μπορούσα να βγω να πω ότι σκεφτόμουν ότι όλα αυτά ήταν σαχλαμάρες επειδή επένδυσαν πολλά σε αυτό. Δεν τιμωρήθηκα για την αμφιβολία μου.
Με τον καιρό με έκανε έναν καλύτερο ψεύτη, έτσι δεν θα μπορούσα να τους φέρω αντιμέτωπους με την αλήθεια. Στο τέλος, τους το είπα όταν έφτασαν σε μεγάλη ηλικία. Ήταν πολύ αναστατωμένοι με αυτή την αποκάλυψη.
Δεν βρήκα τίποτα ελκυστικό με τη θρησκεία. Το είδος της θρησκείας των γονιών μου βασιζόταν στην ανταμοιβή και την τιμωρία. Μετά από ένα χρονικό διάστημα, απλά δεν με ενδιέφερε ούτε η ανταμοιβή ούτε η τιμωρία. Ο Θεός για τον οποίο μιλούσαν ήταν κυρίως ένας απαιτητικός, εγωιστικός, ψυχωτικός βλάκας, όπως μπορούσα να συμπεράνω.
Μερικές φορές, για να δώσω έμφαση, λέω στους πιστούς ότι είμαι ο Θεός. Τους ρωτάω εάν με πιστεύουν και αναπόφευκτα μου λένε όχι. Έπειτα τους ρωτάω «τι έκανε ο Θεός για να αποδείξει ότι είναι Θεός;». Κανένας από αυτούς δεν μπορεί να δώσει απάντηση σε αυτό το ερώτημα, όχι τόσο σε εμένα όσο στους ίδιους τους εαυτούς τους.
Οι άνθρωποι χρειάζονται τον Θεό να είναι πλασματικός. Δεν μπορούν να έχουν σχέση ακόμα με αυτόν. Ας πούμε, για χάρη της κουβέντας, ότι υπάρχει κάποιος, μια δυναμική οντότητα / ένας δημιουργός των πάντων και θα μπορούσε να αποδείξει ότι είναι Θεός. Οι άνθρωποι δεν θα πίστευαν ότι είναι Θεός. Οι μισοί θα πίστευαν ότι είναι hoax, οι άλλοι μισοί θα ανέλυαν και θα μελετούσαν την οντότητα αυτή. Όπως την παλιά εποχή που οι άνθρωποι λάτρευαν τον ήλιο, το φεγγάρι και τα ηφαίστεια, μόνο όταν ανακάλυψαν ότι αυτά τα πράγματα όντως υπήρχαν, έχασαν τους Θεούς τους.
Βασικά, δεν με ενδιαφέρει τι πιστεύουν οι άλλοι άνθρωποι. Μόνο όταν θέλουν να επιβάλλουν τις προλήψεις τους σε κάποιον άλλο μέσω τον νόμων ή των πολιτικών που ακολουθούν έχω πρόβλημα μαζί τους, ιδιαίτερα όταν είναι γελοίοι, με φυλετικά πιστεύω που τους οδηγούν στον πόλεμο.
— Πες μας σχετικά με την απόφαση σου να εγκαταλείψεις την εικονογράφηση.
Δεν με εγκατέλειψε η εικονογράφηση. Το καλοκαίρι του 2011, σταμάτησα. Εκείνη την χρονιά δημιουργούσα για έναν πελάτη, όμως τελικά προέκυψε κάτι αιφνίδιο όταν το πρακτορείο αποφάσισε ότι θα μπορούσαν να γλιτώσουν χρήματα με το να γίνει η εικονογράφηση από εκείνους.
Δεν μπόρεσα να βρω δουλειά από τότε πάνω στην εικονογράφηση. Μίλησα με άλλους εικονογράφους που γνώριζα και η πλειοψηφία είχε εγκαταλείψει τη δουλειά και έκανε άλλα πράγματα. To print πέθαινε.
— Έχεις κάποια συμβουλή για τους καινούριους εικονογράφους;
Όχι. Δεν θέλω να αποφύγω την ερώτηση. Πράγματι δεν έχω καμία συμβουλή για αυτούς. Ό,τι συνήθιζα να κάνω μέχρι σήμερα στις μέρες μας δεν γίνεται. Υποψιάζομαι ότι θα έχουν οι ίδιοι ανακαλύψει αυτό που θέλουν.
Θα τους έλεγα, όποιο και εάν είναι το μέλλον της εικονογράφησης, ακόμα και εάν έχεις βρει αυτό που πρέπει να κάνεις, μην επαναπαυτείς. Εάν διδάχτηκα κάτι όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι τίποτα δεν διαρκεί για πάντα.
— Ποιο είναι το μεγαλύτερο μάθημα ζωής που έχεις πάρει;
Ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Kurt Vonnegut, Jr. Είχε γράψει μια φράση που μου προκάλεσε αίσθηση: «Θα σου πω αυτό, βρισκόμαστε στον πλανήτη Γη για να τεμπελιάζουμε, μην αφήσεις κανέναν να σου πει το αντίθετο». Πρόκειται να δημιουργήσω μερικούς πίνακες, να κάνω κάποια πράγματα, και γενικά να τεμπελιάζω.
— Θα μπορούσες να μας στείλεις μια φωτογραφία με κάτι που αγαπάς;
Μερικά ακόμα έργα του Thomas A. Gieseke
Όλες οι εικόνες παραχωρήθηκαν από τον καλλιτέχνη στο LIFO.gr για αποκλειστική χρήση. Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση τους χωρίς την άδεια του
Info