Στην πρόβα του νέου έργου της Λένας Κιτσοπούλου

Στην πρόβα του νέου έργου της Λένας Κιτσοπούλου Facebook Twitter
"Είμαστε δυο φίλοι αλλά σε αυτό το έργο δεν παίζει ρόλο τι δουλειά κάνουμε ας πούμε", λέει η Λένα Κιτσοπούλου, "είμαστε δυο κανονικοί άνθρωποι στη γενιά μας, στην ηλικία μας. Είμαστε δυο που γνωριζόμαστε καλά."... Επεξεργασία: Ατελιέ/ LIFO
0

  

Να το πούμε για να διώξουμε τους δαίμονές μας: Αν δεν υπήρχαν οι αγαπημένες κλισέ συζητήσεις πολλές σχέσεις με τους ανθρώπους που έχουμε στη ζωή μας, θα είχαν τιναχτεί στον αέρα. Ή θα είχαν βυθιστεί για πάντα στη σιωπή. Οι ανούσιες συζητήσεις είναι ένα διχτάκι ασφαλείας, μια δικλείδα ασφαλείας. Μπορείς να διαφωνήσεις και να θυμώσεις, αλλά δε θα κόψεις ποτέ την καλημέρα στον άλλο δε θα χάσεις έναν φίλο επειδή δε σου αρέσει μια συνταγή κολοκυθόσουπας. Ή επειδή δε σου αρέσουν τα ραφάκια του σπιτιού του. Αυτό απασχολεί τη Λένα Κιτσοπούλου σε αυτό το έργο. Η προσωπική βαρεμάρα που πρέπει να υποχωρήσει για να είμαστε στο ελάχιστο κοινωνικοί, στο να μη μείνουμε εντελώς μόνοι. Στον λευκό καναπέ τα δυο πρόσωπα του έργου, η Λένα Κιτσοπούλου και ο Γιάννης Κότσιφας.

 

Στην πρόβα της παράστασης με τον τίτλο "Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις" όλα είναι όπως στο σαλόνι μας. Oι δυο πρωταγωνιστές του έργου Λένα Κιτσοπούλου και Γιάννης Κότσιφας περνάνε ένα βράδι. Απέναντί μας. Ή μαζί μας, δεν έχει σημασία. Πάνω-κάτω η συζήτηση θα ήταν η ίδια.

Θέμα συζήτησης: Ο Χάρι Πότερ και ο λευκός ταραμάς, ένα σπίτι στο Kαλλιμάρμαρο και μια ζυγαριά ζαχαροπλαστικής, Μια συγκεκριμένη κούπα του καφέ, οι συνήθειες, τα μικρά και τα μεσαία ποτήρια του νερού. Και αυτά που δε λέγονται: Ο θυμός, το να αγανακτείς με τις εμμονές του άλλου, να αγανακτείς με τις δικές σου ενοχές, τις δικές σου εμμονές, τα δικά σου κολλήματα, να βαριέσαι την επανάληψή σου, να σε κάνει έξαλλο ο διπλανός σου και να μη μπορείς να επιτεθείς. Θέατρο με τα υλικά της καθημερινότητας. Σαν μια πολύ απλή συνταγή. Στην ουσία παρακολουθείς τον εαυτό σου. Αυτό είναι. Και κάποιες φορές είναι τρομακτικό. έτσι, επί μιάμισι ώρα μια ολόκληρη ζωή που αγαπάμε, μας κουράζει και δεν αποχωριζόμαστε. Στο τέλος θα παραγγείλουμε μια πίτσα.

  

Στην πρόβα της παράστασης με τον τίτλο "Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας, αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ. Ή η ανουσιότητα του να ζεις" όλα είναι όπως στο σαλόνι μας. οι δυο πρωταγωνιστές του έργου Λένα Kιτσοπούλου και Γιάννης Κότσιφας περνάνε ένα βράδι. Απέναντί μας. Ή μαζί μας, δεν έχει σημασία. Πάνω-κάτω η συζήτηση θα ήταν η ίδια.

 

"Είμαστε δυο φίλοι αλλά σε αυτό το έργο δεν παίζει ρόλο τι δουλειά κάνουμε ας πούμε", λέει η Λένα Κιτσοπούλου, "είμαστε δυο κανονικοί άνθρωποι στη γενιά μας, στην ηλικία μας. Είμαστε δυο που γνωριζόμαστε καλά. Αυτό όλο ξεκινά από μια δική μου φάση και ξεκινώ πάντα με αυτό τον τρόπο όταν γράφω. Και δεν έχει να κάνει με τη σχέση μας το έργο, αλλά με μια πιο προσωπική κατάσταση. Ηλικία, φάση νοοτροπία, μας ενοχλούν δικά μας πράγματα.

Εγώ αισθάνομαι ότι είναι μια ηλικία, η ηλικία μας , που βαριέσαι να τα σκαλίζεις τα πράγματα, βαριέσαι και που τα σκάλιζες σε πιο νεανική φάση.

Εμείς οι δυο έχουμε στην παράσταση μια σχέση, στην οποία πολλά πράγματα είναι στο βάθος της εικόνας και του μυαλού μας, καταπιεσμένα, πράγματα που δε θέλω να πιάσω κουβέντα. Κουράζομαι με τον εαυτό μου. Με το φίλο περνάμε την ώρα μας, -όχι ότι είναι και άσχημα-, περνάμε και ωραία και γελάμε και λέμε μια παπαριά, αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι δε λες τίποτα ουσιαστικό, θέλεις και να πεις, βαριέσαι να πεις, σε ξέρει και ο άλλος, ξέρει τα δράματά σου και βαριέσαι να ακούς και τον εαυτό σου, λες καλά, καλά εντάξει....

Και βαριέσαι και να κλαίγεσαι, βαριέσαι και να φιλοσοφείς, βαριέσαι και να τα ψάξεις και έχεις περάσει στο επόμενο στάδιο που είναι κάπως πιο «πρακτικό». Γίνεσαι λίγο πιο κυνικός. Και σε βυθίζει αυτό και σε μια συνήθεια. Είναι κάπως τραγικό και στενοχωρείσαι λίγο με τον εαυτό σου, δεν έχεις ελπίδες. Μεγαλώνεις. Γερνάς, Τόσο απλά, τόσο όμορφα. Είναι αυτή η πλευρά της ζωής που εμένα δε μου αρέσει.

  

Εμείς οι δυο έχουμε στην παράσταση μια σχέση, στην οποία πολλά πράγματα είναι στο βάθος της εικόνας και του μυαλού μας, καταπιεσμένα, πράγματα που  δε θέλω να πιάσω κουβέντα. Κουράζομαι με τον εαυτό μου. Με το φίλο περνάμε την ώρα μας, -όχι ότι είναι και άσχημα-, περνάμε και ωραία και γελάμε και λέμε μια παπαριά, αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι δε λες τίποτα ουσιαστικό, θέλεις και να πεις, βαριέσαι να πεις, σε ξέρει και ο άλλος, ξέρει τα δράματά σου και βαριέσαι να ακούς και τον εαυτό σου, λες καλά, καλά εντάξει.... Αυτό είναι. Είναι μια τέτοια σήψη, μια τέτοια καθημερινότητα. Δε νομίζω να είμαστε μια ειδική περίπτωση. Είμαστε όλοι εμείς".

Στην πρόβα του νέου έργου της Λένας Κιτσοπούλου Facebook Twitter
Επεξεργασία: Ατελιέ/ LIFO

Και αυτά είναι μερικά αποσπάσματα του έργου:

Λ: Λοιπόν τι έλεγες;

Γ: εγώ έλεγα; Εσύ έλεγες

Λ: Τι έλεγα; 

Γ: Για το πράσο

Λ: Α, ναι το πράσο, ντάξει το πράσο, έρχεται και σου κάνει όλο το θέμα

Γ: Ωραίο πράμα το πράσο

Λ: Κι εμένα μ’ αρέσει πολύ το πράσο. Όπως επίσης , ξέρεις, τι μου είπε ο Παναγιώτης;

Γ: Τι;

Λ: Αυτό που λέγαμε με τις σάλτσες, ότι, ρε παιδί μου είναι πολύ ωραίο να μην τις βράζεις τις σάλτσες

Γ: Τι εννοείς να μην τις βράζεις;

Λ: Ξέρεις μπορείς ρε παιδί μου να βάλεις υλικά μέσα στο μπλέντερ, στο μούλτι αυτό το πράμα, και τα χτυπάς απλώς, ξέρω γω βάζεις φρέσκια ντομάτα, μαιντανό, ό, τι θες, ξηροκάρπι, το λάδι, οτιδήποτε τρώγεται ωμό και τα χτυπάς και είναι αυτή η σάλτσα για τα μακαρόνια, χωρίς τηγάνια και τηγανίλες κατάλαβες; Ωμή τη βάζεις μετά από πάνω τη σάλτσα. Και γαμάει. Γαμάει. Και είναι και πιο υγειινό και πολύ νόστιμο. Μη σου πω είναι και πιο νόστιμο έτσι. Κρατάει την γεύση, πιο έντονη. Και γλιτώνεις ουσιαστικά τα τηγάνια και όλο το ανθυγειινό.

Γ: Γαμάτο αυτό έτσι;

Λ: Ναι είναι και λίγο σαν νέα μόδα. Και καλά. Το χω διαβάσει δηλαδή σε διάφορους σεφ, ξέρεις. Εμένα μ’ άρεσε πολύ μία μακαρονάδα που έφτιαξα με ταραμά. Γαμάτη

Γ: Με ταραμά;

Λ: Ναι, λευκό ταραμά, τίποτα πάρα πολύ απλό και πάρα πολύ νόστιμο. Τίποτα σωτάρεις κρεμμύδι φρέσκο ψιλοκομμένο, βάζεις μετά δενδρολίβανο, τα σωτάρεις αυτά μαζί και ρίχνεις μετά από λίγο δυο μεγάλες κουταλιές ταραμά. Λευκό ταραμά όμως. Ανακατέβεις και βάζεις και λεμόνι, όχι, καλύτερα λάιμ. Εγώ το γουστάρω γενικά το λαιμ, αυτό το πιο μικρό, ξέρεις, το πράσινο

Γ: Μοσχολέμονο, λέγεται αυτό, πως λέγεται;

Λ: Ναι, μπράβο. Νομίζω μοσχολέμονο. (ΝΕΥΡΙΚΑΓΕΛΙΑΓΙΑΝΝΗ)

Γαμάτη σου λέω, δεν παίζεται. Και γίνεται πως να σου πω, σε πέντε λεπτά. Πάρα πολύ ωραία. Πάρα πολύ ωραία.

.........................................

 

Λ: Πολύ καλή κίνηση η ζυγαριά. Μπράβο.

Γ: Ναι κι εγώ χάρηκα πολύ. Ξέρεις, αυτό είναι τελικά. Πώς ένα μικρό πράγμα μπορεί να σε κάνει να χαρείς, ρε παιδί μου.

Λ: ε, ναι ρε, εννοείται. Εδώ, ένα μπλουζάκι αγοράζεις και φτιάχνει η μέρα σου, τι λες τώρα;

.........................................

Γ: ναι, ντάξει, παλιά πολυκατοικία

Λ: ναι, αλλά γαμάτη, πολύ ωραία

Γ: Πρέπει να’ ναι του εξήντα γι αυτό δεν ξέρω, μέσα πως θα΄ ναι το σπίτι

Λ: Στης Αμάντας δεν έχεις πάει;

Γ: έχω πάει, ναι. Ε, ρε συ η Αμάντα τό’ χει φτιάξει. Μιλάμε, ξερεις τι λέφτά έχει χώσει;

Λ: α, ναι, ε;

Γ: Ε, ναι ρε, μιλάμε τώρα μπάνια και πάγκος στην κουζίνα, ξέρεις απ’ αυτούς τους πολύ κυριλέ, που είναι στη μέση

Λ: α, πω πω, τρελλαίνομαι μ’ αυτές τις κουζίνες

Γ: ξέρεις που είναι οι εστίες μαγειρέματος στη μέση

Λ: Πώ πω κατάλαβα, με αποροφητήρα που’ ναι στο κέντρο

Γ: Ναι μιλάμε, τέτοιο, ανοξυδωτο, σου μιλάω τώρα η τέλεια κουζίνα

Λ: ντάξει, φαντάζομαι, άμα μου λες έτσι

Γ: Ντάξει σου λέω, έχει κάνει τρελλή δουλειά μέσα στο σπίτι. Πατώματα, θερμαινόμενα, της πουτάνας, επίπεδα, έχει γκρεμισει τοίχους. Και μεγάλο έτσι;

Λ: έλα, ρε; Α, δεν τό’ ξερα. Α, όκει. Καλά, τι, η Αμάντα έχει λεφτά;

Γ: Όχι, δεν ξέρω. Δεν νομιζω

Λ: μα δεν είναι πάντα άφραγκη και τρέχει και κάνει εκατό δουλειές;

Γ: ναι, δεν έχει νομίζω. Τώρα για το σπίτι δεν ξέρω ρε παιδί μου και πότε τό’ φτιαξε κι όλα αυτά. Ντάξει μπορεί και νά’ ταν τιποτα λεφτά από τους γονείς της, ποιος ξέρει. Μπορεί να ήτανε τίποτα λεφτά ειδικά γι αυτό το σκοπό. Δεν ξέρω.

Λ: α, και πουλιέται σπίτι, τέτοιο, διαμέρισμα στην πολυκατοικία της, ε;

Γ: Ναι, ακριβώς από πάνω της, αλλά μού’ λεγε ότι είναι χρόνια κλειστό αυτό και δεν έχει ιδέα σε τι κατάσταση είναι. Πάντως σε τετραγωνικά είναι σαν το δικό της. Είναι δηλαδή το ίδιο ακριβώς από πάνω, κατάλαβες;

Λ: α. Και, από λεφτά;

Γ: Δεν ξέρουμε. Αυτό είναι. Γιατί αυτοί δεν βγάλανε πωλητήριο και τέτοια. Τό’ πανε καταρχάς στην πολυκατοικία. Ούτε σε μεσιτικό είναι αυτό. Φαντάζομαι, ρωτάνε πρώτα τους εκεί, μήπως κάποιος ενδιαφέρεται

Λ: α, και πότε θα πας να το δεις;

Στην πρόβα του νέου έργου της Λένας Κιτσοπούλου Facebook Twitter
Επεξεργασία: Ατελιέ/ LIFO

......................................... 

Γ: Και γιατί να μιλήσουμε; Ναι η ψηφιακή ζυγαριά. Ναι η σάλτσα για τα μακαρόνια. Τι να πούμε; ποιος είμαι και που πάω; Και το παρελθόν μου και το βάσανο και ωχ και βαχ και προβλήματα; Όλο για τα προβλήματα; Και αρρώστιες οικογενειακές; Δεν βαρεθηκες;  Σάλτσα για μακαρόνια. Καλύτερα. Να ξέρεις να φτιάξεις μια σάλτσα τουλάχιστον. Αφού μόνος του είναι ο άνθρωπος. Μόνος του γεννηθηκε μόνος θα πεθάνει. Τό’ παμε αυτό, το καταλάβαμε. Ας ξέρει τουλάχιστον να φτιάξει ένα μακαρόνι. Το μακαρόνι θα χρειαστεί, τι θα χρειαστεί; Η ψυχική του ανάταση; Γιατί ήταν καλά οι παλιές νοικοκυρές; Γιατί όλη μέρα φτιάχνανε. Φτιάχνανε. Ασβέστωσε το τοιχαλάκι, φτιάξε το φαί, ανοιξε το φύλλο, πάει η μέρα. Πώς να πέσει η ψυχολογία μετά. Δεν πέφτει η ψυχολογία

Λ: Έλα μωρέ τώρα πού’ τανε καλά αυτές

Γ: Γι αυτο λένε οι ψυχίατροι. Εξω, βγες. Περπάτα σου λένε. Πάρε τους δρόμους. Κάνε γυμναστική. Κάνε ένα χόμπι σου λένε. Κίνηση. Δράση. Να ιδρώσεις, να ιδρωκοπίσει το κορμί. Ποια ψυχή τώρα μωρέ και δεν νιώθω καλά, έλα πάρε πάνω σου τώρα

Λ: Ποιες μωρέ ήτανε καλά; Οι παλιές νοικοκυρές; μες στην ανωμαλία; Όλη η ανωμαλία μέσα στην επαρχία δεν ήτανε;

Γ: Είχαν οι νοικοκυρές υπαρξιακά;

Λ: Απ’ τη βλακεία δεν είχανε υπαρξιακά. ;Από την γιδίλα και τη βλακεία του εγκεφάλου, δεν μπορούσε το μυαλό να αρθρώσει το υπαρξιακό του απ την αμορφωσιά και την απαιδευσιά, όχι επειδή ανοίγανε το φύλλο, λυθήκανε τα προβλήματα, μην μου λες τώρα παπαριές κι εσύ . τίποτα. Δεν αντέχεται ΡΕΕΕ, δεν αντέχεται

.....................................

Λ: Αυτή όλη η αυτοπεποίθησή μου, από που προέρχεται νομίζεις; Την κατέκτησα; Τι λε ρε; Αυτά είναι όλα δοσμένα, χαρισμένα όλα. Παρελθόν. ποιος είσαι. Ποια ήταν η οικογένεια. Πούθε κρατάει η σκούφια σου. Καταραχάς, αυτή η γιαγιά που σου μιλάω τώρα, γεννημένη το 16’ σε παρακαλώ, κανε τώρα υπολογισμούς και φαντάσου τώρα τι εποχές μιλάμε, το 16’ στα σπίτια της γιαγιάς μου, πριν καν ακόμα γεννηθεί η μάνα μου, υπήρχε πάντα τραπέζι του πινγκ πονγκ! Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Να παίζει η γιαγιά σου πινγκ πονγκ; Επαιζε μωρέ εσένα η γιαγιά σου πινγκ πονγκ; Ε, τώρα θα με τρελλάνεις; Δεν έχει διαφορά απ’ τη γιαγιά με το τσεμπέρι που τρώει τη σκελίδα το σκόρδο, και ο άντρας της πίνει κρασί πρωί πρωί, με το σάπιο δόντι; Δεν έχει διαφορά; Το πινγκ πονγκ; Έλα τώρα; Άντε μπράβο. Γίναμε όλοι ίδια. Ίσα κι όμοια; Ξέρεις τι είναι να ναι χριστούγεννα και να παίρνεις δώρο στη γιαγιά σου ρακετα; Του πινγκ πονγκ; Εσύ τι δώρο έπαιρνες στην γιαιγά σου; Το πέταλο; Το γούρι, το ρόδι να το κρεμάσει στο καρφάκι; Μήπως κάνατε και τον σταυρό, επάνω, με την λαμπάδα; Αιντε τώρα; Χριστούγεννα ήτανε, εγώ παιδάκι και ξέρεις τι δώρο έπαιρνα στην μάνα μου; Μπαλάκια του τένις! Τένις έπαιζε η οικογένειά μου. Τένις και πινγκ πονγκ. Της έπαιρνα δώρο τα μπαλάκια. Το μεγάλο το τέτοιο, το ακριβό. Με τα τρία. Αντε μπράβο. Γιναμε ίσα κι όμοια εδώ μέσα! Λοιπόν δεν θέλω που φωνάζω, αλλά αναγκάστηκα. Δεν μου αρέσουν οι φωνές αλλά αυτά που λέω είναι σωστά. Ξέρεις η γιαγιά μου ότι πήγαινε στον Μικεεεεε; Τον ξερεις εσύ τον Μικέ; ξέρεις ποιος είναι ο Μικές; Ο πρώτος γάλλος ζαχαροπλάστης την Αθήνας. Έχεις φάει το μιλφέιγ του Μικε; Το τόσο. Το φινετσάτο. Που παίρνατε εσείς γλυκά; Που παίρνανε οι γονείς σου γλυκάααα; Στο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς; Την πάστα, την γκουμούτσα; Την πολυκατοικία; Που θες πριόνι για να την κόψεις; Γιατί οι γονείς σας έχουνε τα εργαλεία στα σπίτια σας; Γιατί είναι δουλευταράδες; Για τις πάστες! Για να κόβουνε τις πάστες. Άντε μπράβο. Εμένα η γιαγιά μου, κουρευότανε στον Άγγελο. Ξέρεις μωρέ τον Άγγελο; Μια φορά την εβδομάδα η γιαγιά μου χτενιζότανε στον Άγγελο. Από τον Μικέ σοτν Άγγελο πήγαινε. Μικέ Άγγελος, Άγγελος Μικές. Μικελάνγκελοοοο! Πώς να μην γαμάω εγώ τώρα;. Πές μου εσύ. Αυτό είναι νομίζω αυτό είναι που μου έχει δώσει όλη αυτή την αυτοπεποίθηση που αισθάνομαι αυτή τη στιγμή. Άντε μπράβο. Ηρεμήστε λίγο. Έτσι μπράβο, λίγη ηρεμία εδώ μέσα. Έτσι, να μην χάνω τον ειρμό μου κι εγώ.

........................................

Info:

Θέατρο Τέχνης-Φρυνίχου

"Μια μέρα, όπως κάθε μέρα, σε ένα διαμέρισμα από τα χιλιάδες διαμερίσματα της Αθήνας,

αυτά με τα κουφώματα ασφαλείας και τους βολικούς καναπέδες τους, σε κατάσταση αμόκ.

Ή η ανουσιότητα του να ζεις".

Κείμενο - Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου

Σκηνικά - Κοστούμια: Ναταλία Λάτση
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική επιμέλεια: ο Θίασος
Α' Βοηθός Σκηνοθέτη: Άννα Νικολάου
Β' Βοηθός Σκηνοθέτη: Χρήστος Χριστόπουλος
Γ' Βοηθός Σκηνοθέτη: Ιωάννα Μαυρέα
Δ' Βοηθός Σκηνοθέτη: Τζένια Κονταράτου
Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου

Παίζουν: Γιάννης Κότσιφας, Λένα Κιτσοπούλου 

Παραστάσεις από 13 Φεβρουαρίου - 5 Απριλίου 

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Άκης Δήμου

Θέατρο / «Ζούμε σε καιρούς φλυαρίας· έχουμε ανάγκη τη σιωπή του θεάτρου»

Άφησε τη δικηγορία για το θέατρο, δεν εγκατέλειψε ποτέ τη Θεσσαλονίκη για την Αθήνα. Ο ιδιαίτερα παραγωγικός συγγραφέας Άκης Δήμου μιλά για τη Λούλα Αναγνωστάκη που τον ενέπνευσε, και για μια πόλη όπου η ζωή τελειώνει στην προκυμαία, δίχως να βρίσκει διαφυγή στο λιμάνι της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Θέατρο / Επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς: Ένα θεατρικό τσουνάμι αναμνήσεων

Ο νεαρός σκηνοθέτης Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανεβάζει στην Πειραματική του Εθνικού το «ΜΑ ΓΚΡΑΝ'ΜΑ», μια ευαίσθητη σκηνική σύνθεση, αφιερωμένη στη σιωπηλή ηρωίδα της οικογενειακής ιστορίας μας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Ματαρόα στον ορίζοντα»: Φέρνοντας ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Θέατρο / «Ματαρόα στον ορίζοντα»: Ένα θρυλικό ταξίδι στη σημερινή του διάσταση

Στην πολυεπίπεδη νέα παραγωγή της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ, λόγος, μουσική και σκηνική δράση συνυπάρχουν ισάξια και συνεισφέρουν από κοινού στην αφήγηση των επίδοξων ταξιδιωτών ενός ουτοπικού πλοίου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το video art στο ελληνικό θέατρο

Θέατρο / Video art στο ελληνικό θέατρο: Έχει αντικαταστήσει τη σκηνογραφία;

Λειτουργεί το βίντεο ανταγωνιστικά με τη σκηνογραφία και τη σκηνική δράση ή αποτελεί προέκταση του εθισμού μας στην οθόνη των κινητών μας; Οι γιγαντοοθόνες είναι θεμιτές στην Επίδαυρο ή καταργούν τον λόγο και τον ηθοποιό; Πώς φτάσαμε από τη video art στα stage LED screens; Τρεις video artists, τρεις σκηνοθέτες και ένας σκηνογράφος καταθέτουν τις εμπειρίες τους.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Κωνσταντίνος Ρήγος

Οι Αθηναίοι / «Έχω αισθανθεί να απειλούμαι τη μέρα, όχι δουλεύοντας τη νύχτα»

Οκτάνα, Επίδαυρος, ΚΘΒΕ, Πέγκυ Ζήνα, Εθνικό, Λυρική, «Brokeback Mountain» και «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Ως χορογράφος και σκηνοθέτης, ο Κωνσταντίνος Ρήγος έχει κάνει τα πάντα. Και παρότι έχει αρκετούς haters, νιώθει ότι αυτοί που τον καταλαβαίνουν είναι πολύ περισσότεροι.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΙΑΚΟΣΑΒΒΑΣ
Οσιέλ Γκουνεό: «Είμαι πρώτα χορευτής και μετά μαύρος»

Χορός / «Δεν βλέπω τον εαυτό μου ως έναν μαύρο χορευτή μπαλέτου αλλά ως έναν χορευτή καταρχάς»

Λίγο πριν εμφανιστεί ως Μπαζίλιο στον «Δον Κιχώτη» της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ο κορυφαίος κουβανικής καταγωγής χορευτής Οσιέλ Γκουνεό –έχει λάβει πολλά βραβεία, έχει επίσης εμφανιστεί στο Θέατρο Μπολσόι της Μόσχας, στην Όπερα του Παρισιού, στο Λίνκολν Σέντερ της Νέας Υόρκης και στο Ελίζιουμ του Λονδίνου– μιλά για την προσωπική του πορεία στον χορό και τις εμπειρίες που αποκόμισε, ενώ δηλώνει λάτρης της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Οι Αθηναίοι / Σμαράγδα Καρύδη: «Ήθελα να είμαι η Βουγιουκλάκη και ο Ρέτσος μαζί»

Ηθοποιός, σκηνοθέτις, ακατάτακτη και αγαπημένη του κοινού, η Σμαράγδα Καρύδη θυμάται πως ανέκαθεν ήθελε το σύμπαν, χωρίς να περιορίζεται. Στον απολογισμό της μέχρι τώρα πορείας της, ως η Αθηναία της εβδομάδας, καταλήγει πως, ούτως ή άλλως, «στο τέλος ανήκεις εκεί που μπορείς να φτάσεις», ενώ δηλώνει πως πάντα θα επιλέγει συνειδητά να συντάσσεται με τη χαρά.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Θέατρο / Το ανάπηρο σώμα που αντιστέκεται

Πώς διαβάζουμε σήμερα τον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσί Oυίλιαμς; Στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης ο Antonio Latella προσφέρει μια «άλλη» Λόρα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στο κυρίαρχο αφήγημα περί επαγγελματικής ανέλιξης, πλουτισμού και γαμήλιας ευτυχίας.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ