Το 1979 ήταν η εποχή της disco παντού, και στην Ελλάδα ακόμη περισσότερο... Φυσικά, η καλύτερη disco είχε γραφτεί 4-5 χρόνια νωρίτερα στην Αμέρικα, αλλά μετά πλάκωσαν οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και πιο αργότερα οι… Νιγηριανοί (τα boogie και disco άλμπουμ των οποίων «χτυπάνε» απίστευτες τιμές στο eBay) και το πράγμα κατέβηκε σε «βάθος»...
Εκεί στα τέλη του ’70, και λίγο πριν σκάσουν οι Sharp Ties με το τρανό «Get that beat» σαρώνοντας τις πίστες, οι Έλληνες, αν ήθελαν να χορέψουν με ελληνικά «μοντέρνα» άσματα, είχαν βασικά τον Περικλή Περάκη με τα «Discoμεράκια» [EMI/ Columbia, 1978] και τον Γιάννη Φλωρινιώτη με τη «Γιορτή Αγάπης» [Panivar, 1979]. Οι δυο τους μπορεί να έβγαλαν και άλλα disco ή περί την disco βινύλια – ο Φλωρινιώτης το «Super Star/ Αυτός Είμαι» και ο Περάκης τα «Ευρωλαϊκά», όμως εκείνα τα δύο άλλαξαν τη ρότα.
Η disco, ως ρυθμός της εποχής, επηρέασε του πάντες. Ακόμη και ντισκοδημοτικά γράφτηκαν στην πορεία, την ώρα που όλη η ελληνική ποπ σκηνή των sixties-seventies έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά, προσφέροντας τα δικά της disco άσματα. O Χρήστος Εμμανουήλ, για παράδειγμα, βασικός συνεργάτης του Φλωρινιώτη εκείνη την εποχή, έπαιζε στα μέσα του ’60 με τους Alba Aris and The Olympics…
Εκείνο που έχει σημασία να ειπωθεί είναι πως όταν έσκασε το 1979 η «Γιορτή Αγάπης» του Γιάννη Φλωρινιώτη με τα τραγούδια (περίπου μισά-μισά) των Κώστα Ψυχογιού και Χρήστου Εμμανουήλ, η ελληνική disco (με ελληνικό στίχο) χτύπησε κορυφή, παραμένοντας εκεί ακόμη...
Δεν ξέρω πόσοι θυμούνται το… ντισκολαϊκό «Dance on» του Κώστα Τουρνά από το 1978, όλοι όμως γνωρίζουν τη σύνθεσή του «Στη ντισκοτέκ» από το 1980, που τραγούδησε η Ελπίδα (στην ίδια συλλογή της Philips συμμετείχαν και οι Πασχάλης, Μπέσσυ Αργυράκη, Κώστας Τουρνάς, Σίγμα Φαίη και Σταύρος Λογαρίδης). Άπαντες συντονισμένοι…
Γραμμή είχαν πάρει και οι λαϊκοί/ελαφρολαϊκοί φυσικά… από τη Μαρινέλλα («Καλύτερα» του Νίκου Ιγνατιάδη) και τον Τόλη Βοσκόπουλο («Δεν τη βρίσκω με τη ντίσκο» του Νίκου Καρβέλα), μέχρι την Λίτσα Διαμάντη («Τέρμα τα παράπονα», η διασκευή του ισραηλινού «Belev echad» της Hedva Amrani) και τη Χριστιάνα («Τα μάτια σου» της Δάφνης Ζούνη).
Δίπλα, τώρα, αγωνίζονταν σ’ ένα πιο… underground κύκλωμα διάφοροι άλλοι (συγκροτήματα και καλλιτέχνες) Έλληνες και «ξένοι» όπως ο Gino με τη Lucile (άκου τα LP «International Show» και «Only you» αμφότερα σε ετικέτα VIP από το 1979) –ας πω πως ο Gino είχε ελληνική καριέρα από το 1964 με το περίφημο «Cleopatra in bluejeens», το πρώτο πραγματικό τραγούδι στην ιστορία του ελληνικού ροκ–, η Isabel με το «A One Night Affair» [Seagull, 1978], η Sirena με το «The Dancer» [CBS, 1979] τραγούδια της οποίας έγραφαν ανάμεσα σε άλλους ο Σάκης Τσιλίκης, ο Μάικ Ροζάκης και ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου (από τους Πελόμα Μποκιού κ.λπ.) και βεβαίως ο Βαγγέλης Πιτσιλαδής, που είχε τη δική του disco συνεισφορά με διάφορα long-plays, όπως τα «Pictures» [Seagull, 1978], «Yes I Do» [Seagull, 1978] υπό το όνομα Oasis, «Αγάπη μου» [Seagull, 1979] και «Hi Jack» [VIP, 1980], με τα «Hi Jack» και «Call me now» να σπέρνουν ανεπανάληπτα disco ρίγη (αν και για λίγους).
Ένα άλλο κεφάλαιο ήταν, οπωσδήποτε, οι Έλληνες του εξωτερικού (Ντέμης Ρούσσος, Χάρης Χαλκίτης, Αργύρης Κουλούρης κ.ά.), ορισμένες εγγραφές των οποίων ακούγονταν και στην πατρίδα. Μνημονεύω το φοβερό «The Letter» [Olympic, 1978] των Queen Samantha (σχήμα που είχε φτιάξει ο Χαλκίτης στη Γαλλία) και που τυπώθηκε στην Ελλάδα με την… υποσημείωση στο εξώφυλλο «ειδικά για τις discotheque».
Και αν όλα αυτά τα άλμπουμ έκαναν τη μικρή ή λίγο μεγαλύτερη διαδρομή τους, τίποτα δεν μπόρεσε, ποτέ, να συναγωνιστεί σε λαϊκή απήχηση τους δίσκους του Γιάννη Φλωρινιώτη και του Περικλή Περάκη.
Σ’ ένα από τα πρώτα πάρτι που είχα πάει ποτέ, το 1978-79, θυμάμαι, με ένταση ακόμη και σήμερα, τα… ντισκομεράκια να παίζουν εμπλοκή. Υπήρχαν και τα υπόλοιπα «ξένα» hits της περιόδου, αλλά μόλις έσκαγε το potpourri από «Μαντουμπάλα», «Όσο αξίζεις εσύ» και «Θ’ αρρωστήσω μάνα» γινότανε σφαγή. Αν δεν το έχουμε ξαναπεί ας το πούμε τώρα…
Ο Έλληνας (και ο κάθε… σαν Έλληνας) μπορεί να χορέψει με οτιδήποτε (δύο χέρια ενός ψευτοντράμερ με χτυπήματα πάνω στο μηρό, και μια φάλτσα φωνή μπορεί να ξεσηκώσει παρέα στην άκρη του πουθενά, δίχως όργανα, ρεύματα και τα λοιπά), όταν όμως ακούσει κάτι στη γλώσσα του, τότε και οι τελευταίες εναπομείνασες αναστολές κατακρημνίζονται.
Έτσι, λοιπόν, η ανάγκη για εγχώρια disco υπήρξε διακαής και μετά την απρόβλεπτη επιτυχία των «ντισκομερακίων», οι εταιρείες προσπαθούσαν μανιωδώς να βρουν την... κότα με το χρυσό αυγό. Ακόμη και η σοβαρή Lyra/ Zodiac του Αλέξανδρου Πατσιφά έπαιξε στο κόλπο, κυκλοφορώντας το 1979 ένα... ανεπανάληπτο ελληνικό disco άλμπουμ, το «Disco Sex» [Zodiac] των Varverakis+Erotica.
Μπροστά ο Νίκος Βαρβεράκης και πίσω του οι τραγουδίστριες Mary Miller και Βέτα Καρατσόλη. Στην ορχήστρα οι… Fantastic – υποθέτω δηλαδή. Ο Βαρβεράκης ήταν το βασικό άτομο (καθότι και κιθαρίστας) πίσω από τους Fantastic, που είχαν βγάλει λίγα χρόνια νωρίτερα το single «Άσπρο άλογο/ Το κορίτσι του δάσους» [Φαντάζιο], με το όργανο κάποιου Μάνου να θυμίζει τον Vincent Crane των Atomic Rooster! Μάλιστα, διευθυντής της ορχήστρας ήταν ο μαέστρος Βάκης Γιαννούλης, που εκείνη την εποχή είχε δώσει επιτυχίες στον Γιώργο Αιγύπτιο, τον Πάνο Μαρίνο κ.ά.
Η δεύτερη πλευρά του άλμπουμ ανοίγει με τη «Μάνα» (Κώστας Ψυχογιός, μουσική και στίχοι). Για πολλούς το τραγούδι αυτό είναι το ωραιότερο που είπε στην καριέρα του ο Γιάννης Φλωρινιώτης. Πιθανώς αυτό να εξετίμησε και ο Μάνος Χατζιδάκις, καλώντας τόν σούπερ σταρ στο Τρίτο Πρόγραμμα.
Πώς μετακόμισε η «Ομόνοια» στην Κριεζώτου είναι άγνωστο… Ο δίσκος δεν κύλαγε με τίποτα (μετριότατη παραγωγή, τυπικό παίξιμο από την ορχήστρα, φωνητικά... άσε καλύτερα). Βασικά επρόκειτο για ένα... discο potpourri κάποιων «ξένων» χορευτικών και disco επιτυχιών, με ελληνικούς στίχους του Βαρβεράκη. «Ντάντυ κουλ», «Μαζί μου για πάντα» (το «Paloma Blanca»), «Όπου κι αν πας» (το «Black is black»!) κ.λπ. ανακατωμένα με sexy φωνητικά, ερωτικούς ψιθύρους και βογγητά!
Κοιτώντας δε και το εξώφυλλο του άλμπουμ δεν γίνεται, εν τέλει, να μην αναφωνήσεις… «αυτός είναι ο ορισμός του cult».
Κάποιοι, διαχρονικά, μπορεί να θεωρούν τον Γιάννη Φλωρινιώτη cult, αλλά αυτό είναι λάθος. Νομίζουν. Δεν ξέρω τι ακριβώς κάνει τώρα ο Φλωρινιώτης και πόσο cult μπορεί να είναι σήμερα –πριν μερικά χρόνια τον είχα δει κάπου προς Αιγάλεω, επί της Θηβών– αλλά τότε (late 70s) η τεράστια επιτυχία του δεν θα μπορούσε με τίποτα να αιτιολογήσει τον χαρακτηρισμό. Δεν θα μπορούσε να θεωρείται «cult», κάποιος που τον ήξερε όλη η Ελλάδα. Εκτός και αν cult ήμασταν όλοι, τότε, ως χώρα… Οπότε ok…
Εκείνο που έχει σημασία να ειπωθεί είναι πως όταν έσκασε η «Γιορτή Αγάπης» με τα τραγούδια (περίπου μισά-μισά) των Κώστα Ψυχογιού και Χρήστου Εμμανουήλ η ελληνική disco (με ελληνικό στίχο) χτύπησε κορυφή, παραμένοντας εκεί ακόμη… Δεν νομίζω δηλαδή να γράφτηκαν ποτέ καλύτερα disco άσματα (με ελληνικό, ξαναλέω, στίχο).
Το άλμπουμ άνοιγε με το φερώνυμο κομμάτι («Γιορτή Αγάπης») που δεν ήταν άλλο από το «Sandstorm» των La Bionda με ελληνικούς στίχους του Κώστα Ψυχογιού. Φοβερή διασκευή με chorus female vocals, απίθανο funk από τον μεγαλύτερο Έλληνα ηλεκτρικό κιθαρίστα, τον αθάνατο Τίτο Καλλίρη και γενικότερα ενορχήστρωση από τον Ζήση Γουδάκη για πολλά αστέρια. Πάνω απ’ όλα, όμως, ο super star της εποχής, ο μοναδικός Γιάννης Φλωρινιώτης.
Γιορτή Αγάπης
Αχ και να σ’ είχα ψηλά σ’ ένα αστέρι, φτιαγμένο απ’ αγάπη κι έρωτα μόνο
να μην υπάρχει ανθρώπινο χέρι να στάξει στα χείλη μας πίκρα και πόνο.
Έλααα, έλααα.
Η συνέχεια καταπληκτική. «Ήχος και Φως» (μουσική Κώστας Ψυχογιός, στίχοι Χρήστος Εμμανουήλ).
Πάλι μεσάνυχτα κι εγώ είμαι ’δω
πρέπει κι απόψε για σας να τραγουδώ
χειροκροτήματα, ήχος και φως
μόστρα, βιτρίνα κι ο πόνος μου κρυφός.
Λαϊκή μπαλάντα με πλουμιστή ενορχήστρωση.
Για το «Κόσμε μη με κατακρίνεις» (μουσική Χρήστος Εμμανουήλ, στίχοι Νίκος Μπακογιάννης – αδελφός του Παύλου Μπακογιάννη) τι να πούμε; Lush strings στο βάθος και μπροστά ο άρχοντας να απαγγέλει…
Κόσμε μη με κατακρίνεις, με το δάχτυλο μη δείχνεις
ένα όνειρο που ψάχνω μεσ’ στο πάθος μου να βρω
Κόσμε μάθε στις καρδιές μας, οι αγάπες οι δικές μας
όσο και μεγάλες να ’ναι, δεν κρατάν πολύ καιρό.
Τι λόγια ρε φίλε!
Στην ίδια πλευρά το hit του Ψυχογιού «Πειράζει που είσαι μεγάλη φίρμα», ένα top λαϊκό-disco, με τα καλύτερα πνευστά στην μπάντα συνοδείας, που έμελε ν’ αποτελέσει το αιώνιο διαβατήριο για τον Γιάννη Φλωρινιώτη, και ακόμη το disco-τσιφτετέλι (ξανά Ψυχογιός) «Άντε παιδί μου τελείωνε».
Πειράζει που είσαι μεγάλη φίρμα (Από την εκπομπή «Ελληνικό Τραγούδι» του 1995)
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με τη «Μάνα» (Κώστας Ψυχογιός στίχοι-μουσική). Για πολλούς –και για μένα– το τραγούδι αυτό είναι το ωραιότερο που είπε ποτέ στην καριέρα του ο Γιάννης Φλωρινιώτης. Πιθανώς, πιθανώς λέω, αυτό να εξετίμησε και ο Μάνος Χατζιδάκις, καλώντας τον σούπερ σταρ στο Τρίτο.
Ο κάθε άνθρωπος για να ’ρθει στη ζωή
δυο γεγονότα συμβαίνουνε μεγάλα
μία γυναίκα γεννάει ένα παιδί
μα το παιδί φτιάχνει μια απλή γυναίκα μάνα.
Και πάμε παρακάτω, γιατί θα μας πάρουν τα δάκρυα για τις μανούλες μας…
«Τσιγγανάκι» (Εμμανουήλ-Ψυχογιός). Φοβερό tribal disco oriental, το «Τσιγγανάκι» ήταν η τρίτη μεγάλη επιτυχία του άλμπουμ. Τραγούδι για πίστα, όχι παραμύθια (με αξεπέραστα μπουζούκια – Παλαιολόγου, Χιονάς λέμε).
Το «Χαίρετε» και το «Της γυναίκας η αγάπη» είναι εξαιρετικά τραγούδια, αλλά έχουν μικρή σχέση με τη disco, ενώ «Ο γυιός της μάγισσας», προτελευταίο track, είναι… δημοτικοντίσκο.
Η Panivar δεν είχε τσιγκουνευτεί το χρήμα στην παραγωγή και επενδύοντας εις βάθος πήρε τα λεφτά της πίσω στο χιλιαπλάσιο. Φοβερές ενορχηστρώσεις από τον Γουδάκη, και παικταράδες στην μπάντα συνοδείας. Άριστοι επαγγελματίες που μπορούσαν να παίξουν από κλασική και garage punk, μέχρι jazz και λαϊκάκαι που έδωσαν, για το άλμπουμ, τον καλύτερο… ντισκοεαυτό τους.
Το τρελό funky του Τίτου Καλλίρη στην κιθάρα, τα σαξόφωνα του Άρη Καραντάνη (Alba Aris κ.λπ.), η τρομπέτα του Γιάννη Θεοδωρίδη, η 12χορδη του Μαλλίδη, τα βιολιά του Βράσκου και του Δεσποτίδη (και άλλων δύο), τα σύνθια του Ζερμπίνου και βεβαίως, πρώτος όλων, ένας σταρ της εποχής ο Γιάννης Φλωρινιώτης… Μια γιορτή της αγάπης…
Το τσιγγανάκι
σχόλια