Η Εθνική Πινακοθήκη στις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ψηφιακές της παρουσιάσεις έχει μόλις εντάξει και το αρχείο του Γιαννούλη Χαλεπά, το οποίο ψηφιοποιήθηκε με αφορμή τα 80 χρόνια από τον θάνατό του. Πρόκειται για μία εργασία που πραγματοποιήθηκε εκ των ενόντων, μετά από πρόταση της επιμελήτριας της συλλογής γλυπτικής, Δρ Τώνιας Γιαννουδάκη, η οποία ανέλαβε την υλοποίησή της και υπογράφει τα κείμενα που συνοδεύουν το υλικό. Τη φωτογράφηση και σάρωση του αρχειακού υλικού έκανε ο Σταύρος Ψηρούκης και τη συντήρησή του η Βίκυ Μάνεση.
Το αρχείο του Γιαννούλη Χαλεπά στην Εθνική Πινακοθήκη περιλαμβάνει σημαντικά τεκμήρια. Έγγραφα, αλληλογραφία, τεκμήρια παρουσίασης έργων του γλύπτη σε εκθέσεις μετά τον θάνατό του, ανάτυπα, αποκόμματα Τύπου από το 1930 έως το 2007, βιβλία, παλιές εκδόσεις με δικά του σχέδια σε διάφορες σελίδες, τιμητικά μετάλλια και διπλώματα, προσωπικές φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για την καλλιτεχνική δημιουργία, τη ζωή και την προσωπικότητα του Γιαννούλη Χαλεπά, καθώς και για το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε για το έργο του, αποκαλύπτοντας άγνωστες λεπτομέρειες.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς έφυγε από τη ζωή στις 15 Σεπτεμβρίου 1938. Το έργο που άφησε, προσαρμοσμένο στους ακαδημαϊκούς κανόνες ως το 1978, αποτέλεσμα εσωτερικής παρόρμησης και μιας βαθιάς εκφραστικής ανάγκης από το 1918 έως το θάνατό του, είναι μοναδικό και ιδιαίτερο και καθορίστηκε από τα προσωπικά του βιώματα και τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο.
Το 2012 το αρχείο εμπλουτίστηκε με τεκμήρια, τα οποία δώρισε, με προτροπή της επιμελήτριας του μουσείου Μαριλένας Κασιμάτη, ο Μύρων Μπικάκης, γιος της Αλίκης Μπικάκη και εγγονός του Βασίλη και της Ειρήνης Χαλεπά. Ορισμένα από αυτά συμπληρώνουν τα στοιχεία που υπήρχαν ήδη, ιδιαίτερα στο πεδίο της διάσωσης του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς έφυγε από τη ζωή στις 15 Σεπτεμβρίου 1938. Το έργο που άφησε, προσαρμοσμένο στους ακαδημαϊκούς κανόνες ως το 1978, αποτέλεσμα εσωτερικής παρόρμησης και μιας βαθιάς εκφραστικής ανάγκης από το 1918 έως το θάνατό του, είναι μοναδικό και ιδιαίτερο και καθορίστηκε από τα προσωπικά του βιώματα και τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο.
Μετά την «επιστροφή» του στην γλυπτική, στην οποία συντέλεσε ο θάνατος της μητέρας του που θεωρούσε την τέχνη υπαίτια για την ασθένειά του, ο Χαλεπάς φιλοτέχνησε σημαντικό αριθμό έργων που προκαλούν τον θαυμασμό με τη μοναδικότητά τους.
Το 1930 η ανιψιά του Ειρήνη τον έφερε στην Αθήνα. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι το τέλος της ζωής του, τιμητικές εκδηλώσεις, απονομές και εκθέσεις του χάρισαν την αναγνώριση.
Ήδη πριν από τον θάνατό του είχαν ξεκινήσει προσπάθειες για τη διάσωση του έργου του και την ίδρυση μουσείου στο χώρο που ήταν το εργαστήριό του.
Στις 30 Αυγούστου 1938 ο λογοτέχνης Στρατής Δούκας, ο πιο αφοσιωμένος ερευνητής του έργου του, με επιστολή του στον Κωστή Μπαστιά, διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών του υπουργείου Παιδείας, πρότεινε τη δημιουργία ενός άνετου εργαστηρίου στην οδό Δαφνομήλη 35, στο σπίτι των ανιψιών του γλύπτη, το οποίο, μετά το θάνατό του, θα μετατρεπόταν σε μουσείο.
Τον Ιούλιο του 1947 ο Δημήτριος Ευαγγελίδης, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, μαζί με προσωπικότητες του καλλιτεχνικού και ακαδημαϊκού χώρου, σε κείμενό τους με αδιευκρίνιστο προορισμό ή παραλήπτη, χαρακτήριζαν «εθνική ανάγκη» την περισυλλογή και συγκέντρωση των έργων του Χαλεπά στο χώρο που χρησιμοποιούσε ως εργαστήριο και τη μετατροπή του σε μουσείο.
Το 1949 ο ανιψιός του, Βασίλειος Χαλεπάς, έκανε αίτηση για δάνειο στην Τράπεζα της Ελλάδος για την ανέγερση ξεχωριστού ορόφου, όπου θα τοποθετούνταν τα έργα του γλύπτη. Η αίτηση συνοδευόταν από επιστολή στήριξης με τίτλο «Περί της αξίας του έργου του Γιαννούλη Χαλεπά και της ανάγκης διαφυλάξεώς του», υπογεγραμμένη από προσωπικότητες του καλλιτεχνικού και ακαδημαϊκού χώρου, καθώς και από τον διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης, από τον Ιούνιο του 1949, Μαρίνο Καλλιγά. Οι ενέργειες που έγιναν όμως δεν είχαν αποτέλεσμα.
Θαυμαστής του έργου του Χαλεπά, ο Καλλιγάς ενδιαφέρθηκε αμέσως για την απόκτηση γλυπτών του. Με τον τρόπο αυτό, και αφού οι προσπάθειες για την ανέγερση εργαστηρίου και τη μετατροπή του σε μουσείο δεν είχαν αποτέλεσμα, η Πινακοθήκη θα συνέβαλε στη διάσωση έργων του γλύπτη και συγχρόνως η συλλογή γλυπτικής θα εμπλουτιζόταν με μερικά από τα πιο αξιόλογα έργα της νεοελληνικής γλυπτικής.
Η Πινακοθήκη όμως δεν μπορούσε να διαθέσει χρήματα για αγορά και έτσι ο Καλλιγάς απευθύνθηκε στους διοικητές της Εθνικής Τράπεζας, Γεώργιο Πεσμαζόγλου, και της Τράπεζας της Ελλάδος, Γεώργιο Μαντζαβίνο. Στην έκκλησή του ανταποκρίθηκε ο Γεώργιος Μαντζαβίνος και η Τράπεζα της Ελλάδος διέθεσε το ποσό, με το οποίο αγοράστηκαν από τον ανιψιό του γλύπτη, Βασίλειο Χαλεπά, δέκα γλυπτά, ένα σχέδιο και ένα κατάστιχο με σχέδια, τα οποία παρελήφθησαν στις 20 Μαΐου 1950.
Τα έργα αυτά, μαζί με το «Κεφάλι σατύρου» του 1878, που είχε επίσης δωρίσει η Τράπεζα της Ελλάδος, το 1937, και τον «Σάτυρο που παίζει με τον Έρωτα» (1877), δωρεά των κληρονόμων του Άγγελου Κανελλόπουλου το 1950, αποτέλεσαν τον πρώτο αντιπροσωπευτικό πυρήνα έργων του γλύπτη, που εμπλουτίστηκε στη συνέχεια με δωρεές και αγορές, ώστε σήμερα οι συλλογές της Πινακοθήκης να περιλαμβάνουν 22 γλυπτά, 27 σχέδια, ένα κατάστιχο με 45 σχέδια και ένα μπλοκ τηλεγραφημάτων με 45 σχέδια, παρουσιάζοντας μια ικανοποιητική εικόνα της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γιαννούλη Χαλεπά.