EL.
Μία αθηναϊκή ιστορία, φόρος αγάπης στην ταινία του Luis Buñuel (από την μεξικανική περιοδό του)
Κατέβηκαν κι οι δύο στη στάση του ΟΤΕ και πάτησαν ταυτόχρονα το πεζοδρόμιο. Η διαδρομή αναμενόμενη, περίμενε και θα τη δεις να στρίβει δεξιά στη Χέϋδεν και να κατεβαίνει μετά τις σκάλες του Ηλεκτρικού. Το ίδιο θα είχε κάνει κι αυτός αν δεν υποχρεωνόταν τώρα να πάρει αριστερά την Γ' Σεπτεμβρίου και πάλι αριστερά τη Γκυϊλφόρδου, στη γωνία με το ζαχαροπλαστείο. Και να ήθελε όμως δεν την προλαβαίνει τώρα, τη βλέπει από μακριά ν' ανοίγει κιόλας τη βαριά πόρτα, εκεί στα μισά του στενού δρόμου, και να εξαφανίζεται, αδιαφορώντας για το σφύριγμα που ακούστηκε. Δύο οικοδόμοι, νέα παιδιά, σκασμένοι στα γέλια, φαντασιώνουν το κορίτσι πίσω από τη μαύρη πόρτα. Το κτήριο δεν έχει μυστικά : Capella SS Francesco e Chiara, μία λειτουργία την Κυριακή στις 9 κι άλλη μία στις 11.
Απέναντι ακριβώς ήταν το Paolo's Hotel (σήμερα Zorbas) που νοίκιαζε δωμάτια με το μήνα, κυρίως σε Φιλιπιννέζες. Αυτό με τους καθρέπτες που έπιαναν όλο τον τοίχο ήταν άλλο, επίσης νεοκλασσικό, σε πολύ κοντινή ακτίνα σίγουρα, και μάλλον επί της Γ' Σεπτεμβρίου. Τον είχε πάει κάποτε εκεί η 'Ισιδα, μαθήτρια ακόμη, με γνώσεις ανυποψίαστες και οπωσδήποτε τολμηρή. Αμάθητος στα ξενοδοχεία, δεν είχε εμπνευστεί καθόλου από τους καθρέπτες. Κι από τις εκκλησίες σχεδόν αμάθητος, δίσταζε ακόμη. Η ώρα περνούσε. Πήρε θάρρος. 'Oσοι πιστοί προσέλθετε... 'Ανοιξε την πόρτα, ανέβηκε μερικά σκαλιά ... και την είδε. Είχε γονατίσει κάτω με τα χέρια ενωμένα και απλωμένα μπροστά της σε προσευχή, το κεφάλι σκυφτό, απόλυτα δοσμένη. Δεν προχώρησε άλλο, έμεινε εκεί, συγκλονισμένος. Ποτέ δεν θα είχε φανταστεί αυτό το κορίτσι έτσι πεσμένο στα πατώματα μιας εκκλησίας.
'Ηταν ο μόνος παρείσακτος εκεί, ο ιερέας και ο νεοκόρος τον κοιτούσαν απορημένοι και επίμονα από το βάθος του άδειου ακόμη ναού τους. Είχε παραλείψει να κάνει το σταυρό του μπαίνοντας, ένα πρόσθετο σφάλμα. 'Εκανε γρήγορα μεταβολή. Πήγε μέχρι τη διπλανή πολυκατοικία, στάθηκε εκεί και περίμενε πάλι, τι, ούτε κι αυτός ήξερε. 'Ενας ταξιτζής βγήκε από τ' αμάξι του. Είχε σταθμεύσει στο απέναντι πεζοδρόμιο του ξενοδοχείου. 'Αλλος ένας στην αναμονή. Παράξενη σίγουρα κι ακατανόητη αυτή η σκηνή που μόλις είχε δει, αναγνώριζε όμως και μια ρομαντική υπόσταση στην τόση προσηλωσή της ("η Μιρέιγ είναι ένα ρομαντικό κορίτσι, απλό, ντροπαλό, και μόνο, πολύ μόνο"). Δεν ήταν άλλωστε η πρώτη φορά που με ανάλογη παρόρμηση είχε εισβάλει σε εκκλησία.
Στο μεταξύ, στο Paolo's, στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου, ακούστηκαν άλλα γέλια. Εμφανίστηκε μία Φιλιπιννέζα, μετά μια άλλη. Αν μοιράζονταν το δωμάτιο ίσως να μοιράζονταν και κάτι ακόμη, επειδή κάθε τόσο έριχναν κι από μια ματιά στο δρόμο, πότε η μία και πότε η άλλη, πότε και οι δύο μαζί, όση ώρα φτιάχνονταν και ντύνονταν. Σ' αυτό το δρόμο φαίνεται τελικά πως όλοι κάτι περιμένουν. Τις χάζευε, αλλά γι' αυτές ήταν σαν να μην υπήρχε. Τις χάζευε κι ο γειτονάς τους που βγήκε στο διπλανό μπαλκόνι ακούγοντας τα γέλια και τη φασαρία, αλλά ούτε και σ' αυτόν έδωσαν κάποια σημασία.
'Εχασε τη συνέχεια με τις δύο Φιλιπιννέζες αλλά πρόλαβε να δει τον πελάτη του ταξιτζή. 'Εναν άντρα γύρω στα 35, με σπασμένο πόδι, μάλλον 'Ελληνα, που τον συνόδευε μία Φιλιπιννέζα, άλλη απ' αυτές που είχε δει. Μπήκαν και οι δυό στο ταξί. Στην εκκλησία, οι πιστοί, ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, είχαν αρχίσει να μαζεύονται. Κόντευε 11, η ώρα της δεύτερης λειτουργίας, κι έτσι βρήκε την ευκαιρία να καλυφτεί πίσω από μια μάνα που έσερνε την κόρη της. Ο καλύτερος τρόπος για να περάσει απαρατήρητος, να παριστάνει κοντά τους τον γιό και τον αδερφό. Εν αγνοία τους, θα τηρούσε το ίδιο πρωτόκολλο μ' αυτές.
Αφού σταυροκοπήθηκε ευσυνείδητα αυτή τη φορά, αν και πολύ αδέξια, μπερδεύοντας τον καθολικό με τον ορθόδοξο τρόπο, πήγε και κάθισε δίπλα σ' έναν γέρο μόνο του, σχεδόν κολλητά, για να βρίσκεται πιο κοντά στην έξοδο. 'Ετσι στριμωγμένος ανάμεσα σ' αυτόν και τον τοίχο, μπορούσε να βλέπει την πλάτη της στην μπροστινή σειρά, από την άλλη όμως πλευρά του διαδρόμου. Ο ιερέας ετοιμαζόταν. Τον βοηθούσαν στο πίσω δωμάτιο να φορέσει το λευκό του άμφιο. Η λειτουργία άρχισε. Σηκωνόταν και καθόταν στο ρυθμό των υπολοίπων. Οι περισσότεροι ήξεραν απ' έξω τα επιλεγμένα εδάφια και μουρμούριζαν συγχρόνως με τον ιερέα. 'Αρχισε να δυσφορεί και να μετανοιώνει. Αδύνατο να υπομείνει όλο αυτό, έτσι καθηλωμένος, δύο ολόκληρες ώρες. Τότε πρόσεξε πως κάποιοι - εκείνη πάντως όχι - κρατούσαν στα χέρια τους ένα μικρό κόκκινο βιβλιαράκι που είχαν δανειστεί στην είσοδο. Του φάνηκε καλή ιδέα. 'Αφησε τη θέση του, πήρε κι αυτός ένα κι έψαξε στο ιταλικό κείμενο να δει που είχαν φτάσει. Ανακάλυψε το σημείο, αλλά μετά το έχανε συνέχεια, ίσως να πηδούσαν παραγράφους. Η λειτουργία ολοκληρώθηκε μέσα σε μια ώρα, και ο ιερέας, προς μεγάλη του ανακούφιση, τους κάλεσε όλους να πάνε στην ευχή του Θεού και ad Pacem.
'Οταν σηκώθηκαν όλοι, την άφησε να περάσει μπροστά. Στην έξοδο, αναγκάστηκε να βουτήξει κι αυτός το χέρι του στο αγίασμα, αλλά βουτώντας το όλο μέσα, η αίσθηση του θολού νερού που το είχαν ανακατέψει τόσα χέρια του έφερε αναγούλα. Η ακολουθία των πιστών γέμιζε σιγά-σιγά το δρόμο. Την είδε να στέκεται στο πεζοδρόμιο, σα να περίμενε κάποιον. Περνώντας από δίπλα της, συνέβη αυτό που ήλπιζε. Γύρισε και τον κοίταξε. Από πολύ κοντά ("τρέχοντας πήγε κοντά στον Πιέρ. Κοιτάχτηκαν χαμογελώντας"). Τώρα έβλεπε κι αυτός τα μάτια της. Απομακρύνθηκε γρήγορα και βγήκε στην Πατησίων. Την έχασε για λίγο, ίσως για πάντα σκέφτηκε, αλλά μετά διαπίστωσε πως ακολουθούσε κι εκείνη σε μικρή απόσταση, μόνη της. Αν περίμενε κάποιον στην εκκλησία, δεν τον περίμενε για πολύ. Την άφησε να τον προσπεράσει. 'Αφησαν πίσω τους τον ΟΤΕ, πέρασαν και τη στάση, πηγαίνοντας προς Πατήσια.
Η δεύτερη, προμελετημένη συνάντηση, έγινε μεταξύ Αγγελοπούλου και Κεφαλληνίας. 'Ενα τρόλλεϋ περνούσε απέναντι, έτρεξε να το πάρει για να κατέβει στην επόμενη στάση, ώστε να ξαναδιασχίσει την Πατησίων και να φανεί πως έρχεται από μακριά από το ίδιο πεζοδρόμιο ! Μέσα από το παράθυρο του τρόλλεϋ, την είδε να περπατάει αμέριμνη, χαζεύοντας τις βιτρίνες. Διασταυρώθηκαν σε ένα σημείο χωρίς βιτρίνες, πάνω σε μια διάβαση, κι έτσι αναγκαστικά τον αντιλήφθηκε ("φοβήθηκα τόσο πολύ πως δεν θα σε ξανάβλεπα. Κι ύστερα είδα το φως στη θάλασσα"). Εκείνος συνέχισε για λίγο κι έπειτα πέρασε πάλι απέναντι, για ν' ακολουθήσει την ίδια παράλληλη διαδρομή. Στο επόμενο φανάρι, άλλαξε όμως κι εκείνη πεζοδρόμιο. Υποθέτοντας λογικά πως δεν θ' αργούσε να κόψει μέσα από την Κυψέλη - από το τρόλλεϋ της Κυψέλης είχαν κατέβει πριν και οι δύο - έστριψε στον πρώτο κάθετο δρόμο και βγήκε στη Δροσοπούλου. Εκεί χρειάστηκε να τρέξει λίγο για να καλύψει χρονικά την επί πλέον απόσταση που είχε διανύσει. Σ' αυτό το σημείο, υπολόγιζε πως τώρα θα πορεύονταν παράλληλα, εκείνη στην Πατησίων, εκείνος στην Δροσοπούλου. Πέρασε ένα στενό, κι έπειτα ακόμη ένα, κι αποφάσισε να στρίψει στο τρίτο προς τα κάτω. Δεν την είχε εντοπίσει στα προηγούμενα ανοίγματα των δρόμων και διατηρούσε έτσι την ελπίδα πως κάπου θα την πετύχαινε πάλι αν αυτός κατηφόριζε προς την Πατησίων κι εκείνη δεν είχε στρίψει πιο πριν. Είχε υπολογίσει δαιμωνικά σωστά. Με το που έστριψε στη γωνία έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλον. Και οι δύο ταράχτηκαν. Τον κοίταξε τρομαγμένη, ασφαλώς επηρεασμένη από την προηγούμενη θρησκευτική αυθυποβολή. Η δική του ταραχή είχε και μια δόση διαβολικού θριάμβου. Δεν θέλησε να το παρατείνει, δεν είχε νόημα να παριστάνει κι άλλο το φάντασμα. Κρυμμένος πίσω από ένα φορτηγό, την είδε να φτάνει ψηλά στην ανηφόρα και τότε μόνο να κοντοστέκεται στη γωνία, να κοιτάει πίσω της και να ψάχνει με το βλέμμα της μία εξήγηση υλική.
..................................................................
Την επόμενη Κυριακή, δεν ήρθε στην εκκλησία. 'Ηταν η Κυριακή που άλλαξε η ώρα.