Ελάχιστα πράγματα σημάδεψαν τόσο βαθιά τον ανθρώπινο ψυχισμό όσο η μετάβασή του από τη φυσική σε μια πολιτισμική κατάσταση, σύμφωνα με τον σπουδαίο ανθρωπολόγο Κλοντ Λεβί-Στρος.
Εγκαταλείψαμε ή δαμάσαμε τη φύση για να ζήσουμε καλύτερα: πιο προστατευμένοι, πιο ασφαλείς, πιο υγιείς. Οικοδομήσαμε ελεγχόμενα περιβάλλοντα, νικήσαμε το κρύο, το σκοτάδι, τους ρύπους, τις αρρώστιες. Θεσπίσαμε νόμους, ρυθμίσαμε τη συνύπαρξή μας σύμφωνα με κανόνες, απαγορεύσεις και πρωτόκολλα. Όσο κι αν πασχίσαμε, όμως, όσα τείχη κι αν υψώσαμε, όσες θεραπείες κι αν επινοήσαμε, το τραύμα αυτού του αποχωρισμού δεν επουλώθηκε ποτέ. Η ρήξη μας με τον φυσικό κόσμο προκάλεσε βαθιά δυσφορία στην ψυχή μας.*
Η λέξη «δυσφορία» παραπέμπει φυσικά στον Φρόιντ, στο εμβληματικό έργο του οποίου υποστηρίζεται ξεκάθαρα ότι το τίμημα του «εκπολιτισμού» μας ήταν η καταπάτηση των ενστίκτων μας και κατ’ επέκταση η διαστρέβλωση της φύσης μας, της ζωώδους καταγωγής μας – μια διαδικασία αφύσικη που οδήγησε τον σύγχρονο άνθρωπο σε εσωτερική απορρύθμιση, διαρκή μελαγχολία, νεύρωση, ή αλλιώς δυστυχία.
Το ασυνείδητο είναι πανίσχυρο. Δεν ηττάται ούτε φιμώνεται. Θα εντοπίσει τη χαραμάδα, θα αναδυθεί, θα αποσυντονίσει ακόμα και την πιο τακτοποιημένη ζωή. Εκεί όπου όλα μοιάζουν άψογα εναρμονισμένα, εκεί όπου η καθημερινότητα εκτυλίσσεται με σταθερούς ρυθμούς, ευλογημένη με κοινωνική αναγνώριση, βραβεία και διακρίσεις, μ' έναν επιτυχημένο γάμο, με μια υγιή σεξουαλική σχέση.
Δεν υπάρχει τίποτε στη μακροχρόνια συνύπαρξη του Μάρτιν και της Στήβι Γκρέι, στη Γίδα του Έντουαρντ Άλμπι, που να προδίδει σημάδια κόπωσης, αδιαφορίας, δυσαρέσκειας ή κακοπιστίας. Μετά από είκοσι χρόνια γάμου, οι ήρωες δηλώνουν ακόμη ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλον, απόλυτα ικανοποιημένοι από τον κοινό βίο, την πορεία και τις κατακτήσεις τους.
Η Γίδα του Άλμπι, αυτό το πολυσήμαντο και τολμηρό κείμενο, δεν αφήνει τον θεατή να ησυχάσει: τραβάει διαρκώς το χαλί κάτω από τα πόδια του, τον πετάει από την κωμωδία στη φρίκη, από τη γελοιότητα στην απελπισία, ανατρέχει ακόμα στις απαρχές της τραγωδίας, στην περίφημη «ωδή των τράγων», στην εποχή δηλαδή που ξεκίνησε, σε θεατρικό επίπεδο, η προσπάθεια του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τον αποξενωμένο εαυτό του.
Γι' αυτό και όταν σκάσει η βόμβα δεν βρίσκουν από πουθενά να πιαστούν. Το ρήγμα είναι απότομο, βίαιο, ολέθριο. Καταργεί όλα τα κεκτημένα, όλες τις καθιερωμένες θέσεις και τις ασφαλιστικές δικλίδες.
Κινείται πέρα από τη λογική, πέρα από τη φαντασία, πέρα από κάθε κοινωνικό και διαπροσωπικό συμβόλαιο. Αφήνει τους εμπλεκόμενους μετέωρους, γυμνούς, παροπλισμένους, απόλυτα αιφνιδιασμένους.
Καμία διαπραγμάτευση, καμία εξήγηση, καμία νοητική κατασκευή δεν μπορεί να χωρέσει το αδιανόητο. Ο καταξιωμένος Μάρτιν, ο βραβευμένος και εύπορος αρχιτέκτων, ο καλός σύζυγος και πατέρας, ο άνδρας που απέκτησε όλα αυτά για τα οποία αγωνίστηκε, έχοντας στο πλάι του μια τρυφερή, ευαίσθητη και ευφυή σύντροφο, βρίσκεται τώρα στριμωγμένος στη γωνία, δακτυλοδεικτούμενος, στιγματισμένος σαν τον χειρότερο εγκληματία.
Σήμερα δεν είναι τίποτε απ' όσα ήταν μέχρι χθες· τώρα πια είναι μόνον ένα πράγμα, τρομακτικό, γκροτέσκο και μολυσμένο: ένας κτηνοβάτης. Ο άνδρας που κάνει σεξ με μια γίδα. Αυτός που παραβίασε ένα από τα ιερότερα ταμπού, που αψήφησε τον ίδιο τον ορισμό του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Γιατί οι άνθρωποι δεν τα κάνουν αυτά. Μονάχα οι αρρωστημένοι παραδίδονται σε τέτοιες διεστραμμένες πράξεις.
Πώς να σταθεί κανείς απέναντί του; Τι είδους κατανόηση να επιδείξει απέναντι σε έναν άνθρωπο που δηλώνει σοβαρά και αμετανόητα ερωτευμένος με μια γίδα;
«Κι αισθάνθηκα... μια έκσταση και μιαν αγνότητα κι έναν... έρωτα α-φά-ντα-στο, που δεν συγκρίνεται με τίποτα, τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του!» λέει στη γυναίκα του, ανακαλώντας την πρώτη και μοιραία συνάντηση με την τετράποδη αγαπημένη του.
«Καταλαβαίνεις;» τη ρωτάει ο Μάρτιν με απόγνωση. «Δεν καταλαβαίνεις το... δεν καταλαβαίνεις "αυτό" που μου συνέβη; Τι δεν καταλαβαίνετε όλοι σας;».**
Η Στήβι αδυνατεί, προφανώς, να καταλάβει. Η γυναίκα που εδώ και δύο δεκαετίες ορίζεται και καθορίζεται από το ερωτικό βλέμμα του άνδρα της, που οικοδόμησε ένα ολόκληρο σύμπαν γύρω του, έφερε στον κόσμο το παιδί του κι ένιωθε πλήρης μέσα στην αγάπη τους, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με την πιο φριχτή απώλεια. Όχι μόνο του δεσμού που έδινε νόημα στην ύπαρξή της αλλά και της ίδιας της ταυτότητάς της.
«Να μ' αγαπάς όπως ένα ζώο, ισάξια, αυτό δεν διορθώνεται» λέει στον Μάρτιν. Σε μια ύστατη απόπειρα επανάκτησης της ταυτότητάς της, η ηρωίδα καταφεύγει στον σφαγιασμό της αντιπάλου της. Ενεργοποιεί την πιο πρωτόγονη πλευρά του εαυτού της, αυτή που δεν εξημερώθηκε ποτέ από κανένα εκπαιδευτικό σύστημα. Πού μπορεί να πάει μετά από αυτό; Τι υπάρχει μετά το σημείο μηδέν;
Η Γίδα του Άλμπι, αυτό το πολυσήμαντο και τολμηρό κείμενο, δεν αφήνει τον θεατή να ησυχάσει: τραβάει διαρκώς το χαλί κάτω από τα πόδια του, τον πετάει από την κωμωδία στη φρίκη, από τη γελοιότητα στην απελπισία, ανατρέχει ακόμα στις απαρχές της τραγωδίας, στην περίφημη «ωδή των τράγων», στην εποχή δηλαδή που ξεκίνησε, σε θεατρικό επίπεδο, η προσπάθεια του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τον αποξενωμένο εαυτό του.
Μέσα από αυτές τις ατραπούς των ευαίσθητων υφολογικών διακυμάνσεων κινήθηκαν με αυτοκυριαρχία οι ηθοποιοί της παράστασης που παρακολουθήσαμε στο θέατρο «Θησείον».
Χωρίς να φοβηθούν το κωμικό στοιχείο, το ενσωμάτωσαν οργανικά στη ροή, ενώ ταυτόχρονα έμειναν αφοσιωμένοι στον απώτερο στόχο τους, τη μετάδοση μιας ακραίας συναισθηματικής και ψυχολογικής κατάστασης που δοκιμάζει τις αντοχές όλων μας.
Το αποτέλεσμα είναι συμπαγές και εύρωστο. Δίχως αμφιβολία, όμως, η σπαρακτική ερμηνεία του Νίκου Κουρή ως Μάρτιν είναι αυτό που εκτοξεύει την παράσταση σε ένα επίπεδο σπάνιας συγκινησιακής φόρτισης.
Μαζί του διανύουμε όλη την οδυνηρή διαδρομή του ήρωα: από τη βασανιστική ενοχή στην απελευθερωτική εξομολόγηση, από την ταραγμένη εγκράτεια στην τρικυμιώδη υπερχείλιση των συναισθημάτων και στον υπαρξιακό σπαραγμό του τέλους.
Κομψός μέσα στο βραδινό κοστούμι του, ο ηθοποιός δίνει από την αρχή τα πρώτα σήματα του εσωτερικού αναβρασμού που τον ταλανίζει: ανήσυχος, νευρικός, σαν να μην μπορεί να βρει πουθενά ηρεμία, σε καμία θέση, μαζεύει εμμονικά τη φράντζα του, σφίγγει τα μάτια του, δένει γελοιωδώς κοντή τη γραβάτα του, ένας άνθρωπος που σιγοψήνεται στην αποφορά των μυστικών του.
Παλεύει με την απέχθεια που εκπορεύεται από τα μάτια των αγαπημένων του, υψώνει το ανάστημά του και υπερασπίζεται το πάθος του. «Είμαι μόνος μου!» φωνάζει με αγωνία λίγο πριν από το τέλος και κλοτσάει με μανία τους τοίχους του γυάλινου κλουβιού, μέσα στο οποίο βρίσκονται εγκλωβισμένοι οι ηθοποιοί καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης.
Η σκηνή αυτή είναι από τις συγκλονιστικότερες που έχω δει στο θέατρο: μια εμπύρετη μεταφορά για την ανθρώπινη κατάσταση, την τελεσίδικη και αθεράπευτη μοναξιά που μας κατατρύχει και δεν εξορκίζεται όσο κι αν γρονθοκοπούμε το σκοτάδι γύρω μας.
Οι άναρθρες, ζωώδεις κραυγές του ηθοποιού έρχονται να επιβεβαιώσουν την κάθοδο σε ένα εξω-ανθρώπινο στάδιο, εκεί όπου ο λόγος ούτε να αρθρωθεί μπορεί αλλά ούτε και να παρηγορήσει.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου δίνει τη δική της μάχη ως Στήβι, δεν καταφέρνει όμως να μεταδώσει πλήρως την αίσθηση μιας γυναίκας που βλέπει τη ζωή να γκρεμίζεται μπροστά στα μάτια της.
Εξαιρετικά συμπαθής ο νεαρός Μιχαήλ Ταμπακάκης στον ρόλο του γιου, εκπέμπει όλη την αθωότητα ενός πληγωμένου εφήβου, ενώ ταυτόχρονα επιδεικνύει μια υποκριτική εγκράτεια που δεν τον αφήνει να χάσει το μέτρο.
Ακατέργαστος ο Ρος του Γιάννη Δρακόπουλου, δεν προσέδωσε στον ρόλο του υποκριτή φίλου τη δυναμική που θα του άρμοζε.
Μεγαλύτερο μειονέκτημα της παράστασης, όμως, θα έλεγα πως είναι η διαρρύθμιση του σκηνικού χώρου: η τοποθέτηση των θεατών γύρω από τις τέσσερις πλευρές της γυάλινης κατασκευής που βρισκόταν στο μέσον της σκηνής είχε ως αποτέλεσμα να βλέπουμε για μεγάλα διαστήματα την πλάτη των ηθοποιών, και μάλιστα σε στιγμές κρίσιμης αντιπαράθεσης, όταν αποζητάει κανείς την άμεση σύνδεση με το πρόσωπο που μιλάει.
Το γυάλινο κλουβί καθαυτό υπηρετεί γόνιμα και ευφάνταστα τους στόχους του κειμένου και της σκηνοθεσίας, αλλά τα σκηνικά αντικείμενα που περιλαμβάνει εκπέμπουν αίσθηση προχειρότητας, σημειώνοντας σημαντική αισθητική έκπτωση στην όψη του εγχειρήματος (σκηνογραφία: Αρετή Μουστάκα).
Info
Έντουαρντ Άλμπι - Η Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;
Μετάφραση - Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Παίζουν: Νίκος Κουρής, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιάννης Δρακόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης
Θέατρο Θησείον
Έως 23 Απριλίου 2019
Δευτέρα 21:15 / Τρίτη 21:15
* George Steiner, «Η νοσταλγία του απόλυτου», εκδόσεις Άγρα
** Από τη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ, εκδόσεις Κέδρος.