Λίγες πολυκατοικίες στην Αθήνα εξακολουθούν να έχουν θυρωρό κι αυτό το κτίριο που σχεδιάστηκε και χτίστηκε το '57 από τον αρχιτέκτονα Ρέννο Κουτσούρη είναι ένα από αυτά. Αν και βρίσκεται στο Κολωνάκι, πλάι στην Ιταλική Πρεσβεία, έχει κανείς την αίσθηση της απομόνωσης και της ησυχίας.
«Αυτό ήταν που με κέρδισε» λέει η Όλγα κρατώντας ένα φλιτζάνι καφέ και αγναντεύοντας από το μπαλκόνι της τους όμορφους κήπους της πρεσβείας. Το διαμέρισμα που βρίσκεται επί της οδού Σέκερη κοιτάει στην πίσω μεριά και σε αυτή την περίπτωση αυτό είναι πλεονέκτημα.
«Έψαχνα να βρω σπίτι στο κέντρο από αγγελίες, μεσίτες και πολλές βόλτες στην Αθήνα και τελικά στάθηκα ιδιαίτερα τυχερή όταν, κάποια στιγμή, η μεσίτριά μου μού έδειξε αυτό. Το ερωτεύτηκα αμέσως. Είναι πολύ φωτεινό και έχει ωραία διαρρύθμιση που μου επιτρέπει να δουλεύω» λέει η Όλγα, η οποία, αν και μεγαλωμένη στην Κηφισιά, όταν επέστρεψε από τις σπουδές της στην Αγγλία και τις ΗΠΑ, δεν ήθελε να μένει πια στα προάστια.
Στη δουλειά μου καταναλώνω τον κόσμο και τον μεταβολίζω με όλους τους δυνατούς τρόπους. Άλλοτε με χιούμορ και σαρκασμό και άλλοτε έντονα βιογραφικά, ως γυναίκα και καλλιτέχνις.
«Το σπίτι μου είναι το μέρος όπου μου αρέσει να απομονώνομαι και να δουλεύω, αλλά συγχρόνως και ο χώρος όπου μου αρέσει να έρχονται φίλοι μου και να περνάμε χρόνο μαζί. Για μένα είναι ένα σημείο έρευνας, έμπνευσης αλλά και το μέρος στο οποίο μαζεύω δυνάμεις» λέει.
Οι τοίχοι του σπιτιού είναι γεμάτοι με έργα δικά της αλλά και φίλων της εικαστικών, όπως ο Ηλίας Καφούρος και ο Χάρης Λάμπερτ. «Αυτά ήταν τα μοναδικά πράγματα που τοποθέτησα η ίδια στον χώρο, διότι για το στήσιμο του σπιτιού βασίστηκα πολύ στον αδελφό μου, τον Αρίστο, που είναι interior designer». Γι' αυτήν του τη δουλειά, μάλιστα, συμπεριλήφθηκε στο «Andrew Martin Annual Book Review».
Το τραπέζι μπροστά από τον καναπέ τής το πήρε, λέει, δώρο ο αδελφός της και είναι του βρετανικού οίκου Porta Romana. «Eίναι από μια συλλογή που δεν βγαίνει πλέον, οπότε μάλλον θεωρείται συλλεκτικό.
Οι κασέλες, η μία της εισόδου και η άλλη στον χώρο της τραπεζαρίας, είναι από τον οίκο του Andrew Martin, όπως και το ύφασμα με το οποίο είναι ντυμένος ο καναπές» λέει σχετικά με τις «πινελιές» του Αρίστου, ενώ απέναντι ανάβει η φωτεινή επιγραφή από την έκθεση «Loves Me, Loves Me Not» που είχε παρουσιάσει στο πλαίσιο του πρότζεκτ «You cannot hide for more than seven years» του Despoina Damaskou Architecture Studio.
Κάθεται για λίγο στο τραπέζι της τραπεζαρίας και ξεκινά να μιλάει για την εποχή που έκανε το μεταπτυχιακό της στο Parsons στη Νέα Υόρκη. Θυμάται ένα πρότζεκτ με τραπεζίτες που έκανε τότε, το 2009, όταν η κρίση στην Αμερική ήταν στο αποκορύφωμά της.
Πήγαινε, λοιπόν, στα σπίτια τους, τους φωτογράφιζε και τους τραβούσε ένα βίντεο του ενός λεπτού, ακίνητους με το κοστούμι τους, μέσα στον χώρο τους.
«Έβρισκα πολύ ενδιαφέρον το να παρατηρώ την αμηχανία τους αλλά και τους προσωπικούς τους χώρους, οι οποίοι ήταν, ως επί το πλείστον, αποστειρωμένοι και ουδέτεροι» λέει.
Το τραπέζι της τραπεζαρίας της δεν είναι καθόλου τυχαίο. «Το πήρα από το σπίτι της μαμάς μου και είναι δημιούργημα της κεραμίστριας Ελένης Βερναδάκη. Θαυμάζω πολύ τη δουλειά της και τη δεξιοτεχνία της και νιώθω πολύ τυχερή που έχω κομμάτι της δουλειάς της. Θυμάμαι να υπάρχει στο πατρικό μου απ' όταν ήμουν πολύ μικρή και γι' αυτό τον λόγο είναι ένα πολύ αγαπημένο μου αντικείμενο.
Άλλωστε, τα αντικείμενα που επιλέγουμε να τοποθετούμε στους προσωπικούς μας χώρους κρύβουν συνήθως και μια μικρή ιστορία ή μια ανάμνηση ή φέρουν κάποιο συναισθηματικό φορτίο.
Πάντως, τα περισσότερα αντικείμενα μέσα στο σπίτι μου είναι συναισθηματικά συνδεδεμένα με την οικογένειά μου. Είναι λίγο σαν να ζουν μαζί μου και είναι ωραίο αυτό με έναν τρόπο».
Η μητέρα της, λέει, που είναι κι εκείνη διακοσμήτρια, όπως και ο αδελφός της, έχει γεννηθεί στην Κένυα. Ίσως από κει προκύπτει η τάση της να μαζεύει διάφορα αφρικανικά αντικείμενα που βλέπεις μέσα στο σπίτι. Κυρίως μάσκες και υφάσματα.
«Έχω πάει μόνο στη νότια Αφρική. Έχω όμως έναν φίλο που μένει στην Ουγκάντα κι έχω πάρει από αυτόν κάτι υπέροχες παλιές μάσκες. Αυτή η μάσκα ξέρω ότι είναι από το Κονγκό και γι' αυτήν εδώ ξέρω ότι είναι φτιαγμένη από περιττώματα αγελάδας. Γιατί τις μαζεύω; Μου αρέσει η θεατρικότητά τους και όλες οι αναφορές για το πώς τις χρησιμοποιούσαν οι φυλές».
Από ένα δοκάρι στο ταβάνι έχει κρεμάσει ορισμένες που αγόρασε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της στη νότια Αφρική.
Ένα από τα πιο αγαπημένα της αντικείμενα είναι ένας σκύλος-παιχνίδι του 19ου αιώνα με κάπως άγρια όψη, κοκαλιάρης και φτιαγμένος από papier-mâché.
«Είναι γαλλικό μπουλντόγκ. Οι περισσότεροι φίλοι μου πιστεύουν ότι είναι κακάσχημο, αλλά εγώ το λατρεύω. Ίσως επειδή έχω μεγαλώσει με γαλλικά μπουλντόγκ – η μαμά μας είχε μια τρέλα με τη συγκεκριμένη ράτσα».
Λίγο παραδίπλα έχει ένα ζευγάρι ρωσικά στέφανα που βρήκε σε μια αντικερί. «Η γιαγιά μου, από τη μεριά του πατέρα μου, ήταν Ρωσίδα. Λες γι' αυτό να τα πήρα;» αναρωτιέται.
Εκτός από αυτά που είναι κρεμασμένα στους τοίχους, στον διάδρομο της εισόδου έχει στοιβαγμένα αρκετά από τα έργα της που περιμένουν να μεταφερθούν στο εργαστήριό της στην Κυψέλη, έναν χώρο που φτιάχνει αυτές τις μέρες.
«Όλα αρχίζουν και καταλήγουν στον υπολογιστή» ξεκινά να εξηγεί σχετικά με τον τρόπο τον οποίο δουλεύει. «Από την αρχική σύνθεση για τα κολάζ μέχρι τον σχεδιασμό των αναγραμματισμών των brands που ζωντανεύουν στη μεγάλη κλίμακα γλυπτών και φωτεινών επιγραφών».
Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο στα έργα της Όλγας είναι ότι πιάνεται από πράγματα καθημερινά, όπως τα συνθήματα που είναι γραμμένα στους τοίχους της πόλης και αντικατοπτρίζουν μια γενική σύγχρονη λαϊκή τάση, ή παίρνει τα λογότυπα γνωστών brands, δημιουργώντας ένα σχόλιο για το σήμερα. Η έννοια του καταναλωτισμού και του branding, άλλωστε, είναι ακόμα ένα βασικό στοιχείο της δουλειάς της.
«Στη δουλειά μου καταναλώνω τον κόσμο και τον μεταβολίζω με όλους τους δυνατούς τρόπους. Άλλοτε με χιούμορ και σαρκασμό και άλλοτε έντονα βιογραφικά, ως γυναίκα και καλλιτέχνις» λέει η ίδια.
«Όταν κάποια στιγμή βρέθηκα, μέσω ενός residency, στην Κωνσταντινούπολη, φωτογράφιζα τα συνθήματα στον δρόμο. Κάθισα μετά με έναν Τούρκο φίλο μου και μου έκανε τη μετάφραση. Ήθελα να μάθω τι λένε. Τα περισσότερα συνθήματα εκεί είναι πολιτικά, αλλά υπάρχουν και πολλά που αναφέρουν ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη. Αυτό το δίπτυχο το έχω παρουσιάσει και στο Μπενάκη» λέει και μου δείχνει ένα έργο μεγάλων διαστάσεων που είναι ακουμπισμένο στον τοίχο.
«Λέγεται "All the guys she's fucked" (Part1 & Part2) και βασίζεται σε ένα γκράφιτι που φωτογράφισα έξω από ένα σχολείο. Έχει το όνομα μιας κοπέλας, της Ashlin, και δίπλα σημειωμένα τα ονόματα και τις ηλικίες όλων των αγοριών με τα οποία έχει κάνει σεξ».
σχόλια