Από την πρώτη στιγμή που το πιάνεις στα χέρια σου, καταλαβαίνεις ότι το εικονογραφημένο μυθιστόρημα των Θανάση Πέτρου και Δημήτρη Βανέλλη με τη ζωή «του μύθου της νεοελληνικής γλυπτικής» Γιαννούλη Χαλεπά είναι ένα από τα πιο σημαντικά κόμικς που έχουν βγει ποτέ στην Ελλάδα. Εικαστικά είναι άψογο: εξαιρετικό σχέδιο, πίνακες που λειτουργούν ως «ιντρελούδια», κτίρια, πρόσωπα, περιβάλλον, όλα μελετημένα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, αλλά και εμβόλιμα αποσπάσματα από εφημερίδες της εποχής και επίσημα έγγραφα που πιστοποιούν τα γεγονότα της ζωής του Χαλεπά που αφηγούνται οι δύο δημιουργοί και το κάνουν ένα έργο ολοκληρωμένο για την πολύ ιδιαίτερη περίπτωση του σπουδαίου Έλληνα γλύπτη, που δύσκολα ξεχωρίζεις πού τελειώνει η ιδιοφυΐα και πού ξεκινάει η παράνοια.
Το μικρού μεγέθους (για κόμικ) «Γιαννούλης Χαλεπάς» είναι μία πολυτελής έκδοση 176 σελίδων με σκληρό εξώφυλλο και σκίτσο ασπρόμαυρο του Θανάση Πέτρου με αποχρώσεις του γκρι που παραπέμπει στα χρώματα του σμιλεμένου μάρμαρου, χωρισμένη σε τρία κεφάλαια με τίτλους «Ελπίδες», «Άβυσσος» και «Ανάσταση». Η ιστορία ξεκινάει το καλοκαίρι του 1915, όταν ο ανώνυμος (;) αφηγητής φτάνει για πρώτη φορά στον Πύργο της Τήνου. Αφού κάνει μια μεγάλη βόλτα στα λατομεία μαρμάρου και στα μαρμαράδικα, κάθεται σε ένα καφενείο για να ξεκουραστεί κι εκεί ανακαλύπτει έκπληκτος ότι ο γέρος που στέλνουν να φέρει νερό είναι ο «σαλεμένος» μπάρμπα-Γιαννούλης, «ο κάποτε γνωστός σ' όλη την Αθήνα», ο μεγάλος γλύπτης που είχε εξαφανιστεί πριν από πολλά χρόνια και πίστευε ότι ήταν νεκρός.
Το άγαλμα της «Ωραίας Κοιμωμένης», που έγινε το πιο διάσημο έργο του, ήταν η αρχή μιας εκρηκτικής κατάστασης που άρχισε να βιώνει με εκρήξεις οργής, παράνοιας και τρέλας.
Όταν επιστρέφει στην Αθήνα ξεκινάει ολόκληρη έρευνα για να βάλει στη σειρά τα κομμάτια της ζωής του Χαλεπά, ψάχνει σε βιβλιοθήκες ξεθάβοντας παλιές εφημερίδες και περιοδικά τέχνης, μιλάει με καθηγητές στη Σχολή Καλών Τεχνών που ήταν κάποτε συμμαθητές του Χαλεπά και ξεκινάει να διηγείται την ιστορία του από την αρχή. Από το 1851, όταν γεννιέται στον Πύργο, ο πιο μεγάλος από έξι παιδιά. «Ο πατέρας του όπως και πρόγονοί του είχε μαρμαράδικο με καλή δουλειά. Να φανταστείτε, είχε υποκαταστήματα στην Τήνο, στο Βουκουρέστι και στον Πειραιά».
Ο Γιαννούλης ήθελε από μικρός να γίνει γλύπτης, αλλά όταν έγινε 15 ο πατέρας του τον έστειλε με το ζόρι να γίνει έμπορος. Πήγε στην Εμπορική σχολή Ερμούπολης, τα παράτησε, μετά τον έβαλαν να δουλέψει στο κατάστημα του Λάζαρου Γαΐτη, έφυγε κι από κει και με το πείσμα του κατάφερε να πείσει τους γονείς του ότι θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη. Έτσι, το 1869, όταν ο Γιαννούλης ήταν 18, ολόκληρη η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα, στην οδό Μαυρομιχάλη. Με την επιμονή του γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών (που τότε ονομαζόταν Το Σχολείο των Τεχνών) και είχε δασκάλους τον Νικηφόρο Λύτρα και Λωνίδα Δρόση.
Εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα (που τη λάτρεψε) ήταν τα καλύτερα της ζωής του, από τα λίγα ευτυχισμένα του: Ήταν ο καλύτερος μαθητής στη σχολή του, είχε παρέες, όρεξη για δουλειά και η καλλιτεχνική ζωή του ξεκινούσε πολύ ελπιδοφόρα. Κατάφερε και πήρε μία υποτροφία από το Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας της Τήνου για να πάει για δύο χρόνια στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου και το 1873 βρέθηκε στο Μόναχο, κι ως μεγάλο ταλέντο άρχισε να διακρίνεται, παρόλο που ήταν μικρότερος από πολλούς συμμαθητές του.
Τα χρόνια στο Μόναχο δεν ήταν εύκολα, οι συνθήκες που ζούσε ήταν πολύ φτωχικές, αλλά ήρθε πρώτος σε έναν διαγωνισμό με θέμα την «πριγκίπισσα του Ρήνου» και δημιουργικά είναι σε μεγάλη φόρμα. Φιλοτεχνεί έναν «Σάτυρο» και το γλυπτό «Φιλοστοργία» και εκθέτει με επιτυχία σε μεγάλη έκθεση του Μονάχου.
Κι ενώ στο Μόναχο διέπρεπε, τον θαύμαζαν και τον βράβευαν, στην Ελλάδα τον απέρριπταν επιδεικτικά. Ο πρώτος «Σάτυρος» και η «Φιλοστοργία» απορρίφθηκαν από την έκθεση των Αθηνών το 1875. Το χειρότερο όμως ήταν ότι του έκοψαν την υποτροφία, δίνοντάς τη σε έναν φοιτητή μηχανικής, αναγκάζοντάς τον να γυρίσει στην Ελλάδα. Ο ίδιος ο διευθυντής της Βασιλικής Ακαδημίας του Μονάχου, ο Carl von Piloty ζήτησε από τον χορηγό, τον ναό της Ευαγγελιστρίας Τήνου, να μη διακόψει την υποτροφία στον «προικισμένο με εξαιρετικά χαρίσματα Τήνιο σπουδαστή», αλλά δεν εισακούστηκε. Ο Χαλεπάς βρέθηκε για λίγο καιρό στο Βουκουρέστι, βοηθώντας τον πατέρα του στην κατασκευή επιτάφιων αγγέλων και μετά γύρισε στην Τήνο.
Το 1876 νοίκιασε ένα ατελιέ στην αρχή της οδού Μητροπόλεως και ρίχνεται με τα μούτρα στη δουλειά, σύντομα όμως μετακομίζει στο σπίτι που είχε χτίσει πρόσφατα ο πατέρας του στην αρχή της οδού Μαυρομιχάλη. Εκεί τον επισκέφτηκε η κυρία Αφεντάκη για να της παραγγείλει μία προτομή για το μνήμα της κόρης της Σοφίας που είχε πεθάνει πολύ νέα. Ο Χαλεπάς δέχτηκε κι ανέλαβε την παραγγελία αντί 1.000 δραχμών.
Το άγαλμα της «Ωραίας Κοιμωμένης», που έγινε το πιο διάσημο έργο του, ήταν η αρχή μιας εκρηκτικής κατάστασης που άρχισε να βιώνει με εκρήξεις οργής, παράνοιας και τρέλας. Όταν η κυρία Αφεντάκη ζήτησε να κάνει μία αλλαγή στο έργο, βγήκε εκτός εαυτού και άρχισε να το καταστρέφει. «Εγώ είμαι ο καλλιτέχνης», της είπε, «εγώ ξέρω πώς πρέπει να γίνει, αν νομίζετε ότι εσείς ξέρετε καλύτερα από μένα, κάντε το μόνη σας! Η συμφωνία ακυρώνεται!». Η εξοντωτική δουλειά, η φυγή του από το Μόναχο, η ανεκπλήρωτη δίψα για τις εξελίξεις της γλυπτικής, αλλά και ο ατυχής έρωτάς του για μία κοπέλα τον οδήγησαν σε μία άβυσσο χωρίς επιστροφή.
Στο δεύτερο κεφάλαιο τα γεγονότα τα αφηγείται ο αδερφός του Χαλεπά, ο Νικόλας. Η κατάστασή του Γιαννούλη χειροτέρευε συνεχώς, τον χειμώνα του 1877 προς 1878 υπέστη νευρικό κλονισμό. Χωρίς κανέναν προφανή λόγο, άρχισε να καταστρέφει έργα του, ενώ επιχείρησε κατ' επανάληψη να αυτοκτονήσει. Οι γονείς του τον έστειλαν ταξίδι στην Ιταλία, για να συνέλθει, αλλά η θεραπεία ήταν μόνο πρόσκαιρη.
Με την επιστροφή του στην Ελλάδα άρχισαν ξανά τα συμπτώματα: καταβύθιση στη σιωπή, απομόνωση, παραμιλητό και αναίτιο γέλιο. Καθώς η κατάστασή του επιδεινώνονταν συνεχώς, το 1888, οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια» και οι δικοί του αποφάσισαν να τον κλείσουν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Στο Ψυχιατρείο, ο Χαλεπάς αντιμετωπίστηκε με τον σκληρό τρόπο που αντιμετώπιζαν όλους τους ψυχασθενείς την εποχή εκείνη: οι γιατροί και οι φύλακες είτε του απαγόρευαν να σχεδιάζει και να πλάθει, είτε του κατέστρεφαν οτιδήποτε εκείνος είχε δημιουργήσει και είχε κρύψει στο ερμάριό του. Λέγεται πως από όσα προσπάθησε να δημιουργήσει μέσα στο Ψυχιατρείο ένα μόνον έργο σώθηκε, κλεμμένο από κάποιον φύλακα και παραπεταμένο στα υπόγεια του ιδρύματος, όπου ξαναβρέθηκε τυχαία το 1942.
Το 1901 πέθανε ο πατέρας του και έναν χρόνο μετά η μητέρα του πήγε στο Ψυχιατρείο, για να τον πάρει πίσω μαζί της στον Πύργο της Τήνου. Στην Τήνο έζησε υπό την αυστηρή επιτήρηση της μητέρας του, η οποία πίστευε ότι ο γιος της τρελάθηκε από την τέχνη. Για τον λόγο αυτό, η μητέρα του δεν του επέτρεπε να ασχοληθεί ξανά με την γλυπτική, σε σημείο που, αν εκείνος έφτιαχνε κάτι στοιχειώδες με κάρβουνο ή πηλό, εκείνη το κατέστρεφε.
Όταν πέθανε η μητέρα του το 1916, ο Χαλεπάς είχε ξεκόψει παντελώς από την τέχνη του. Ζούσε πάμφτωχος βοσκώντας πρόβατα και φέροντας το βαρύ στίγμα του τρελού του χωριού. Βρήκε ωστόσο το κουράγιο και άρχισε ξανά να ασχολείται με την γλυπτική. Τα μέσα που διέθετε ήταν παντελώς πρωτόγονα και το επαρχιακό περιβάλλον εχθρικό προς κάθε αλαφροΐσκιωτο, αλλά εκείνος με πείσμα άρχισε να δημιουργεί, για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο.
Το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι η ανάσταση του Χαλεπά. Όχι μόνο καλλιτεχνικά, αλλά είναι η περίοδος που τον ανακαλύπτουν εκ νέου οι καλλιτεχνικοί κύκλοι της Αθήνας και επανέρχεται πανηγυρικά, ζώντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα στη δημιουργία και την απόλυτη αναγνώριση. Είχε βρει επιτέλους τη γαλήνη φιλοξενούμενος από την ανιψιά του.
Οι συνθήκες της δουλειάς του όμως παρέμεναν κάτι παραπάνω από δύσκολες. Τα προπλάσματα έσπαζαν τα καλοκαίρια από τη ζέστη και τον χειμώνα από το κρύο. Λένε ότι μέχρι το τέλος περίμενε το κράτος να του παραχωρήσει ένα εργαστήριο. Ήθελε να δουλέψει και πάλι μεγάλες συνθέσεις. Τον τιμούσαν όλοι, το εργαστήριο όμως δεν του παραχωρήθηκε ποτέ.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς πέθανε στις 15 Σεπτεμβρίου 1938. Τον Απρίλιο τον χτύπησε μια ημιπληγία και δεν μπόρεσε να σηκωθεί ξανά από το κρεβάτι.
Το graphic novel «Γιαννούλης Χαλεπάς, ο μύθος της νεοελληνικής γλυπτικής» των Θ. Πέτρου και Δ. Βανέλλη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.
σχόλια