Δεν ξέρεις τι να περιμένεις όταν πρωτοεπισκέπτεσαι έναν τόπο-μύθο της παιδικής σου ηλικίας. Παρέα με τα παιδιά του «Σινεμά» και με καθοδηγητή τον Γιώργο Τζιώτζιο, προσγειώθηκα το 1991 στις Κάννες. Έμενα μερικά χιλιόμετρα πιο μακριά, στο Bocca, για οικονομία.
Από τότε οι τιμές των ξενοδοχείων μέσα στη μικρή πόλη ήταν απαγορευτικές για κάποιον που πλήρωνε τα πάντα από την τσέπη του. Μετά τα τυπικά, τις διαπιστεύσεις και την εισαγωγική πλοήγηση, κατευθείαν για ταινίες. Η διαφορά ήταν πως το να μπεις με το δημοσιογραφικό πάσο στις προβολές της αγοράς, που προορίζονται για buyers και διανομείς, ήταν πολύ απλή υπόθεση. Σε μια πολυαίθουσα, που πλέον δεν υπάρχει, παίζαμε τις περιστρεφόμενες πόρτες: μπαίναμε σε μια ταινία, παρακολουθούσαμε όσο θέλαμε, ανάλογα με το πόσο μας ενδιέφερε, και συναντιόμασταν στους διαδρόμους, καθ' οδόν προς τη διπλανή, χωρίς να μας πολυνοιάζουν οι ενημερωτικές λεπτομέρειες.
Στις Κάννες δεν πρόλαβα να ξεκουραστώ ούτε να κουραστώ, από τη μανία να δω όσο αντέξω, λες και δεν θα ξαναπήγαινα, κάτι που δεν συνηθίζω σε ταξίδια − έχω την πεποίθηση πως θα επιστρέψω, και αποφεύγω τα χτυπητά μνημεία και τα μαρκαρισμένα αξιοθέατα.
Είχα δει το «Five Heartbeats», που εξιστορούσε, με αλλαγμένα τα ονόματα, την άνοδο του συγκροτήματος Temptations, και την είχα καταβρεί, απορώντας στη συνέχεια γιατί δεν βρέθηκε κανείς να την αγοράσει για την Ελλάδα. Αγνοούσα, φυσικά, το σύνηθες κάζο των μουσικών βιογραφιών στα ταμεία, ειδικά με «μαύρη» μουσική. Για να είμαι δίκαιος, οι περισσότερες από τις ταινίες που μισοείδα ήταν σκουπιδάκια ή αμελητέα προϊόντα, straight to video. Χάσιμο χρόνου!
Συνεχίζουν να βγαίνουν τέτοια, και μάλιστα μερικές εταιρείες τα προωθούν με γιγαντοαφίσες πέριξ του Κάρλτον, όχι για να τσιμπήσει ο τυχαίος διανομέας αλλά για υπεραξία, όταν θα τη δουν σε κάποια ψηφιακή πλατφόρμα αργότερα.
Ακόμα θυμάμαι τον πυρετό της ανακάλυψης ταινιών σαν κυνήγι θησαυρού στην προ Ιnternet και streaming εποχή. Πρέπει να είχα δει κανονικά 60 ταινίες, ολόκληρες, σε 13 ημέρες. Συν το ξενύχτι για φαγητό, κρασί και ανταλλαγές εντυπώσεων με ποτό στο Petit Carlton πριν από την ασίγαστη μόδα του Petit Majestic, μετά την ολοήμερη παραμονή στις Κάννες (για επιστροφή μέσα στη μέρα ούτε συζήτηση), με μοναδικό διάλειμμα δύο παρτίδες γιαμ, ένα παιχνίδι με πέντε ζάρια και πολύπλοκη βαθμολογία, ανάμεσα στις προβολές, στο πάτωμα του καφέ του Palais de Festival, με τη στραφταλιζέ μοκέτα και το μαύρο ντεκόρ, καθώς το βράδυ μεταμορφωνόταν στο κυριλέ μπαρ του καζίνο.
Καπαρντίνα μασούρι, νερά και σάντουιτς, μαζί με τα χαρτιά και τα περιοδικά, σε μια ασήκωτη τσάντα ώμου. Τα bonus πολυτελείας, μετρημένα. Εξαίρεση, το πάρτι για το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» σε μια κομψή βίλα ψηλά στις Κάννες, με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο να συζητά έχοντας τον νου του στο βραβείο, που ήρθε χρόνια αργότερα.
Τους σκηνοθέτες, τον Βέντερς και τον Σπάικ Λι, τους βλέπαμε σε casual βόλτες στην Croisette, πριν από την πρόσφατη παρουσία του στρατού, για έξτρα ασφάλεια, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις. Και βέβαια, το γεγονός του φεστιβάλ, η Μαντόνα, που κατέπλευσε με σκάφος για να παραστεί στην προβολή του «In bed with Madonna».
Παροξυσμός, και ένας Έλληνας κριτικός έφυγε σηκωτός από τους πάντα αυστηρούς σεκιουριτάδες, γιατί προσπάθησε να μπει χωρίς τη σωστή πρόσκληση, και μάλιστα από το πλάι. Το φινάλε, εξίσου επεισοδιακό: το «Μπάρτον Φινκ» και οι αδελφοί Κοέν σάρωσαν, και ο Λαρς φον Τρίερ έβριζε τον «Εβραίο νάνο» Πολάνσκι που τον περιόρισε σε ένα τεχνικό βραβείο της παρηγοριάς για το «Europa».
Καθόλου παράλογο που στην επιστροφή κοιμόμουν δύο μέρες, λες και είχα γυρίσει από την πενθήμερη του λυκείου. Στις Κάννες δεν πρόλαβα να ξεκουραστώ ούτε να κουραστώ, από τη μανία να δω όσο αντέξω, λες και δεν θα ξαναπήγαινα, κάτι που δεν συνηθίζω σε ταξίδια − έχω την πεποίθηση πως θα επιστρέψω, και αποφεύγω τα χτυπητά μνημεία και τα μαρκαρισμένα αξιοθέατα.
Οι Κάννες όμως δεν είναι τουριστικός προορισμός στα δικά μου μάτια αλλά μια ετήσια εκδρομή στο σινεμά με εκπλήξεις, χαρές και απογοητεύσεις όλων των ταχυτήτων. Αν και προτιμώ τη Βενετία σχεδόν για τα πάντα και σέβομαι την οργάνωση του Βερολίνου, την κάψα των Καννών δεν τη συγκρίνω με τίποτα, ακόμη και τώρα, που το cool έχει αντικαταστήσει τη λαχτάρα, και η σοφή διαλογή είναι ο πιο κατάλληλος οδηγός επιβίωσης, με ένα ρεπό στη μέση του φεστιβάλ, για αποσυμπίεση.
Παρά τις γκρίνιες για τον φόρτο και το πρόγραμμα και τους πορτοφολάδες και την πολυκοσμία του πρώτου Σαββατοκύριακου και τις υψηλές τιμές και τον Κεν Λόουτς που δεν λέει να πάρει σύνταξη (δεν λέω, εξαιρετικός, αλλά μπορεί και να τρώει τη θέση ενός νέου μεγάλου ταλέντου!), δεν το αλλάζω με τίποτε, και με τα χρόνια έχω βάλει σημάδια, με στέκια, και φίλους, το ιταλικό της Laura, το αυθεντικό αρμένικο και το κρυμμένο γιαπωνέζικο κάτω από τη γέφυρα, το μαγαζί με τις παλιές αφίσες και τα προγράμματα, ως κι ένα δισκάδικο, το μοναδικό πλέον, όπου πέρσι βρήκα το «Casse» του Μορικόνε, μακριά από τη βοή και τα αγριεμένα πλήθη.
Για δύο εβδομάδες χάνομαι κάτω από τον ήλιο της Ριβιέρας, που έγραφε και ο Ρότζερ Ίμπερτ, όταν δεν βρίσκομαι μέσα στις αίθουσες που προϋποθέτουν ταλαιπωρία και μπελά, όπως τότε που έχασα το «Twin Peaks» και με έβαλε με το ζόρι η υπεύθυνη του Γραφείου Τύπου, η Λουιζέτ Φαρζέτ, γιατί της ορκίστηκα πως είχα συνέντευξη με τον Ντέιβιντ Λιντς. Την αλήθεια είπα, αλλά αυτά δεν γίνονται στον 21ο αιώνα.
Πριν από μερικά χρόνια, στο πάρτι λήξης των Νυχτών Πρεμιέρας, ένας Άγγλος σκηνοθέτης με ρώτησε αν είχα δει την ταινία του, που βραβεύτηκε κιόλας. «Όχι» απολογούμαι. Έκπληκτος, μου επισημαίνει ότι στην πόλη μου θα όφειλα να την έχω δει. «Κι αν παιζόταν στις Κάννες;» «Ε, ναι, εκεί δεν έχω τι άλλο να κάνω».
σχόλια