Οι επέτειοι παραμένουν δημοσιογραφικά ελκυστικές, αν και δεν είναι όλες εξίσου σημαντικές. Πολλά γράφτηκαν για τη δυναμική παρέμβαση των εκπροσώπων του Νέου Κύματος του γαλλικού σινεμά στις Κάννες του 1968, την ίδια ώρα που φλεγόταν το Παρίσι, για να αποτρέψουν τις προβολές και τα πανηγύρια. Η αποστολή εξετελέσθη, ηρωικά και επεισοδιακά, και το φεστιβάλ θεωρήθηκε ως «μη γενόμενο», που λένε και στον αθλητισμό.
Η έναρξη του φεστιβάλ του 1969 επισκιάστηκε από την παραίτηση του προέδρου Σαρλ ντε Γκολ, στις 28 Απριλίου. Γρήγορα ωστόσο διαφαινόταν η πρόθεση των υπεύθυνων να κεφαλαιοποιήσουν τον περσινό θόρυβο και τις αυξημένες προσδοκίες, και με τις κινήσεις τους δημιούργησαν μια από τις πιο αξιομνημόνευτες συνθέσεις στην ιστορία του, καταλήγοντας σε ένα σημαντικό meta-festival, παράλληλα με την καθιέρωση του δημοκρατικού τμήματος του Δεκαπενθήμερου των Σκηνοθετών και τη θέσπιση προβολών για το κοινό σε ένα σινεμά που δεν υπάρχει πια, το Rex.
Η μοναδική σπουδαία ταινία που περίσσεψε στα βραβεία ήταν το αριστούργημα του Ερίκ Ρομέρ Ma Nuit chez Maude, ίσως γιατί δεν κόλλαγε με το ακτιβιστικό σκεπτικό του Βισκόντι και της ατζέντας που μετέδωσε στην επιτροπή του.
Ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής ορίστηκε ο Λουκίνο Βισκόντι: καταξιωμένος, ειδικά μετά τον θρίαμβό του στην ίδια πόλη, με τον Γατόπαρδο το 1963, και ξεκάθαρος κομμουνιστής, μέλος του κόμματος της Ιταλίας, αποτελούσε εγγύηση για μια ισορροπημένη συνταγή που τηρούσε τις «κυριλέ» προδιαγραφές, λόγω της αριστοκρατικής του καταγωγής, καθώς και τα ριζοσπαστικά αιτήματα για ένα φεστιβάλ σύννομο με μια νέα, πιο γενναία ηθική κινηματογραφική στάση απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα.
Στο επίσημο διαγωνιστικό συμπεριλήφθηκε ο μαχητικός Λουί Μαλ με το Καλκούτα – ο Γάλλος σκηνοθέτης δήλωσε πως τα φεστιβάλ είναι σαν τα τηλέφωνα, ενοχλητικά αλλά χρήσιμα! Ο Γκλάουμπερ Ρότσα, με το Antonio das Mortes, εκπροσωπώντας το ραγδαία ανερχόμενο βραζιλιάνικο cinema novo, ταυτόχρονα με την ανάλγητη επιβολή των δικτατοριών στη Λατινική Αμερική. Ο Κώστας Γαβράς με το αντιδικτατορικό Ζ, το οποίο κατέβηκε επίσημα με τη σημαία της Γαλλίας ενώ οι Αλγερινοί συμπαραγωγοί υπενθύμιζαν πιεστικά στους άσπονδους πατρόνους τους πως ο αποκλεισμός τους από τα βασικά credits είναι αδόκιμος.
Ο Μάρκο Φερέρι με το επίσης πολιτικοποιημένο Dillinger est Mort. Ο Βρετανός Λίντσεϊ Άντερσον με το If, την καταγγελία για το εκπαιδευτικό σύστημα. Και εκτός συναγωνισμού, ο Αντρέι Ρουμπλιέφτου Ταρκόφσκι, που αναπαυόταν ξεχασμένο στα ράφια της Σοβιετικής Ένωσης επί δυο χρόνια και ταξίδεψε μέχρι τις Κάννες μετά από παρακάλια και με τον όρο να παιχτεί σε μια και μόνο προβολή, εκτός συναγωνισμού, με τον σκηνοθέτη απόντα, και χωρίς ελπίδες διανομής – τελικά ένας Γάλλος διανομέας αγόρασε τα δικαιώματα, το κοινό ενθουσιάστηκε και η ταινία βρήκε το δρόμο της προς τις αίθουσες, σε πείσμα της σοβιετικής λογοκρισίας.
Αέρας χιπισμού φύσηξε στις Κάννες με την άφιξη του εντελώς flower power τρίο Πίτερ Φόντα-Ντένις Χόπερ-Τζακ Νίκολσον για την πρεμιέρα του Ξένοιαστου Καβαλάρη, που φέτος θα γιορταστεί στο φεστιβάλ με την ευκαιρία της 50ής του επετείου. Στην επίσημη πρεμιέρα, ο γιος του συντηρητικού Χένρι ντύθηκε με κοστούμι αμερικανικού εμφυλίου, υποδηλώνοντας σαφώς πως η χώρα του διανύει έναν ακόμη πόλεμο, ο άλλοτε συμπρωταγωνιστής του Τζέιμς Ντιν με παραδοσιακή ενδυμασία της Ταϊτής και το πουλέν του Ρότζερ Κόρμαν με κανονικό σμόκιν, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά στην καριέρα του πως, επιτέλους, είναι καθαρόαιμος movie star.
Η μοναδική σπουδαία ταινία που περίσσεψε στα βραβεία ήταν το αριστούργημα του Ερίκ Ρομέρ Ma Nuit chez Maude, ίσως γιατί δεν κόλλαγε με το ακτιβιστικό σκεπτικό του Βισκόντι και της ατζέντας που μετέδωσε στην επιτροπή του. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν τιμήθηκε για το Ζ, ενώ η Βανέσα Ρεντγκρέϊβ για την Isadora, το πορτρέτο της ασυμβίβαστης Ισιδώρας Ντάνκαν. Το Ζ απέσπασε το βραβείο επιτροπής, το Ανταλέν 31 του Μπο Βίντεμπεργκ, με θέμα τις ιστορικές απεργίες στη Σουηδία, έφυγε με το ειδικό βραβείο, ενώ το μεγάλο βραβείο, που τότε ίσχυε αντί του Φοίνικα, απονεμήθηκε στο If.