«Πολύ αργά». Με αυτή την πνευματώδη αποστροφή υποδέχτηκε, λέγεται, ο Takis την απόφαση της Tate Modern να φιλοξενήσει φέτος μια μεγάλη αναδρομική έκθεση προς τιμήν του – ο ίδιος, άλλωστε, είναι αρκετά μεγάλος για να ταξιδέψει σε μια πόλη όπου πέρασε μερικά από τα πλέον δημιουργικά χρόνια του, όταν η διασημότερη γκαλερί του Λονδίνου λειτουργούσε ακόμα ως ενεργειακός σταθμός.
Ακόμα βέβαια κι αν όντως άργησε, η τιμή παραμένει μεγάλη για τον 94χρονο σήμερα κατά κόσμον Παναγιώτη Βασιλάκη που υπήρξε πρωτοπόρος ήδη από τη δεκαετία του '50 χάρη τόσο στα υλικά και τις τεχνικές που χρησιμοποίησε όσο και στις ιδέες που μετέδωσε, επηρεάζοντας πολλούς άλλους καλλιτέχνες. Ήταν από τους πρώτους που επιχείρησαν να συνδέσουν τις εικαστικές με τις τεχνολογικές εξελίξεις, δημιουργώντας τρισδιάστατα έργα τέχνης που ενσωματώνουν αόρατες ενέργειες ως ένα τέταρτο ενεργό στοιχείο.
Ο Takis, ο οποίος χαρακτήριζε εαυτόν ως «ενστικτώδη επιστήμονα» (και κατ' επέκταση ενστικτώδη καλλιτέχνη, καθότι ποτέ δεν επιδίωξε να αποκτήσει κάποιο πτυχίο), κατάφερε μέσα από έρευνα, μελέτη και πειραματισμούς να αποτελέσει έναν από τους σημαντικότερους ανανεωτές της σύγχρονης γλυπτικής, βασίζοντας την καλλιτεχνική του έκφραση και δημιουργικότητα στη λειτουργική χρήση των φυσικών νόμων. Το φως αλλά και η κίνηση σε κάθε της μορφή –μηχανική, ηλεκτρομηχανική, θερμική, μαγνητική, υδροδυναμική, αιολική– είναι στοιχεία που αποτελούν βασικούς πυρήνες του έργου του.
Δηλώνει πολυθεϊστής, πιστεύει ότι σήμερα έχουν εμπορευματοποιηθεί εντελώς τόσο η τέχνη όσο και η επιστήμη, θεωρεί ότι η επίσημη πολιτεία δεν τον έχει αναγνωρίσει όσο έπρεπε και ότι οι πνευματικοί άνθρωποι που κάποτε ενέπνεαν κοινωνικά και καλλιτεχνικά κινήματα, επηρεάζοντας γενιές ολόκληρες, είναι πια «είδος προς εξαφάνιση».
Η έκθεση, που γίνεται σε συνεργασία της Tate Modern με το MACBA της Βαρκελώνης και το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, σε επιμέλεια Guy Brett και Michael Wellen, παρουσιάζεται στον 3ο όροφο του εμβληματικού κτιρίου, όπου με θέα τον Τάμεση και τον Άγιο Παύλο μπορεί κανείς να δει και να περιεργαστεί 70 αντιπροσωπευτικά έργα απ' όλες τις περιόδους του καλλιτέχνη, τα οποία παραχώρησαν μεγάλα μουσεία και ιδιώτες συλλέκτες. Χωρίζεται σε τρία μέρη («Magnetism and Metal», «Light and Darkness», «Sound and Silence») και συνοδεύεται από πλούσιο οπτικοακουστικό υλικό. Αν, μάλιστα, κρίνουμε από την παρουσίαση, το ενδιαφέρον των φιλότεχνων είναι μεγάλο.
Γεννημένος στις 25/10/1925 στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες που έχασαν τα πάντα στην καταστροφή της Σμύρνης, πέρασε δύσκολα εφηβικά χρόνια, αφού συνέπεσαν με τη μεταξική δικτατορία, την Κατοχή (οπότε, όντας ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ, συνελήφθη και φυλακίστηκε για τη δράση του) και τον Εμφύλιο που ακολούθησε. Τότε κιόλας εκδήλωσε τις πρώτες καλλιτεχνικές του ανησυχίες, που γίνονται πιο συγκεκριμένες όταν, μαζί με τον Μίνω Αργυράκη και τον Πάνο Ραϋμόνδο, νοικιάζουν το 1952 ένα μικρό στούντιο στην Ανάκασα. Δημιουργεί τους «Τέσσερις Στρατιώτες» και συμμετέχει σε διεθνή έκθεση τέχνης στους Δελφούς. Δύο χρόνια αργότερα, απογοητευμένος από την Ελλάδα της εποχής, την οποία χαρακτηρίζει «μια απέραντη φυλακή με αποπνικτική ατμόσφαιρα, μια πνευματικά νεκρή ζώνη», αναχωρεί για το Παρίσι, όπου αρχίζει να κατασκευάζει γλυπτά από σίδερο, εμπνευσμένα από την ελληνική αλλά και την αιγυπτιακή μυθολογία και τέχνη που τον συνάρπαζαν – οι μεταλλικοί κούροι του θυμίζουν έντονα τα κυκλαδικά εδώλια, ενώ θεωρούσε τα ηλεκτρομαγνητικά σήματα «σύγχρονα ιερογλυφικά». Τα επόμενα χρόνια εισάγει για τα καλά τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία στο έργο του, «ανακαλύπτοντας ουσιαστικά τη μεταπολεμική γλυπτική», καθώς ανέφερε ο Michael Wellen στην παρουσίαση.
Το 1960, λίγο πριν ο Γιούρι Γκαγκάριν γίνει ο πρώτος άνθρωπος που περπάτησε στο Διάστημα, ο Takis πραγματοποιεί περφόρμανς στην παριζιάνικη γκαλερί Iris Clert με τίτλο «Το αδύνατο: Ο άνθρωπος μέσα στο Διάστημα» με τη συνδρομή του Νοτιοαφρικανού ποιητή Sinclair Beiles που απαγγέλλει εκεί το εμπνευσμένο από αυτόν «Μαγνητικό Μανιφέστο» του. Την επόμενη χρονιά εκθέτει μια τηλεμαγνητική εγκατάσταση στην γκαλερί του Ιόλα στη Νέα Υόρκη, μετέπειτα «ατζέντη» του επί σειρά ετών. Στο «Μεγάλο Μήλο» συναντιέται επίσης με τον Marcel Duchamp, από τις μεγάλες του επιρροές μαζί με τον Picasso και τον Jacometti, τον οποίο επίσης θα γνωρίσει από κοντά αργότερα στο Παρίσι, αναπτύσσοντας μαζί του μια σχέση «αγάπης-μίσους». Το 1963 μια ομάδα νέων καλλιτεχνών, εμπνευσμένων από το έργο του –ανάμεσά τους ο συνεπιμελητής της τωρινής του έκθεσης Guy Brett–, ιδρύουν στο Λονδίνο την αβανγκάρντ γκαλερί Signals. Εστιάζουν, όπως και εκείνος, στις σχέσεις καλλιτεχνικής δημιουργίας και τεχνολογίας, καθώς επίσης και στη σχέση του δημιουργού με την πολιτική, την κοινωνία και το κύκλωμα της τέχνης.
Η δεκαετία του '60, μια περίοδος εξεγέρσεων, ρηξικέλευθων αλλαγών και ανατροπών σε όλο το φάσμα του επιστητού –ήταν σαν να μεταλλάχτηκε άξαφνα το ίδιο το ανθρώπινο DNA–, θα είναι από τις πλέον γόνιμές του. Ο ίδιος δεν είναι πια έφηβος, αντιλαμβάνεται όμως απόλυτα αυτό που συμβαίνει, καθώς βρίσκεται κιόλας στα σωστά μέρη, με τους σωστούς ανθρώπους, τη σωστή ιστορική στιγμή. Στο Παρίσι και στο Λονδίνο είναι που γνωρίζεται με τον Yves Klein, τον Jean Tingueli και τους μπιτ ποιητές Allen Ginsberg, Gregory Corso, Alan Ansen, William Burroughs, Brian Gysin, ανταλλάσσοντας ιδέες και εμπειρίες. Η δουλειά του εντυπωσιάζει και τους John Lennon και Paul McCartney των μεσουρανούντων τότε Beatles, οι οποίοι την εκθειάζουν, ενώ αποκτούν και έργα του. Στη διάρκεια αυτής της συγκλονιστικής δεκαετίας, της οποίας τα αιτήματα για ειρήνη, ανοιχτούς ορίζοντες, κοινωνική και σεξουαλική απελευθέρωση συμμεριζόταν απόλυτα –«λαχταρούσαμε όλοι μια ριζοσπαστική αλλαγή εδώ και τώρα», καθώς έλεγε σε μια συνέντευξη στον Maïten Bouisset–, ο Takis εξακολουθεί να πειραματίζεται με τη μουσική, την τεχνολογία και τα νέα μέσα. Συνεργάζεται με τον Αμερικανό συνθέτη Earle Brown και το '66 βλέπει τον «New Scientist» να τον συγκαταλέγει στους σημαντικότερους συνθέτες του 20ού αιώνα, δίπλα στους Ιάνη Ξενάκη και John Cage.
«Ο ηλεκτρομαγνητισμός είναι ένα αόρατο, ασύνορο πράγμα, που δεν ανήκει μόνο στη Γη. Είναι μια κοσμική ενέργεια με την οποία όμως μπορείς να παίξεις. Θα μου άρεσε να καθιστούσα ορατό αυτόν τον συγκαλυμμένο, άχρωμο, μη αισθητό, γυμνό κόσμο που δεν μπορεί να ερεθίσει την όραση, τη γεύση ή το φύλο μας, που είναι απλώς καθαρή σκέψη» έλεγε – πίστευε εξάλλου πως η χρήση υλικών αντικειμένων δεν είναι καν απαραίτητη για την καλλιτεχνική δημιουργία. Τα βιομηχανικά υλικά και τα μηχανικά μέρη που ενέτασσε στις συνθέσεις του τα έβρισκε είτε στο περιβάλλον του –όπως έκανε ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '50 στην Αθήνα, όταν αναζητούσε στο Γεροβουνό θραύσματα βομβών από τον πόλεμο–, σε αποθήκες στρατιωτικών ειδών, «μάντρες» και καταστήματα που πουλούσαν ραδιόφωνα. Το ράδιο, η τηλεόραση, το τηλέφωνο, οι υψηλές ταχύτητες, τα ηλεκτρικά φώτα, τα ραντάρ και οι τεχνολογικές εξελίξεις συνολικά αποτελούσαν για εκείνον αφορμές καλλιτεχνικής έμπνευσης. Μέσα από την τέχνη του επιχειρεί να αψηφήσει την ίδια τη βαρύτητα, ακριβώς όπως έκαναν οι αστροναύτες στο Διάστημα και τα «παιδιά των λουλουδιών» πίσω στη Γη μέσα από τη ροκ μουσική, τον πνευματισμό και τη χρήση ουσιών.
Η απλότητα, η αμεσότητα ήταν πάντοτε στο επίκεντρο των εκφραστικών αναζητήσεών του: «Για τον δικό μου διαλογισμό αρκούν ένα κομμάτι μαγνήτης και μια μεταλλική βελόνα που αιωρείται γύρω από αυτόν»,
Η απλότητα και η αμεσότητα ήταν πάντοτε στο επίκεντρο των εκφραστικών του αναζητήσεων: «Για τον δικό μου διαλογισμό αρκούν ένα κομμάτι μαγνήτης και μια μεταλλική βελόνα που αιωρείται γύρω από αυτόν» σημείωνε. Συνδέοντας, εξάλλου, τον «ηχητικό διαλογισμό» του με τον ζεν βουδισμό, θα φιλοτεχνήσει το 1987 ένα γκονγκ από τοίχωμα παροπλισμένου τάνκερ, που επίσης εκτίθεται στην Tate, όπως και οι επηρεασμένες από την πυθαγόρεια θεωρία «Μουσικές Σφαίρες» του (1985). Ο Ginsberg κατέγραψε το '62 μια συζήτηση που είχε με τον Takis, όπου ο Έλληνας καλλιτέχνης ανέπτυσσε τη θεωρία του της ηλεκτρομαγνητικής ενέργειας ως συνδετικού κρίκου ανάμεσα στα εκατομμύρια άστρα του στερεώματος, από το οποίο «αν αφαιρούσες κάποιο αστέρι, ολόκληρος ο κοσμικός μηχανισμός θα μετατοπιζόταν κατά μία ίντσα». Ο Wellen εξηγεί την έλξη που ασκούσε στους ποιητές, αποκαλώντας τα έργα του «ποιήματα άνευ βιβλίου». Εξίσου παρών, ωστόσο, είναι στο έργο του ο ερωτισμός, με πιο χαρακτηριστικό τον έξοχο μπρούτζινο Σεβαστιανό του '74 (σήμερα στο Takis Foundation).
Το 1968 τον βρίσκει στη Μασαχουσέτη, όπου, ως υπότροφος επισκέπτης ερευνητής στο ΜΙΤ, δημιουργεί τις πρώτες του σειρές υδρομαγνητικών γλυπτών. Τον Ιανουάριο του '69 προκαλεί σκάνδαλο όταν εισβάλλει στο ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης, απομακρύνοντας βίαια ένα από τα γλυπτά του που εξετίθεντο εκεί χωρίς την άδειά του. Στη συνέχεια, μαζί με τον Νίκολας Κάλας πρωτοστατούν στην ίδρυση της Art Workers Coalition που διεκδικεί ελευθερία έκφρασης, ανεξαρτησία και πνευματικά δικαιώματα για τους καλλιτέχνες. Τα χρόνια που ακολουθούν πραγματοποιεί εκθέσεις και περφόρμανς στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Documenta του Κάσελ στη Γερμανία, γράφει επίσης μουσική για την ταινία του Κώστα Γαβρά «Ειδικό Δικαστήριο» (1975). Αργότερα θα δοκιμαστεί και στο θέατρο (μουσική και σκηνικά για την «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη στην Επίδαυρο το 1983), ενώ το '85 το Κέντρο Georges Pompidou, όπου είχε εκθέσει ήδη, του παραγγέλνει ένα μαγνητικό γλυπτό για την είσοδο των αιθουσών σύγχρονης τέχνης.
Το 1995 εκπροσωπεί την Ελλάδα στην 46η Μπιενάλε της Βενετίας, όπου εκθέτει μπροστά από το εθνικό περίπτερο αντί μέσα σε αυτό, δηλώνοντας εκ πεποιθήσεως κοσμοπολίτης. Το '97 στήνει τα περίφημα «Σινιάλα» του –εύκαμπτοι μεταλλικοί στύλοι σαν ραδιοαντένες, με προσαρμοσμένα πάνω τους ηλεκτρικά φώτα ή άλλα αντικείμενα– σε μια τεράστια έκταση 3.500 τ.μ. στο παρισινό προάστιο Defence. Το επόμενο έτος τού απονέμεται το Μεγάλο Βραβείο της Γλυπτικής της Γαλλίας. Ακολουθούν εκθέσεις στις γκαλερί Xippas, στην Μπιενάλε της Βενετίας, στο MACBA, στην γκαλερί Hayward, στο Atomium των Βρυξελλών και αλλού, τιμάται δε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τη συνεισφορά του στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (2001). Εκθέτει, επίσης, στην Ελλάδα (ΑΣΚΤ, Δελφοί, Λάρισα, γκαλερί Stavros Mihalarias, Εθνική Λυρική Σκηνή, Εθνική Γλυπτοθήκη). Η βασισμένη στα προσωπικά του ημερολόγια αυτοβιογραφία του έχει εκδοθεί δύο φορές, αρχικά στο Παρίσι, το 1961, από τον εκδοτικό οίκο Julliard, με τίτλο «Estafilades», και αρκετά αργότερα στα ελληνικά (εκδόσεις Φερενίκη 2005).
Εδώ και αρκετό καιρό ο Takis έχει αποτραβηχτεί στο σπίτι-μουσείο του στο Γεροβουνό, σε οικόπεδο που είχε αγοράσει με την πρώτη – με πολιτικό γάμο– σύζυγό του, την επιφανή Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα Liliane Lijn, μητέρα του γιου του Θάνου Βασιλάκη (έχει και μια μικρότερη κόρη από άλλη σχέση, την Anna Felle-Vasilakis). Όλος ο χώρος λειτουργεί με ηλιακή ενέργεια που μετατρέπεται σε ηλεκτρική χάρη σε μια «πατέντα» δικής του έμπνευσης, που θα μπορούσε να έχει ευρύτερες εφαρμογές.
Το Takis Foundation/KETE, όπου φιλοξενούνται πολλά σημαντικά δικά του έργα και όχι μόνο, αξίζει σίγουρα μια επίσκεψη, ειδικά για όσους ενδιαφερόμενους δεν θα έχουν την πολυτέλεια να βρεθούν στην Tate Modern. Μαγνητικά και αιολικά γλυπτά του εκτίθενται επίσης μόνιμα στο Πάρκο Στρατού στο Γουδί, ο ίδιος δε ανακηρύχθηκε φέτος επίτιμος διδάκτορας της ΑΣΚΤ. Δεν θεωρεί εαυτόν καθόλου δυσνόητο, αλλά, αντίθετα, «λαϊκό καλλιτέχνη». Δηλώνει πολυθεϊστής, πιστεύει ότι σήμερα έχουν εμπορευματοποιηθεί εντελώς τόσο η τέχνη όσο και η επιστήμη, θεωρεί ότι η επίσημη πολιτεία δεν τον έχει αναγνωρίσει όσο έπρεπε, παρ' ότι το '95 βραβεύτηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας –είχε προηγηθεί αντίστοιχη τιμή από τον Γάλλο ΠτΔ μία δεκαετία πριν– και ότι οι πνευματικοί άνθρωποι που κάποτε ενέπνεαν κοινωνικά και καλλιτεχνικά κινήματα, επηρεάζοντας γενιές ολόκληρες, είναι πια «είδος προς εξαφάνιση».
Info:
Takis στην Tate Modern
3/7-27/10