Το κινηματογραφικό καλοκαίρι του 1999 στις ΗΠΑ είχε ρομαντικές κομεντί με την Τζούλια Ρόμπερτς, τον δεύτερο Austin Powers, την αναβίωση της νεανικής σεξοκωμωδίας με το American Pie, την πολυαναμενόμενη τότε δεύτερη συνεργασία του Γουίλ Σμιθ με τον Μπάρι Σόνενφελντ στο Wild Wild West, είχε, φυσικά, και το κύκνειο άσμα του Κιούμπρικ με Τομ Κρουζ και Νικόλ Κίντμαν. Στις 6 Αυγούστου, μήνα που τον καιρό εκείνο οι εταιρείες προγραμμάτιζαν όσες ταινίες πίστευαν ότι δεν είναι αρκετά καλές ή ιδιαίτερα ελκυστικές ώστε να κόψουν πολλά εισιτήρια, η Ντίσνεϊ κυκλοφόρησε μια ταινία που λεγόταν Η Έκτη Αίσθηση.
Η Έκτη Αίσθηση βγήκε τελείως αθόρυβα στις αίθουσες – φανταστείτε πως στο καθιερωμένο καλοκαιρινό preview του περιοδικού Entertainment Weekly δεν υπήρξε ούτε απλή μνεία, δεν βρέθηκε χώρος γι' αυτήν ανάμεσα σε άλλες 134 ταινίες. Σκηνοθέτης της ήταν ένας άσημος Ινδοαμερικανός που είχε υπογράψει την πιο αποτυχημένη εισπρακτικά ταινία της προηγούμενης χρονιάς, το Wide Awake, ένα διδακτικό, άκακο, αλλά σχεδόν αφόρητα γλυκερό παραμυθάκι. Ανήκε στο είδος του μεταφυσικού θρίλερ, είδος που, αν ρίξεις μια ματιά στo box-office της δεκαετίας, θα έλεγες πως σηματοδοτεί εισπρακτικό θάνατο.
Στα χαρτιά μόνος παράγοντας έλξης για το κοινό ήταν η παρουσία του Μπρους Γουίλις, που έναν χρόνο πριν, με το Armageddon του Μάικλ Μπέι, πραγματοποίησε εμπορικό comeback μετά από ένα σερί τεσσάρων ημιαποτυχημένων πρωταγωνιστικών οχημάτων.
Η ανατροπή του φινάλε, που αποτέλεσε το έναυσμα για ομοβροντία από τέτοιες στην επόμενη δεκαετία και θα αδυνατούσε να έχει ανάλογη επίδραση στη σοσιαλμιντιακή εποχή των gifs και των memes, όπου τα πάντα γίνονται γνωστά μέσα σε λίγες ώρες, είναι απλά το κερασάκι στην τούρτα.
Έλα όμως που, δίχως να το περιμένει κανείς, το πρώτο της τριήμερο η ταινία κατέκτησε την πρώτη θέση στο box-office, με το Σάββατο να σημειώνει άνοδο σε σχέση με την Παρασκευή, φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο –αν όχι αδιανόητο– για ταινία τρόμου, που συνεπάγεται θετικό word of mouth. Αυτό ήταν και το κλειδί της επιτυχίας: το word of mouth. Οι θεατές έβγαιναν συγκλονισμένοι από την αίθουσα και προέτρεπαν φίλους και γνωστούς να δουν οπωσδήποτε αυτή την ταινία, δίχως περαιτέρω πληροφορίες.
Η Ντίσνεϊ κυκλοφόρησε νέα poster που παρακαλούσαν τους θεατές να μην αποκαλύψουν το φινάλε σε όσους δεν την έχουν δει, ένα διαφημιστικό τρικ που φέρνει αποτελέσματα από την εποχή του Diabolique (1955) του Ζορζ Ανρί Κλουζό. Κι εκείνοι έτσι έπρατταν, κράτησαν το μυστικό σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια, συμβάλλοντας έτσι στην επιτυχία της ταινίας. Στους αναλυτές του box-office τα κρατήματα της ταινίας είναι θρυλικά, στο πέμπτο της Σαββατοκύριακο μάλιστα σημείωσε άνοδο – δεν συμβαίνουν αυτά σήμερα.
Η φήμη αυτή την ακολούθησε και στον υπόλοιπο κόσμο όπου άνοιξε σταδιακά, προκαλώντας ανάλογο χαλασμό. Στη χώρα μας έκλεισε στη δεύτερη θέση του ετήσιου box-office. Στον Γαλαξία, το τοπικό σινεμά της λεβεντομάνας Φθιώτιδας, όπου ζούσε τότε ο υπογράφων, η ταινία έπαιζε για εννιά συνεχόμενες εβδομάδες, τα δε πρώτα τρία Σαββατοκύριακα ο αιθουσάρχης έβγαζε και πλαστικές καρέκλες προκειμένου να καλύψει τη ζήτηση και κατέληγε να διώχνει κόσμο. Η ταινία έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Όσκαρ –μέγα κατόρθωμα για ταινία του είδους– και, αν το momentum δεν ευνοούσε το American Beauty, άνετα θα είχε φύγει με μερικά από αυτά.
Πολλοί οι λόγοι αυτής της απρόσμενης επιτυχίας, που έγινε τέτοια επειδή διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, ο βασικός, όμως, στα μάτια μου ο εξής ένας: πρόκειται για μια θαυμάσια ταινία, στην οποία λειτούργησαν τα πάντα στην εντέλεια για τον (ως έναν βαθμό δικαιολογημένα) αμφιλεγόμενο δημιουργό της.
Η Έκτη Αίσθηση είναι ασφαλώς μυστικοπαθής, ανοίγει τα χαρτιά της στον θεατή σιγά-σιγά, σκέψου πως η αποκάλυψη του προβλήματος του πιτσιρικά με το διάσημο «I see dead people» έρχεται στο πεντηκοστό πρώτο λεπτό, δηλαδή περίπου στη μέση της ταινίας. Η δύναμή της όμως δεν είναι (μόνο) το ότι σε γραπώνει από τον γιακά και αδημονείς να δεις τι θα συμβεί παρακάτω – αυτό το στοιχείο μπορεί να το έχει κι ένα καλό επεισόδιο μιας μέτριας αστυνομικής σειράς στην τηλεόραση.
Κάθε της σκηνή έχει αρχή, μέση και τέλος, κάθε της σκηνή οδηγεί στην άλλη, υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα τους, κάθε σκηνή εξυπηρετεί κάτι σε βαθμό που, αν παραλειφθεί, θα χαλάσει το «γλυκό». Πρόκειται για υπόδειγμα πυκνότητας, οικονομίας, αιτιοκρατικής αφήγησης αλλά και αιτιοκρατικού μοντάζ, που είναι και η πεμπτουσία του αφηγηματικού σινεμά.
Περαιτέρω ο Σιάμαλαν εδώ παίρνει το τίποτα και το κάνει κάτι. Μπορεί να γεννήσει σασπένς από ένα μπαλόνι που αιωρείται ή από ένα αθώο παιχνιδάκι μαντεψιάς ανάμεσα στον παιδοψυχολόγο Μάλκολμ του Μπρους Γουίλις και τον βασανισμένο Κόουλ του Χάλει Τζόελ Όσμεντ, εξαρτώντας από αυτό τη σύσφιξη των σχέσεών τους και την προώθηση του μύθου και επισημαίνοντας το διακύβευμα με την κατάλληλη πλανοθεσία. Ο καλός σκηνοθέτης, δε, θα βρει έναν κινηματογραφικό τρόπο να σου πει πράγματα που δεν υπάρχουν στο σενάριο.
Στο μονοπλάνο όπου η μαμά του μικρού Κόουλ τον αφήνει καθισμένο στο τραπέζι της κουζίνας για λίγα δευτερόλεπτα και επιστρέφοντας τον βρίσκει στη θέση του, αλλά βρίσκει ταυτόχρονα όλα τα συρτάρια και τα ντουλάπια ανοιχτά –αδύνατο να τα άνοιξε ο ίδιος σε τόσο λίγο χρόνο και να επανήλθε στη θέση του–, όταν ο Κόουλ αφήνει τη θέση του, βλέπουμε στο τραπέζι το αποτύπωμα της ιδρωμένης παλάμης του.
Έτσι, με αυτό το πλάνο κι αυτό το εύρημα, καταλαβαίνουμε ότι ο χαρακτήρας όλη αυτή την ώρα ένιωθε φόβο και αγωνία, ότι αυτό που συνέβη μάλλον έγινε παρά τη θέλησή του αλλά και ότι δεν άφησε ποτέ το τραπέζι. Να, για κάτι τέτοια τα περιοδικά της εποχής έγραφαν ότι ο Σιάμαλαν είναι ο νέος Σπίλμπεργκ και δεν τους κατηγορείς καθόλου, ασχέτως αν πήραν τα μυαλά του αέρα στη συνέχεια και η υπογραφή του άρχισε να υπερβαίνει επιδεικτικά, αν όχι προβοκατόρικα, και να υποσκελίζει την ίδια του την ταινία.
Έπειτα η Έκτη Αίσθηση είναι μια ανατριχιαστική ταινία. Ο τρόμος, όπως και το γέλιο, είναι υποκειμενικά, με διαφορετικά πράγματα τρομάζει και γελά ο καθένας, τόσο καλά όμως στήνει τους κανόνες λειτουργίας του σύμπαντός του ο Σιάμαλαν, αντλώντας έμπνευση από κοινές, όχι άμεσα εξηγήσιμες εμπειρίες (πχ. το μυρμήγκιασμα στον σβέρκο), τέτοια αίσθηση της υποβολής έχει, τόσο καλά χειραγωγεί τους χρόνους και αξιοποιεί τον χώρο μέσα στο κάδρο και με τέτοια μεθοδικότητα σε έχει οδηγήσει στην πρώτη, απρόσμενα έντονη τρομάρα της ταινίας, ώστε εύκολα αυτή η φαντασματική ιστορία μπορεί να σε κάνει να χάσεις τον ύπνο σου.
Κι αν διαβάζεις αυτές τις γραμμές και καγχάζεις, στοιχηματίζω ότι κι εσύ, κάποια φορά που ξύπνησες μέσα στη νύχτα, θυμήθηκες την πρώτη, γλαφυρή εμφάνιση φαντασματικής παρουσίας στο φιλμ και σκέφτηκες για λίγο αν είναι καλή ιδέα να ανταποκριθείς στο κάλεσμα της κύστης σου.
Δεν είναι όμως τόσο ο τρόμος το συναίσθημα που κυριαρχεί μετά το πέρας της προβολής, όσο εκείνο της συγκίνησης. Γιατί στο προσκήνιο βρίσκεται το ανθρώπινο δράμα. Στο φιλμ έχουμε ούτε μία, ούτε δύο, αλλά τέσσερις τεταμένες ανθρώπινες σχέσεις που πρέπει να εξομαλυνθούν. Του Μάλκολμ με τον Κόουλ, που μοιάζει με έναν ασθενή που δεν βοήθησε –οι σχέσεις γίνονται πέντε, αν συμπεριλάβεις κι αυτή–, του Μάλκολμ με την αποξενωμένη σύζυγό του, του Κόουλ με τη μαμά του, αλλά και της μαμάς του με τη δική της μαμά.
Το casting είναι νευραλγικό για να αγγίξει το κοινό το δράμα κι εδώ ο casting director έκανε θαύματα. Γιατί βρήκε τον Γουίλις που έχει στόφα σταρ, αλλά εύκολα και χάρη στην απλότητα της υποκριτικής του μπορεί να γίνει ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, σε σημείο που απορείς γιατί μετά από κάποια ηλικία δεν έστρεψε την καριέρα του στον δρόμο που ακολούθησε ο Τομ Χανκς. Βρήκε τον Χάλεϊ Τζόελ Όσμεντ, ένα παιδί ηθοποιό ικανό να υποδυθεί ανήλικο χαρακτήρα, που λόγω δυσμενών συνθηκών μεγάλωσε πρόωρα κι απότομα, με ερμηνευτική ωριμότητα δυσανάλογη της ηλικίας του, δηλαδή με κανονική, ολοκληρωμένη ερμηνεία και όχι με reaction shots.
Βρήκε, τέλος, και την Τόνι Κολέτ, μια ελαφρώς αμετροεπή ερμηνεύτρια, κατάλληλη όμως για να υποστηρίξει ένα μελόδραμα. Γιατί η μεγάλη δραματική σκηνή της ίδιας αλλά και της ταινίας ανήκει σε αγνό, έκτακτο μελόδραμα. Ο λόγος για τη σκηνή στο αυτοκίνητο, εκεί που ο Κόουλ επικοινωνεί επιτέλους το μυστικό του στη μαμά του και δίνει κάθαρση όχι μόνο στη δική τους σχέση, αλλά και στη σχέση της με τη δική της μαμά.
Ένα happy end για τους δυο τους και για τον θεατή, το οποίο, όμως, στην παράδοση των μεγάλων κινηματογραφικών συγκινήσεων, κερδήθηκε με κόπο και δυσκολίες, γι' αυτό και είναι τόσο ισχυρός ο αντίκτυπός του. Σε υποθετική λίστα με σκηνές που θα έκαναν ακόμα και μια πέτρα να κλάψει, η συγκεκριμένη θέτει σοβαρή υποψηφιότητα.
Κι αυτό είναι και το βασικό μοτίβο που διατρέχει το φιλμ, το μήνυμα που το κάνει να υπερβαίνει το είδος του και άγγιξε συνειδητά ή ασυνείδητα τις καρδιές εκατομμυρίων θεατών. Η επικοινωνία και η απουσία της. Οι νεκροί –ο θάνατος δηλαδή– έρχονται για να δώσουν στους ζωντανούς το δώρο της επικοινωνίας. Mιλήστε στους ανθρώπους σας, λένε, ρωτήστε τους για αυτά που σας ταλανίζουν, κοινωνήστε τους τον εσωτερικό σας κόσμο, αλλιώς θα κουβαλάτε το βάσανο, τον τρόμο και την αγωνία των ανεκπλήρωτων υποθέσεων ως την άλλη ζωή.
Πρόσθεσε σ' αυτό και το διαχρονικά ελκυστικό και ανακουφιστικό μοτίβο της δεύτερης ευκαιρίας, που εδώ μεταφράζεται στη δυνατότητα να διορθώσεις τα κακώς κείμενα, έστω και μετά τον θάνατο, πρόσθεσε και την ίδια την ύπαρξη του επέκεινα, που, αν σκαλίσεις την τρομακτική του επιφάνεια, θα ανακαλύψεις θαυμάσιο αντίδοτο στη μοναξιά και την τυχαιότητα, κι αντιλαμβάνεσαι γιατί η παρακολούθηση της Έκτης Αίσθησης μπορεί να λάβει διαστάσεις υπαρξιστικής, θρησκευτικής εμπειρίας, στην παράδοση των σπουδαιότερων ταινιών είδους.
Άφησα το τέλος για το τέλος. Από σεβασμό προς τους θεατές που δεν έχουν δει την ταινία –περιέργως, υπάρχουν αρκετοί–, δεν θα μιλήσω ανοιχτά για αυτό, έστω κι αν το «μυστικό» έχει καταστεί πια αναπόσπαστο κομμάτι της ποπ κουλτούρας. Η ανατροπή του φινάλε, που αποτέλεσε το έναυσμα για ομοβροντία από τέτοιες στην επόμενη δεκαετία και θα αδυνατούσε να έχει ανάλογη επίδραση στη σοσιαλμιντιακή εποχή των gifs και των memes, όπου τα πάντα γίνονται γνωστά μέσα σε λίγες ώρες, είναι απλά το κερασάκι στην τούρτα.
Η ταινία είναι έξοχη και χωρίς αυτή, δεν είναι όμως αχρείαστη, δεν είναι gimmick, που λέμε, είναι απαραίτητη για να εξομαλυνθεί η μοναδική σχέση που παραμένει σε ένταση ως εκείνη την ώρα, συμπληρώνει τον μύθο της ταινίας και –ας το θέσω έτσι– παραδίδει και την οπτική γωνία της άλλης πλευράς.
Είναι, δε, στημένη άψογα, δεν σε ξεγελά, είναι σεναριακά επαρκώς δικαιολογημένη, υπάρχουν σημάδια καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, σχεδόν φωνάζει σε σημεία, απλώς ο Σιάμαλαν σε προκαλούσε να στρέψεις το βλέμμα σου αλλού. Ομολογουμένως σε κάνει να θέλεις να ξαναδείς την ταινία ακόμα μια φορά απλώς για να εντοπίσεις αυτά τα σημάδια, σίγουρα μερίδα των θεατών το 1999 έκοψε ξανά εισιτήριο γι' αυτό τον λόγο.
Και τώρα που η ταινία κλείνει είκοσι χρόνια από την πρώτη της προβολή στους κινηματογράφους είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να προγραμματίσεις μια οικιακή προβολή της Έκτης Αίσθησης. Αν την έχεις δει, είναι πιο καλή από όσο θυμάσαι. Αν δεν την έχεις δει, είναι πιο καλή από όσο φαντάζεσαι. Βασικά, για να μην μετράω και τα λόγια μου, είναι ένα αριστούργημα του είδους.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 6.8.2019
σχόλια