αρρενομανία η. Eρωτική ροπή αντρός προς άντρα: (Iστ. Bλαχ. 2744). [<επίθ. αρρενομανής + κατάλ. ‑ία. H λ. πιθ. τον 8. αι. (LBG)] Λεξικό Κριαρά
Μια άγνωστη λέξη σε ένα χριστιανικό βίβλίο, σήμερα, στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας
You left upon the altar/ Devoted to yourself