Αμερικανίδα εγκατεστημένη στο Λονδίνο, η τριαντατριάχρονη Τάρα Γουέστοβερ έχει να επιδείξει γερό βιογραφικό: σπουδές Ιστορίας σε κορυφαία πανεπιστήμια (Χάρβαρντ, Kέμπριτζ), υποτροφίες (Xάρβαρντ, Ίδρυμα Γκέιτς) και, κυρίως, ένα θαρραλέο αυτοβιογραφικό βιβλίο, τη Μορφωμένη, που έκανε θραύση στις ΗΠΑ και συζητήθηκε όσο λίγα τον τελευταίο καιρό (μτφρ. Μ. Φακίνου, εκδ. Ίκαρος). Ωστόσο, την εποχή που ήταν κοριτσάκι –το κοριτσάκι που βλέπουμε στο εξώφυλλο του βιβλίου–, η Γουέστοβερ ζούσε υπό τη σκιά επιβλητικών βουνοκορφών σε μια κοιλάδα του Άινταχο, σε ένα αγρόκτημα περιστοιχισμένο από στάχυα, φασκομηλιές και γαϊδουράγκαθα, ως το στερνοπούλι μιας πολυπληθούς οικογένειας συντηρητικών μορμόνων που βιοπορίζονταν φτιάχνοντας μαντζούνια και ξεσκαρτάροντας παλιοσίδερα.
Όπως τα περισσότερα από τα έξι αδέλφια της, έτσι και η ίδια, μέχρι να ενηλικιωθεί, δεν είχε πατήσει σε σχολική αίθουσα. Δεν είχε εμβολιαστεί ποτέ της και όταν αρρώσταινε ή τραυματιζόταν –τα ατυχήματα ήταν συχνά στη μάντρα των Γουέστοβερ– δεν υπήρχε περίπτωση να πάει στο νοσοκομείο ή να συμβουλευτεί γιατρό. Ως τα εννιά της δεν διέθετε καν πιστοποιητικό γέννησης, για το επίσημο κράτος ήταν ανύπαρκτη. Κάθε πτυχή της καθημερινότητάς της, κάθε διαδρομή του μυαλού της, οριζόταν από τις βουλές ενός φονταμενταλιστή, απρόβλεπτου, άλλοτε τρυφερού κι άλλοτε βίαιου πατέρα, αρχηγού, προφήτη και εργοδότη όλης της οικογένειας.
H Γουέστοβερ είχε μάθει μόνη της τριγωνομετρία και είχε εντρυφήσει στα κείμενα των Προφητών, αλλά νόμιζε πως η Ευρώπη ήταν χώρα, δεν γνώριζε ότι στον 20ό αιώνα είχαν γίνει δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, δεν είχε σαφή αντίληψη του όρου «Ολοκαύτωμα».
Πώς πήρε τη ζωή της στα χέρια της; Πώς κατάφερε να σταθεί στον έξω κόσμο με τόσο αλλόκοτα βιώματα και τόσο διαφορετικές παραστάσεις από τους συνομηλίκους της; Τι κόστος είχε –και εξακολουθεί να έχει– η απαγκίστρωση από τους δικούς της, το στίγμα της προδοσίας που της αποδόθηκε επειδή διεκδίκησε την ελευθερία της; Γι' αυτά γράφει η Γουέστοβερ στη Μορφωμένη, για όσα ακριβώς αποτελούν το μεγαλύτερό της επίτευγμα. Και τα γράφει σε μια πρόζα κρυστάλλινη, χωρίς μελοδραματισμούς ή καταγγελτικές κορόνες, επιδιώκοντας εμμονικά να είναι ακριβοδίκαιη.
Αν στο επίσης αυτοβιογραφικό και επίσης πολυσυζητημένο βιβλίο του Τζέιμς Ντέιβιντ Βανς Το τραγούδι του χιλμπίλι (μτφρ. Α. Μαλλιαρός, εκδ. Δώμα) γινόταν λόγος για τη μόρφωση ως τρόπο απόδρασης από το σύμπαν των «λευκών σκουπιδιών» –των λευκών της εργατικής τάξης με το χαμηλό προσδόκιμο ζωής, την ελλιπή παιδεία και τους κλειστούς ορίζοντες που βράζουν στο ζουμί τους, καταναλώνοντας έτοιμα γεύματα, σκληρά ναρκωτικά και τηλεοπτικά ριάλιτι–, η Μορφωμένη μιλά για την απόδραση από έναν ακόμα πιο περίκλειστο κόσμο, αυτόν των φανατικά θρησκόληπτων, όπου το να βρίσκεσαι στο κοινωνικό περιθώριο δεν εκλαμβάνεται ως καταδίκη αλλά ως το απόλυτο ζητούμενο.
«Η μάθηση στην οικογένειά μας», διαβάζουμε, «ήταν εξ ολοκλήρου αυτοελεγχόμενη: μάθαινες ό,τι μπορούσες να διδάξεις ο ίδιος τον εαυτό σου, αφού είχες τελειώσει τις δουλειές σου. Kάποιοι από μας ήταν πιο πειθαρχημένοι από τους άλλους. Εγώ ήμουν από τις λιγότερο πειθαρχημένες κι έτσι στα δέκα μου χρόνια το μόνο γνωστικό αντικείμενο που είχα μελετήσει συστηματικά ήταν ο κώδικας Μορς, επειδή επέμενε ο μπαμπάς να τον μάθω. "Αν κοπούν οι γραμμές, θα είμαστε οι μόνοι στην κοιλάδα που θα μπορούν να επικοινωνήσουν" είπε, αν και ποτέ δεν ήμουν ακριβώς σίγουρη με ποιους θα επικοινωνούσαμε αν ήμασταν οι μόνοι που θα τον μάθαιναν»...
Ως τα δεκατρία της, οπότε της επιτράπηκε να κάνει πρόβες για μια παράσταση στην πόλη, ερμηνεύοντας την Άνι του ομώνυμου μιούζικαλ, η Γουέστοβερ δεν είχε συναναστραφεί κανέναν που να μην ήταν «σαν κι εμάς». Μεγάλωνε ανάμεσα σε γυναίκες που αγόραζαν βότανα και προσλάμβαναν αυτοδίδακτες μαίες, σαν τη μητέρα της, για να τις ξεγεννήσουν, άντρες που θεωρούσαν ότι τα δημόσια σχολεία αποτελούν «κρατικά προπαγανδιστικά προγράμματα», κορίτσια στα οποία απαγορευόταν να φορούν μοντέρνα ρούχα –αυτά ήταν για τις «πόρνες»–, ανθρώπους όπως ο πατέρας της, που προετοιμάζονταν για τον Ιό της Χιλιετίας, άρα για το τέλος του κόσμου, τιγκάροντας τα κελάρια τους με κονσερβαρισμένα τρόφιμα. Άνθρωποι «σαν κι εμάς», έτοιμοι να υψώσουν ανάστημα απέναντι στις συνωμοσίες του κράτους, νόμιζε πως ήταν και οι γείτονές τους, οι Γουίβερ, οι οποίοι στην πλειονότητά τους, σε μια ένοπλη σύγκρουση με τους ομοσπονδιακούς πράκτορες όταν η ίδια ήταν δεν ήταν έξι χρονών, έπεσαν νεκροί. Γεγονός είναι πως για τη δική της οικογένεια το ξεκλήρισμά τους πήρε μυθικές διαστάσεις. Όσα αδέλφια της είχαν σταλεί στο σχολείο κλείστηκαν με τα υπόλοιπα στο σπίτι, το αγρόκτημά τους μετατράπηκε σε πλήρως εξοπλισμένο οπλοστάσιο και η συμπεριφορά του πατέρα της έγινε ακόμα πιο παρανοϊκή.
Μέχρι να πάρει την πρωτοβουλία να κάνει αίτηση στο πανεπιστήμιο ως κατ' οίκον διδαχθείσα, η Γουέστοβερ είχε μάθει μόνη της τριγωνομετρία και είχε εντρυφήσει στα κείμενα των Προφητών, αλλά νόμιζε πως η Ευρώπη ήταν χώρα, δεν γνώριζε ότι στον 20ό αιώνα είχαν γίνει δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, δεν είχε σαφή αντίληψη του όρου «Ολοκαύτωμα».
Ανάμεσα στα πολλά που ανακάλυψε η Τάρα όσο απομακρυνόταν γεωγραφικά και κοινωνικά από τους Γουέστοβερ ήταν και η αλήθεια για το αιματοκύλισμα των παλιών γειτόνων τους. Φοιτήτρια πια, ξεκοκαλίζοντας τις εφημερίδες της εποχής, διαπίστωσε πως στην καρδιά εκείνης της ιστορίας δεν βρισκόταν ο μορμονισμός αλλά η «λευκή ανωτερότητα». Επρόκειτο για μια σύγκρουση του οργανωμένου κράτους με οργανωμένους ρατσιστές οι οποίοι προμήθευαν όπλα σε ομοϊδεάτες τους. Ανακαλώντας δε τον υπέρμετρο, αλλά αυθεντικό φόβο που είχε ζώσει τον πατέρα της τότε, συνειδητοποίησε πως η συμπεριφορά του είχε πολλά κοινά με τα συμπτώματα μιας περίεργης ασθένειας, της διπολικής διαταραχής, την ύπαρξη της οποίας η ίδια είχε πρόσφατα πληροφορηθεί, παρακολουθώντας το μάθημα ενός καθηγητή Ψυχολογίας: παράνοια, μανία καταδίωξης, ψευδαισθήσεις μεγαλείου...
Πώς ξεφεύγει κανείς από ένα τέτοιο παρελθόν; Στη Μορφωμένη, η Τάρα Γουέστοβερ δεν το κρύβει: δύσκολα, πολύ δύσκολα. Υπήρξαν στιγμές που λύγισε, περίοδοι που παρέλυσε, έτη σπουδών που πήγαν στράφι. Όση ντροπή ένιωθε στο πανεπιστήμιο για την καταγωγή, τη φτώχεια και την αμάθειά της, άλλη τόση ντροπή ένιωθε ως ξένο σώμα μέσα στην ίδια της την οικογένεια. Στα αλλεπάλληλα πηγαινέλα της στο πατρικό της συναντούσε τοίχο: η προικισμένη κατά τ' άλλα μητέρα της παρέμενε υποταγμένη, όσα αδέλφια της εξαρτώνταν οικονομικά από την οικογενειακή επιχείρηση συνασπίζονταν εναντίον της, η ανοχή στις βιαιοπραγίες που υφίστατο από έναν από τους αδελφούς της παρατεινόταν, η μεταξύ τους απόσταση όλο και μεγάλωνε. Όσο κι αν άλλαζε η εξωτερική της εμφάνιση, όσο κι αν διευρύνονταν οι ορίζοντές της, η Γουέστοβερ ένιωθε διαρκώς σαν «δύο άνθρωποι», σαν «ένα διχασμένο μυαλό».
Χρειάστηκε να περάσουν σχεδόν είκοσι χρόνια για να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι το χάσμα με την οικογένειά της είναι αγεφύρωτο, ότι το παρελθόν είναι «ένα φάντασμα», ότι το μέλλον έχει μεγαλύτερη σημασία. Η εποχή που έβλεπε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του πατέρα της έχει περάσει ανεπιστρεπτί. «Θα μπορούσε κανείς να την πει με πολλά ονόματα αυτή την ατομικότητα. Μετασχηματισμό. Μεταμόρφωση. Αλήθεια. Προδοσία. Εγώ την ονομάζω μόρφωση» καταλήγει στο βιβλίο της. Κι ενώ η ιστορία της διαφέρει εντελώς από τη δική σου, ο αγώνας της για αυτοπραγμάτωση σου μιλά απευθείας στην καρδιά.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΕΚΠΤΩΣΗ ΕΔΩ
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO