Έχω γράψει κι εκδώσει τρία μυθιστορήματα, κάνω λογοτεχνικές μεταφράσεις, έχω κάνει 3 ταινίες μικρού και μεσαίου και μία μεγάλου μήκους. Το καλό με τις πολλές ιδιότητες είναι ότι μπορείς να τις αναιρέσεις όλες και να μην είσαι πια –με απόλαυση– τίποτα.
Ταινίες άρχισα να κάνω όταν έπαψε να με ικανοποιεί, σε σχέση με κάποιους ανθρώπους που συναντούσα στη ζωή μου και μου έκαναν μεγάλη εντύπωση, η απλή τους μεταφορά με λέξεις σε ένα μυθιστόρημα, όπως έκανα μέχρι τότε. Ήθελα να τους εξερευνήσω και να τους μοιραστώ με τους υπόλοιπους ανθρώπους, αλλάζοντάς τους όσο λιγότερο γινόταν και το κοντινότερο μέσο ήταν το ντοκιμαντέρ. Οι καινούργιες μου μυθοπλασίες είναι πάνω σε πραγματικές ζωές και πραγματικούς ανθρώπους. Γι' αυτό, όμως, δεν παύουν να είναι δικές μου πλοκές από νήματα άλλων ζωών.
Για μένα ειδικό ενδιαφέρον έχουν άνθρωποι που είναι χτυπημένοι, είτε από αρρώστια είτε από κοινωνικούς ή προσωπικούς λόγους, και αγωνίζονται να βρουν μια θέση στον ήλιο, κάτω από τον οποίο όλοι στριμωχνόμαστε, και που συνδυάζουν αναπάντητα για μένα ερωτήματα. Θέλω να μάθω πώς τα καταφέρνουν, πώς βιώνουν την κατάστασή τους, τι σκέφτονται, πώς έχουν καταφέρει να χαμογελούν και να γελούν.
• Η αφορμή για να φτιάξω την ταινία Λάμπουν στο σκοτάδι ήταν το αυτοβιογραφικό βιβλίο που είχε γράψει ο Μάικλ, ο ένας από τους δύο ήρωες της ταινίας. Μου το έστειλε να το διαβάσω και μου έκανε μεγάλη εντύπωση, γιατί μέσα από αυτό γνώρισα έναν άλλο άνθρωπο.
Τον ήξερα, πηγαινοερχόταν στην Ελλάδα πριν από 15 χρόνια, αλλά δεν είχε μιλήσει ποτέ γι' αυτά τα πράγματα. Του έγραψα «θα με ενδιέφερε να κάναμε το βιβλίο ταινία, αλλά εσένα, το πορτρέτο σου». Μου είπε: «Ξέρεις, υπάρχει κι άλλος ένας στο σπίτι, δεν θα μας ενοχλήσει, δεν ξέρω βέβαια αν θα θέλει να συμμετάσχει και αυτός, ο Τζιμ». Τελικά, η ταινία έγινε και για τους δυο τους.
• Η ταινία συμπτωματικά γυρίστηκε στη Νέα Ορλεάνη πριν από τρία χρόνια, μετά τον τυφώνα Κατρίνα. Σε όποια πόλη και αν βρίσκονταν ο Μάικλ και ο Τζιμ, θα πήγαινα. Βέβαια, έδεσε με τη Νέα Ορλεάνη γιατί είναι και εκείνοι δύο άνθρωποι πολύ χτυπημένοι από τους εαυτούς τους και από τους γύρω τους, οπότε η πόλη είναι ένα ιδανικό background για τους ήρωες.
Γυρίστηκε μέσα σε τρειμισι εβδομάδες, με μια κάμερα, χωρίς καθόλου συνεργείο. Έμενα μαζί τους, στην ντουλάπα του σπιτιού τους – στην Αμερική η ντουλάπα είναι ένα δωμάτιο σαν αποθηκούλα ρούχων. Έτσι μπόρεσα να είμαι μαζί τους 24 ώρες το 24ωρο.
• Η ταινία είναι το πορτρέτο αυτών των δύο ανθρώπων: δύο μεσήλικες γκέι στην αρχή της πέμπτης δεκαετίας της ζωής τους. Είναι και οι δύο δυνάμει καλλιτέχνες – ο Τζιμ ασχολείται με τη μουσική και, μάλιστα, για να του δώσω ένα κίνητρο, του ζήτησα να γράψει τη μουσική της ταινίας. Τον Μάικλ τον ήξερα ως ζωγράφο, αλλά τώρα έχει γίνει και συγγραφέας. Είναι και οι δύο φτωχοί και οροθετικοί, με διάφορους βαθμούς αναπηρίας και προβλήματα υγείας, δεν έχουν χρήματα και η ταινία τούς παρακολουθεί σε μια περίοδο της ζωής τους που φτιάχνουν κούκλες, τις οποίες πωλούν στη γαλλική αγορά στην Νέα Ορλεάνη.
Στις κούκλες βάζουν μάτια από φωσφοριζέ υλικό και διαφημίζουν το εμπόρευμά τους λέγοντας ότι «στο σκοτάδι λάμπουν». Από αυτό βγήκε και ο τίτλος της ταινίας, που βέβαια δεν αναφέρεται στα κουκλάκια αλλά σε αυτούς. Λάμπουν μέσα στα δικά τους σκοτάδια. Αυτή είναι η ταινία. Παρακολουθεί έναν μήνα από τη ζωή τους στη Νέα Ορλεάνη, σε αυτήν τη φάση που βρίσκονται.
• Μου κάνουν εντύπωση οι άνθρωποι συνήθως, και γι' αυτό κάνω πορτρέτα- ντοκιμαντέρ. Όλα τα ντοκιμαντέρ-πορτρέτα έγιναν επειδή οι άνθρωποι μού έκαναν μεγάλη εντύπωση και ήθελα να απαντήσω σε πάρα πολλές ερωτήσεις που μου δημιουργούνται γι' αυτούς. Και αυτό κάνω ουσιαστικά: απαντώ στις ερωτήσεις μου και προσπαθώ να τις μοιραστώ και με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αλλιώς, θα έγραφα γι' αυτούς και θα τους έκανα μυθιστόρημα.
Βέβαια, δεν ξέρω πόσο μπορεί να γίνει μια καταγραφή του ανθρώπου με αντικειμενικούς όρους, αλλά πιστεύω ότι ο κάθε σκηνοθέτης ή δημιουργός –εγώ, τουλάχιστον, αυτό κάνω και είναι πολύ συνειδητό στην περίπτωσή μου– κάνει μια δική του μυθοπλασία από τη δική τους ζωή.
• Για μένα ειδικό ενδιαφέρον έχουν άνθρωποι που είναι χτυπημένοι, είτε από αρρώστια είτε από κοινωνικούς ή προσωπικούς λόγους, και αγωνίζονται να βρουν μια θέση στον ήλιο, κάτω από τον οποίο όλοι στριμωχνόμαστε, και που συνδυάζουν αναπάντητα για μένα ερωτήματα. Θέλω να μάθω πώς τα καταφέρνουν, πώς βιώνουν την κατάστασή τους, τι σκέφτονται, πώς έχουν καταφέρει να χαμογελούν και να γελούν.
Η εξυπνάδα με τραβά πάρα πολύ και στην περίπτωση του Μάικλ και του Τζιμ υπάρχει έντονα: είναι πολύ έξυπνοι και μορφωμένοι. Με ενδιέφερε πάρα πολύ το χιούμορ τους, το πώς βλέπουν τη ζωή και ο κυνισμός τους, τι χαρακτήρα έχουν πλάσει και τον βγάζουν και σ' εμάς τους υπόλοιπους. Με ενδιαφέρουν, γενικά, οι άνθρωποι: τι ονειρεύονται, τι σκέφτονται, τι φαντάζονται. Οι όμορφες και οι άσχημες στιγμές τους.
• Η ανθρώπινη δυστυχία και τα ανθρώπινα προβλήματα υπάρχουν παντού. Βέβαια, σε κάθε κουλτούρα και σε κάθε κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον αλλάζουν οι όροι, οπότε δεν μπορείς να πεις ότι είναι κόπιες, μια κατάσταση στην Ελλάδα και μια αντίστοιχη στην Αμερική. Έχουν τις ιδιαιτερότητές τους και αυτό είναι και το ωραίο στον κόσμο. Αυτή είναι μια ταινία αμερικανική και δεν έχει καμιά σχέση με την Ελλάδα, από αυτή την άποψη.
Βέβαια, αυτοί οι άνθρωποι απαντούν κάθε ερώτηση κάθε πτυχής της ύπαρξής τους και αυτό τους δίνει αναγκαστικά μια οικουμενικότητα, μπορούν να ταυτιστούν μαζί τους άνθρωποι από όλα τα μήκη και τα πλάτη. Μια Ελληνίδα δημοσιογράφος που μου πήρε συνέντευξη για την ταινία μου είπε: «Ο Μάικλ είμαι εγώ: έτσι ξυπνάω το πρωί, αυτά λέω, έτσι βρίζω, έτσι νιώθω χάλια κι έτσι γελώ το βράδυ».
• O Μάικλ και ο Τζιμ είναι δύο άνθρωποι που συναντήθηκαν πριν από 30 χρόνια. Περιστασιακά υπήρξαν και εραστές, αλλά αυτό ουδέποτε κατέληξε σε κάποια σχέση, και είχαν χάσει εντελώς ο ένας τον άλλον για 20 χρόνια. Μέσα σε αυτά τα 20 χρόνια μεσολάβησαν και οι αρρώστιες τους. Του Τζιμ ειδικά –που ήταν και πολύ όμορφος και έβγαινε και σε περιοδικά– καταστράφηκε το look του και γι' αυτόν η αλλαγή ήταν πιο δραματική απ' ό,τι για τον Μάικλ.
Μια μέρα, μετά από 20 χρόνια, ο Μάικλ τηλεφώνησε στον Τζιμ και τον βρήκε μέσω κάποιου αντίστοιχου facebook που έχουν εκεί, είδαν ότι η ζωή τους ήταν άνευ σκοπού και ουσίας και αποφάσισαν να συναντηθούν. Διάλεξαν τη Νέα Ορλεάνη που είναι η αγαπημένη πόλη του Μάικλ από παιδί – το είχε σκάσει από το σπίτι του και ζούσε εκεί, πουλώντας το κορμί του. Και οι δύο εκδίδονταν, με τη διαφορά ότι ο Μάικλ εκδιδόταν σε επίπεδο πεζοδρομίου, ενώ ο άλλος ήταν ζιγκολό, μεγαλομοντέλο. Τον έπαιρναν τηλέφωνο και του έδιναν πεντακοσάρικα για μια ώρα. Ιδιόμορφοι συγκάτοικοι, όπως λέει η ταινία σε κάποιο σημείο «σαν τον Dr Jekyll και τον Μr Hyde». Αυτά που κάνει ο ένας, τα ανακαλύπτει μετά ο άλλος.
σχόλια