Μέχρι τα 17 μου, που ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω, μεγάλωνα στον Αβαρίκο, ένα χωριό τριακοσίων κατοίκων τότε, κοντά στο Αγρίνιο, δίπλα στη λίμνη Τριχωνίδα. Τα πρώτα παιδικά μου χρόνια ήταν εξαιρετικά. Υπήρχε επαφή με τους ανθρώπους και τη φύση και νιώθω τυχερός που το έζησα αυτό. Ο πατέρας μου είχε παντοπωλείο-καφενείο και ήταν πρόεδρος του χωριού, ενώ η μητέρα μου ήταν νοσοκόμα στο Νοσοκομείο Αγρινίου, στο οποίο πηγαινοερχόταν καθημερινώς. Καταγόταν από μία από τις μεγάλες, κατ' επίφαση, όμως, αφού είχε ξεπέσει, οικογένειες της περιοχής.
• Ως παιδί έπαιζα μόνος δίπλα στα δέντρα και στην εφηβεία πια άρχισα να αισθάνομαι ότι ήμουν διαφορετικός από τους συνομηλίκους μου. Ήμουν ένας πολύ μοναχικός άνθρωπος και ολόκληρες εβδομάδες δεν μιλούσα καθόλου. Δούλευα στο καφενείο μας και όταν πήγαινα να πάρω παραγγελία, κοιτούσα τον άλλο χωρίς να λέω τίποτα – λίγο φρικιαστικό για τον απέναντι. Παρατηρούσα τους ανθρώπους του χωριού, τις συμπεριφορές τους, τι έλεγαν μεταξύ τους, κι αυτό με έκανε να καταλάβω ότι οι άνθρωποι δεν είναι αυτό που δείχνουν, ότι έχουν πολλές πλευρές.
• Θέατρο έβλεπα στην τηλεόραση και όποτε ερχόταν το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου στην κωμόπολη. Η έννοια της διασκέδασης δεν υπήρχε στην οικογένειά μου, να πάμε στην πόλη να δούμε μια παράσταση. Γύρω στα 12 έγραψα στην οικογένεια Σοφιανού που έβλεπα στο κουκλοθέατρο, στην τηλεόραση, γιατί όποιος τους έγραφε παραλάμβανε ένα κουτί με κούκλες, κι όντως μου έστειλαν κι εμένα. Μάζεψα τα παιδιά και στήσαμε μια παράσταση κουκλοθεάτρου. Κάναμε σκηνικά, αφίσες, ηχογραφήσαμε αηδόνια, αλλά δεν υπολόγισα ότι κρατούσε ελάχιστα. Μαζεύτηκε όλο το χωριό για 10΄ και μετά δεν είχαμε τίποτε άλλο να τους δείξουμε.
Την Αθήνα την επισκεπτόμουν συχνά για να βλέπω τα ξαδέλφια μου και τη θεία μου. Έμεναν σε μια κάθετο της Αλεξάνδρας και την ανεβοκατέβαινα μαγεμένος. Τα αυτοκίνητα, οι βενζίνες, το νέφος, ήταν για μένα σπουδαία. Όταν τέλειωσα το σχολείο και έπρεπε να δηλώσω στο μηχανογραφικό πού ήθελα να πάω, έβαλα Νομική. Λίγο πριν το παραδώσω το έσβησα και, δεν ξέρω γιατί, δήλωσα τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, που μόλις είχε ανοίξει.
• Την Αθήνα την επισκεπτόμουν συχνά για να βλέπω τα ξαδέλφια μου και τη θεία μου. Έμεναν σε μια κάθετο της Αλεξάνδρας και την ανεβοκατέβαινα μαγεμένος. Τα αυτοκίνητα, οι βενζίνες, το νέφος, ήταν για μένα σπουδαία. Όταν τέλειωσα το σχολείο και έπρεπε να δηλώσω στο μηχανογραφικό πού ήθελα να πάω, έβαλα Νομική. Λίγο πριν το παραδώσω το έσβησα και, δεν ξέρω γιατί, δήλωσα τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, που μόλις είχε ανοίξει. Για «τιμωρία», αρχικά έμεινα στη φοιτητική εστία, αν και με τον καιρό η στάση της μητέρας μου άλλαξε και έκτοτε στηρίζει σταθερά τις επιλογές μου. Είχα ακούσει για τον Σωσμένο του Μποντ που είχε ανεβάσει το Εμπρός. Πήγα, κι όταν βγήκα από το θέατρο, ακούμπησα στον τοίχο σαν να είχα φάει χαστούκι.
• Άρχισα να δίνω εξετάσεις σε δραματικές σχολές, αλλά δεν με παίρνανε. Μέχρι που έμαθα ότι άνοιγε σχολή το Εμπρός. Έδωσα εξετάσεις και με πήρανε. Από τύχη, σύμπτωση; Έγινε το σπίτι μου, δεν με ένοιαζε τίποτα, ήμουν εκεί μέσα από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί. Είχαμε κλειδί, κοιμόμασταν εκεί, κάναμε διάφορες δουλειές – εγώ ήμουν για αρκετά χρόνια και βοηθός του Τάσου Μπαντή. Ήταν τρομερό δώρο να έχεις έναν χώρο να ανήκεις.
• Η πρώτη μου παράσταση ήταν ένα πέρασμα στην Αγριόπαπια του Ίψεν. Τέλειωσα, πήγα φαντάρος –μια οδυνηρή εμπειρία– κι όταν επέστρεψα ένιωθα τελείως ξεκομμένος. Πήγα να δω το Εργοτάξιο Σλήμαν στο Θησείον και η Αμαλία Μουτούση εκείνο το βράδυ έπαιζε με πατερίτσες. Μετά την παράσταση της είπα ότι ήθελα οπωσδήποτε να της μιλήσω. Βρεθήκαμε, και λίγο μετά ο Μαρμαρινός ανακοίνωσε ακροάσεις για την Ηλέκτρα. Πήγα, αλλά δεν πέρασα την πρώτη φάση. Δεν ξέρω πώς μου 'ρθε και άφησα στο κινητό της Αμαλίας το εξής μήνυμα: «Μόνο εγώ μπορώ να παίξω τον Ορέστη».
Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Πέρασα δεύτερη ακρόαση και τελικά όντως ο Μιχαήλ μου έδωσε τον ρόλο του Ορέστη. Έπαιξα μαζί του σε ακόμα δύο παραστάσεις. Οι συνεργασίες μου νομίζω ήταν πάντα θέμα τύχης. Σαν να ερχόντουσαν στη ζωή μου άνθρωποι που με αφορούσαν. Συνεργάστηκα και με την Άντζελα Μπρούσκου. Ίδια αγωνία για να βρεθεί η αλήθεια του θεάτρου, να εκφραστούν πράγματα μέσα από αυτή την τέχνη, γιατί κάνει κάποιος θέατρο, τι προτείνει μέσα από αυτό. Ένας προβληματισμός που προφανώς γεννάει διαφορετικές προσεγγίσεις, αλλά με τον ίδιο παρονομαστή.
Μία από τις ευτυχείς συναντήσεις μου θεωρώ αυτή με τον Γερμανό Άλμπερτ Χίρχε, με τον οποίο έκανα στο Αμόρε τον Θάνατο του Δαντόν. Μετά συμμετείχα σε εξαιρετικές παραστάσεις του στη Γερμανία, όπως μια διασκευή του Κάποτε στη Δύση στο Φολκσμπίνε Τεάτρ. Χάρη στο γερμανικό θέατρο έμαθα την απενοχοποίηση του σώματος και της έκφρασης. Επίσης, είχα τη μεγάλη τύχη να παίξω στην Οδύσσεια του Μπομπ Γουίλσον, ο οποίος έχει μια ειλικρίνεια και μια απολυτότητα στη σχέση του με το θέατρο, βγαλμένες από τον ψυχισμό του και το σώμα του – γι' αυτό και λειτουργούν στην εντέλεια. Ενδιαφέρουσα συνεργασία είχα και με τον μουσικό-σκηνοθέτη Θοδωρή Αμπαζή.
• Συμμετείχα στον Αμφιτρύωνα, την τελευταία σκηνοθεσία του Λευτέρη Βογιατζή. Για το θέατρο ο Λευτέρης ήταν κάτι ανάλογο με τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Είχε κάνει τεράστια έρευνα. Δούλευε πάντα λες κι οτιδήποτε συναντούσε στη ζωή είναι εν δυνάμει χρήσιμο και στο θέατρο. Τα πάντα υπό παρατήρηση. Δεν ξεχώριζα πότε ήταν ο Λευτέρης και πότε ο σκηνοθέτης. Κι αυτό νομίζω ότι ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που μπορούσες να πάρεις από εκείνον.
• Με απασχολεί ο μύθος του Μινώταυρου. Το ότι κάτι τερατώδες είναι κλεισμένο μέσα σε έναν λαβύρινθο και ο τρόπος να το σκοτώσεις είναι στην ουσία απλός, ένα νήμα. Ο μινωικός πολιτισμός από τη μία, υψηλής τεχνολογίας, όπως τώρα ο δυτικός που κρύβει ένα τέρας και αυτός, και ο αθηναϊκός, βασισμένος στο πνεύμα και στην ανθρώπινη δύναμη. Κι όμως, δεν έχεις παρά να σκοτώσεις το τέρας για να προχωρήσεις. Ψάχνω αυτό το κλειδί, το νήμα του λαβύρινθου, για να ανοίξω τις πόρτες της ζωής μου και της δουλειάς μου.
• Μ' αρέσει η δύναμη του λόγου του Δημήτρη Δημητριάδη, που μπορεί να κινητοποιήσει έναν κόσμο ολόκληρο και να συνδιαλαγεί με την πραγματικότητα. Έχει μια καίρια ματιά πάνω στην ανθρώπινη ψυχή. Ο Κυκλισμός του τετραγώνου απαιτεί μια εγκεφαλική εγρήγορση στην πρόσληψη και ανταπόδοση των ερεθισμάτων. Να παραμένεις στο αφηγηματικό επίπεδο, χωρίς να εμπλέκεσαι συνειδητά.
• Μου αρέσει η Αθήνα, αν και αισθάνομαι ότι δεν θα σου δώσει κάτι, αν δεν το ψάξεις ο ίδιος. Θέλει μια διαρκή προσπάθεια. Κι αν δεν προσέξεις, αν αφεθείς, κινδυνεύεις. Διασχίζω τελευταία την περιοχή πίσω από το Ιντερκοντινένταλ, το Δουργούτι. Ανάμεσα στις εργατικές πολυκατοικίες υπάρχουν αυλές, καφενεδάκια, ουζερί, παιδιά που παίζουν, κρυφά, κάτω από όλα αυτά τα κτίρια. Ξαφνικά, ένας άλλος κόσμος.
• Πριν από λίγο καιρό έπεσα πάνω σε ένα ζευγάρι κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου που έκανε έρωτα όρθιο, μέρα μεσημέρι. Ένας άστεγος γέρος και μια κοπελίτσα τζάνκι. Σαν δύο πλάσματα από μια παράλληλη πραγματικότητα, ένα περίεργο σύγχρονο παραμύθι. Μια ιστορία που δεν τολμάμε να την πούμε. Η εικόνα αυτών των δύο πλασμάτων είναι τόσο αδιανόητα πραγματική, που γίνεται φανταστική. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το προσπεράσω έτσι. Κάτι συμβαίνει και δεν το καταλαβαίνω ή δεν θέλω να το καταλάβω.