Η επιστροφή στο σπίτι της γιαγιάς προκαλεί ένα τσουνάμι αναμνήσεων από τη σχέση με μια γυναίκα που τα περισσότερα εγγόνια, ακόμα και αν έχουν περάσει πολύ χρόνο μαζί της, τη γνωρίζουν αμυδρά. Με όχημα τις αισθήσεις, την όσφρηση κυρίως, που έχει εξαφανιστεί ή παραμένει στα άδεια πια σπίτια, και κατακερματισμένες, αποσπασματικές αναμνήσεις, ο Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος ανασκευάζει και συνθέτει μέσα από την προσωπική του μνήμη το πορτρέτο μιας γυναίκας που δεν γνώρισε όσο θα ήθελε.
«Αισθάνομαι ότι με αυτή την παράσταση γνωρίζω καλύτερα τη γιαγιά μου», λέει ο συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης «ΜΑ ΓΚΡΑΝ’ΜΑ» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. «Στην πραγματικότητα άρχισα να τη γνωρίζω καλύτερα μετά τον θάνατο του παππού μου, το 2014. Σπούδαζα τότε στο δεύτερο έτος στο Πάντειο και ήμουν σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής μου, σε ένα τέλμα. Ο θάνατος του παππού μου συνέπεσε με αυτή την περίοδο. Χωρίς πολλή σκέψη, αποφάσισα να μείνω στο σπίτι των παππούδων μου και να συγκατοικήσω μαζί της. Τότε άρχισα να τη γνωρίζω καλύτερα, μέσα από την ανάγκη μου να είμαι κοντά της στο πένθος της, κρατώντας της συντροφιά. Αυτό μου γέννησε την επιθυμία και να την καταλάβω, εκτός από το να τη μάθω. Ήταν μια αινιγματική φιγούρα που δεν μπορούσε να εκφραστεί εύκολα, η συναισθηματική και η σωματική επαφή μαζί της ήταν περιορισμένη. Οι άλλοι μου παππούδες, που ήταν μια δεκαετία νεότεροι, ήταν άλλη γενιά και κατάσταση. Όταν ξεκίνησαν οι πρόβες, ταξίδεψα στην Πάτρα, μίλησα για εκείνη με τις ξαδέλφες μου και ενώθηκαν και άλλοι κρίκοι της οικογένειας. Η γιαγιά μου έφυγε από τη ζωή πρόσφατα και έπρεπε να διαχειριστώ το τραύμα της απώλειας, να μπορέσω να κατανοήσω και να μοιραστώ τη συγκλονιστική εμπειρία της τελευταίας μας συνάντησης στο Άσυλο Ανιάτων, όταν ήταν σε κατάσταση απόλυτης φθοράς. Αυτό μοιράζομαι στην παράσταση».
Η ιστορία της γιαγιάς φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα που σκεφτόμαστε συνήθως ως ενήλικες: πόσο καλά γνωρίσαμε τους προηγούμενους από εμάς, αν τους φανταστήκαμε νέους, νικητές ή ηττημένους της ζωής, αν η εικόνα που έχουμε από αυτούς είναι του γήρατος και της απώλειας.
Η πρωτότυπη αυτή σκηνική σύνθεση του νεαρού σκηνοθέτη, για ένα πρόσωπο που μένει συνήθως στη σκιά των οικογενειακών αφηγήσεων και περιγράφεται με σχετική γραφικότητα και άλλα τόσα στερεότυπα, αντανακλά την επιθυμία να ειπωθεί μια ιστορία που δεν πρέπει να ξεχαστεί και μια ανάγκη να μάθει τις άγνωστες πτυχές της ζωής προσώπων της οικογένειάς του για να συγκροτήσει το δικό του νήμα αφήγησης.
Μέσα σε ένα άδειο σπίτι αναπλάθεται η αληθινή σχέση του σκηνοθέτη με τη γιαγιά του, ο θάνατος της οποίας το 2020 πυροδότησε την επιθυμία του να γράψει αυτό το έργο, που μπορεί να διαβαστεί και σαν ένα γράμμα προς εκείνη. Αυτή η προσωπική σχέση ξεφεύγει από το σύμπαν του προσωπικού και αφορά τη συλλογική μνήμη της ελληνικής οικογένειας, που στο κάδρο της υπάρχει η παρουσία της γιαγιάς σαν παλιά φωτογραφία με μυστηριώδες πολλές φορές το πρόσωπο και ανείπωτες τις ιστορίες της.
«Το σπίτι της γιαγιάς μου σήμερα είναι γεμάτο, δεν είναι άδειο, αλλά έχει μια άλλη χρήση. Έχει αδειάσει από την παρουσία της. Το έχουμε σαν Airbnb, αν και έχουμε κρατήσει τα πράγματά της ακριβώς. Είναι ένα vintage σπίτι, πολύ διαφορετικό όμως ακόμα και για εμένα από αυτό στο οποίο πέρναγα τα Σαββατοκύριακα ως παιδί και ως φοιτητής αργότερα. Ήταν το πρώτο σπίτι που επισκεπτόμουνα στην Πάτρα, πριν πάω καλά καλά στο πατρικό μου. Αν και με κατακλύζουν οι αναμνήσεις και με το έργο τις φέρνω ξανά σε πρώτο πλάνο, τώρα δεν επιστρέφω με την ίδια θέρμη», λέει ο Δημήτρης.
Η Άννα, η γυναίκα αυτής της ιστορίας, φέρει πάνω της τη σφραγίδα της μοίρας των ανθρώπων που γεννήθηκαν στην Ελλάδα προπολεμικά, μετανάστευσαν για μια καλύτερη ζωή στην Αυστραλία, φρόντισαν την οικογένεια, έκαναν τη δική τους με παιδιά και εγγόνια, και επέστρεψαν στη χώρα μας για να μείνουν, κάπως θολές φιγούρες, λιγομίλητες ή σκληρές. Η γυναίκα αυτής της εποχής περιγράφεται με τρυφερότητα. Ποια ήταν και πώς ένιωθε; Πώς ερωτεύτηκε και τι αισθάνθηκε όταν επέστρεψε στην Ελλάδα για να ζήσει ένα γαϊτανάκι απωλειών, για να χάσει τον άντρα της και το παιδί της; Τι σημαίνει να γερνάς σχεδόν μόνος, ενώ η ζωή των μελών της οικογένειάς σου συνεχίζεται, και να βιώνεις τη φθορά των γηρατειών;
Η ζωή της Άννας από τότε που ανέβηκε στο πλοίο που θα την πήγαινε στη «γη της επαγγελίας» ζωντανεύει και μαζί της η Ελλάδα στα τέλη του ‘50, με τα τεράστια υπερωκεάνια που έφευγαν από τον Πειραιά για την Αμερική και την Αυστραλία μεταφέροντας όνειρα, προσδοκίες και έρωτες. Ζωντανεύει μια γυναίκα νέα και αισιόδοξη που πολλά όνειρά της συντρίβονται στην απιστία και τη βιοπάλη. Μια γυναίκα που ο χαρακτήρας της διαμορφώνεται από τις συνθήκες και το μόνο της περίσσευμα τρυφερότητας θα το δώσει στα εγγόνια της, ακόμα και σιωπηλά.
Πέντε ηθοποιοί-αφηγητές επιστρέφουν στο σπίτι της γιαγιάς. Άλλοτε λειτουργώντας ως ενιαίο σύνολο, άλλοτε ως πρόσωπα αυτής της οικογένειας, ξετυλίγουν γεγονότα, αφηγήσεις και εξομολογήσεις. Το σπίτι δεν έχει πια την όψη του παρελθόντος. Ένα και μόνο ερέθισμα, ωστόσο, αρκεί, μια αίσθηση μονάχα, κι ο τοίχος που χωρίζει το παρελθόν από το παρόν γκρεμίζεται. Τίποτα πια δεν συγκρατεί τις αναμνήσεις. Ο χρόνος που περνά φέρνει αναπόφευκτα μαζί του το γήρας, τη μοναξιά, τους αποχαιρετισμούς, όσα δεν προλάβαμε ποτέ να μοιραστούμε, τη μνήμη και τη ζεστασιά του παρελθόντος.
«Η χορική αφήγηση ήταν κάτι που επέλεξα και στην πρώτη μου δουλειά, που ήταν ο “Βέρθερος” του Γκαίτε, ένα κείμενο που λατρεύω. Νομίζω με συγκινεί και με αφορά το αφηγηματικό θέατρο. Άρχισα να σπουδάζω θέατρο χωρίς να υπάρχει παρελθόν ή κάποιο σημείο αναφοράς. Ένας καθηγητής μου στο φροντιστήριο με προέτρεψε και ήταν κάτι που εξερεύνησα μόνος μου. Το θέατρο της αφήγησης και της επινόησης με συγκινεί όσο με συγκίνησαν και με επηρέασαν σκηνοθέτες όπως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, η Γεωργία Μαυραγάνη και ο Νίκος Καραθάνος. Ήμουν τυχερός γιατί πήγα στο Ωδείο Αθηνών που δεν θέλει οι σπουδαστές να είναι στρατιώτες, ανοίγει το πεδίο σε νέα ερεθίσματα, σε προτρέπει να δεις τη μεγάλη εικόνα της τέχνης∙ έτσι αγάπησα τη φωτογραφία, εικαστικούς καλλιτέχνες, τη Σοφί Καλ και τη Ναν Γκόλντιν.
Με συγκινεί η δύναμη του συνόλου και ήθελα να υπάρχει σε αυτή την παράσταση. Νιώθω ότι ωρίμασα και εγώ γιατί σταδιακά κατάλαβα ότι πρέπει να υπάρχει και μια στιγμή ρεαλισμού και ότι προχωράς γιατί κρατάς κάτι από αυτό που υπήρχε προηγουμένως, από μια ρίζα. Έτσι μπόρεσα να παραδοθώ στις πρόβες και στην ανασφάλεια και στην επικινδυνότητα του αγνώστου, και ένιωσα ότι πρέπει να περνάς από αυτά τα αισθήματα. Η χορική φωνή πυροδοτεί κάτι μέσα μου, αυτό είναι βέβαιο».
Η μοίρα των σπιτιών αλλάζει και παρασύρει και τις αναμνήσεις. Η γιαγιά είναι το κυρίαρχο πρόσωπο ενός σπιτιού που σφραγίζεται στη συνέχεια από άλλες παρουσίες, αλλάζει χρώμα και οσμές. Ο σκηνοθέτης φτιάχνει ένα χειροποίητο προσωπικό παζλ αναμνήσεων από μια γυναίκα την οποία συγκροτεί ενώνοντας ψηφίδες, μια γυναίκα που δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει αληθινά και να μάθει από εκείνη τις ιστορίες της, αποτίνοντας φόρο τιμής σε μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που υπάρχουν στη ζωή μας μέσα από τις αφηγήσεις των επόμενων από εκείνους γενεών, των γονιών μας.
Μέσα από την προσωπική του αφήγηση ξεδιπλώνονται οικογενειακοί δεσμοί, αποδοχές και απορρίψεις, κανόνες που δεν τηρήθηκαν, μυστικά που δεν ειπώθηκαν. Η ιστορία της γιαγιάς φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα που σκεφτόμαστε συνήθως ως ενήλικες: πόσο καλά γνωρίσαμε τους προηγούμενους από εμάς, αν τους φανταστήκαμε νέους, νικητές ή ηττημένους της ζωής, αν η εικόνα που έχουμε από αυτούς είναι του γήρατος και της απώλειας.
«Ειλικρινά δεν γνωρίζω πώς θα είναι το επόμενό μου βήμα. Η σχέση μου με τη σκηνοθεσία είναι κάτι που κι εγώ εξερευνώ. Οι καθηγητές μου στη σχολή εντόπισαν ότι κάτι υπάρχει μέσα μου. Ξέρω ότι μου αρέσει να παρατηρώ τα πράγματα περιμετρικά μαζί με το βίωμα, ίσως γιατί ήθελα να καταλάβω και να συγχωρήσω. Το ταξίδι μου στη σκηνοθεσία έχει ξεκινήσει πολύ παράδοξα, απροειδοποίητα, αστραπιαία και κομβικά. Το ίδιο και στον κινηματογράφο. Έγραφα μέχρι τότε για μένα, αποσπασματικά. Έγραψα ένα γράμμα όταν είχα τελειώσει τη σχολή, μια ερωτική επιστολή ανεπίδοτη, για έναν ανικανοποίητο έρωτα. Έγινε ταινία, ένα ταξίδι που κράτησε τέσσερα χρόνια μέσα στο σινεμά, που αγαπώ όλο και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός, και μου έδειξε ότι η ζωή έχει εκπλήξεις και ότι ποτέ δεν ξέρεις πώς προχωρούν τα πράγματα».
Ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Δημήτρης Χαραλαμπόπουλος γεννήθηκε το 1994 στην Πάτρα, αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών και από το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και είναι ιδρυτικό μέλος της ομάδας 400 LBS, με την οποία παρουσίασαν την πρώτη τους παράσταση «Βέρθερος ή Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα» το 2023. Έχει γράψει και σκηνοθετήσει τη μικρού μήκους ταινία «Η μεγαλύτερη μέρα του κόσμου», η οποία συμμετείχε στο 47ο Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας καθώς και στις 30ές Νύχτες Πρεμιέρας, στις οποίες και διακρίθηκε με την Ειδική Μνεία της επιτροπής.
«Σκέφτομαι ότι εκκινώ από το προσωπικό, είτε στο θέατρο, είτε στο σινεμά, είτε σε μια περφόρμανς. Θέλω να το εξερευνήσω και έχω ανάγκη να συνδεθώ με έναν εικαστικό, με έναν σκηνοθέτη για να μάθω. Θα καλοδεχτώ κάθε εμπειρία γιατί είμαι στην αρχή, δεν θέλω να με κατατάξω κάπου, και αυτό είναι απελευθερωτικό. Αυτή η παράσταση θέλω να σου αφήνει χώρο να σκεφτείς, να θυμηθείς, είναι διαφορετική και από την προηγούμενη και από την ταινία μου, αλλά με έναν τρόπο υπάρχει μια εσωτερική ματιά, ένα νήμα που με κάνει να προχωρώ ως άνθρωπος. Αυτό είναι ένα τεράστιο δώρο».