«Να μπορώ να είμαι ευτυχισμένος μέχρι τέλους, μέχρι να πεθάνω» έλεγε ο Μηνάς Χατζησάββας κλείνοντας την εκπομπή «Η ζωή είναι αλλού» της ΕΡΤ τον Δεκέμβριο του 2007. Η ζωή και το θέατρο είχαν προσφέρει στον Χατζησάββα απλόχερα και ευτυχία και επιτυχία. Όχι επειδή του χαρίστηκαν αλλά επειδή από πολύ νωρίς έβαλε τον πήχη ψηλά και δεν παρέβη ποτέ τις προσωπικές του αξίες, αντιθέτως τις υπερασπίστηκε και όποτε χρειάστηκε απέρριψε ανθρώπους και καταστάσεις, προτιμώντας να υποχωρήσει σε πράγματα στα οποία έτσι κι αλλιώς δεν έδινε μεγάλη αξία, λ.χ. κάνοντας τηλεόραση για λόγους κυρίως βιοποριστικούς, παρά να συμμετάσχει σε μια ακαδημαϊκίζουσα παράσταση τραγωδίας που δεν τον ικανοποιούσε. Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που το ελληνικό θέατρο θα τον θυμάται ως έναν από τους πιο συνεπείς «εργάτες» του και το κοινό ως έναν από τους πιο χαρισματικούς πρωταγωνιστές του.
Ο Μηνάς Χατζησάββας έφυγε από τη ζωή ακριβώς πριν από πέντε χρόνια, στις 30 Νοεμβρίου του 2015, από εγκεφαλικό. Πρόωρα (αν μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο για τον θάνατο), απρόσμενα, άδικα, καθώς βρισκόταν σε σταθερή ανοδική πορεία, παίζοντας πάντα σε εξαιρετικές παραστάσεις σημαντικών σκηνοθετών-δημιουργών. Γεννημένος στην Αθήνα το 1948, αφού δοκιμάστηκε για έναν χρόνο στη σχολή «Cours Simon» στο Παρίσι, βρέθηκε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου, από την οποία αποφοίτησε το 1969.
Ο αναπάντεχος θάνατός του, εκτός από τη μεγάλη θλίψη και το πένθος που προκάλεσε στη θεατρική οικογένεια, υπήρξε καταλύτης για τις εξελίξεις στο θέμα των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ πολιτών στην Ελλάδα.
Στην πρώτη του επαγγελματική εμφάνιση υποδύθηκε τον Πάρη στον «Ρήσο» του Ευριπίδη, παράσταση που ανέβασε το Εθνικό στο Αρχαίο Θέατρο της Δωδώνης. Μετά από ένα σύντομο διάστημα συνεργασίας με γνωστούς θιάσους της εποχής (των Κατερίνας Ανδρεάδη, Αντιγόνης Βαλάκου, Γιάννη Φέρτη - Ξένιας Καλογεροπούλου), το καλοκαίρι του 1970, μαζί μια παρέα νέων συναδέλφων του, συμμετείχε στην ίδρυση του πρωτοποριακού τότε Ελεύθερου Θεάτρου, όπου ανέβασαν την «Όπερα του Ζητιάνου» του Τζον Γκέι σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη. Ακολούθησαν η «Ιστορία του Αλή Ρέτζο» του Πέτρου Μάρκαρη και οι ιστορικές παραστάσεις «Ο τυχοδιώκτης» του Χουρμούζη και το «Μια ζωή Γκόλφω», σε συλλογική σκηνοθεσία, που αποτέλεσε τομή για το θέατρο της εποχής.
Το 1978 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και έμεινε ως το 1983, συμμετέχοντας σε παραστάσεις όπως οι: «Παπαφλέσσας», «Δεν είμαι εγώ», «Ευτυχισμένες Μέρες», «Στον βυθό», «Σίβυλλα», «Μάκβεθ». Μια πενταετής γόνιμη πορεία, κατά την οποία είχε την τύχη να συναντηθεί με σημαντικούς σκηνοθέτες και να αναγνωριστεί ως ο πιο ταλαντούχος ηθοποιός της γενιάς του. Αυτό θα επιβεβαίωνε το αμέσως επόμενο διάστημα η θητεία του ως βασικού στελέχους του Ανοιχτού Θεάτρου του Γιώργου Μιχαηλίδη. Μια εξαιρετική συνεργασία που κράτησε περισσότερο από δέκα χρόνια και έδωσε μερικές από τις πιο μαγικές παραστάσεις της θεατρικής Αθήνας της δεκαετίας του '80.
Ο Χατζησάββας, ως πρωταγωνιστής, ξεχώρισε για τις αξιομνημόνευτες ερμηνείες του στο κλασικό αλλά και στο σύγχρονο ρεπερτόριο, ως Τζοβάνι στο «Κρίμα που είναι πόρνη», Βενέδικτος στο «Πολύ κακό για το τίποτα», Βερσίνιν στις «Τρεις Αδελφές», Αγαμέμνων στην «Ορέστεια», Θησέας και Όμπερον στο «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας», Αζντάκ στον «Κύκλο με την κιμωλία», αλλά και ως Άμλετ, Πλατόνοφ, Φίγκαρο, Γαλιλαίος, Ιππόλυτος. Οι σπουδαίοι ρόλοι στους οποίους διέπρεψε, έχοντας συχνά συμπρωταγωνίστριά του την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ήταν πολλοί. Τα επόμενα χρόνια, αναγνωρισμένοι, διάσημοι και ώριμοι πια, θα συνέχιζαν την επιτυχημένη τους πορεία με έργα όπως οι «Σκηνές από έναν γάμο» και το «Εγκλήματα κι εγκλήματα».
Το διάστημα 2000-2003 συνεργάστηκε με το Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Πάτρας στα έργα «Κ.Π. Καβάφης», «Φάουστ», «Αγαμέμνων», «Βυσσινόκηπος» και «Σιρανό ντε Μπερζεράκ», ενώ το 2010 επέστρεψε στο Εθνικό, όπου πρωταγωνίστησε στον «Τίτο Ανδρόνικο» του Σαίξπηρ, σε σκηνοθεσία Άντζελας Μπρούσκου, και στο «Μαρά/Σαντ» του Βάις, σε σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου. Επίσης, με σκηνοθέτη τον Γιάννη Χουβαρδάπρωταγωνίστησε στην Εμίλια Γκαλότι του Λέσινγκ και στον «Περικλή» του Σαίξπηρ, με τον οποίο ταξίδεψε στο Λονδίνο, στο Globe Theatre.
Η τρομερή αφοσίωσή του στο θέατρο και το ενδιαφέρον του για την εξέλιξή του μέσα από νέες φόρμες τον οδήγησαν σε τολμηρές, πολλές φορές, επιλογές, όπως όταν έπαιξε τον Διόνυσο στις «Βάκχες» σε σκηνοθεσία του Λάνγκχοφ με το ΚΘΒΕ, παράσταση που προκάλεσε σκάνδαλο στην Επίδαυρο, τόσο λόγω του σκηνοθετικού της ύφους όσο και λόγω του ότι εμφανίστηκε γυμνός. Ανάλογης τολμηρότητας ήταν και η «Ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή» του Δημητριάδη στο Θέατρο του Νότου/Αμόρε. Έτσι, δεν δίστασε καθόλου να συνεργαστεί με τον Δημήτρη Καραντζά, όταν του ανέθεσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Έτσι είναι (αν έτσι νομίζετε)» του Πιραντέλο, με τον Νίκο Μαστοράκη στο «Μεφίστο» των Μνουσκίν/Μαν, με τον Δημήτρη Λιγνάδη στο «Κρίμα που είναι πόρνη» του Φορντ, με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό στον «Ηρακλή μαινόμενο» και τον Γκότσεφ στους «Πέρσες».
Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1969 με την ταινία «Οι όμορφες μέρες». Έκτοτε, μετράει αξιομνημόνευτους ρόλους σε περισσότερες από 30 ταινίες. Ανάμεσα σε αυτές, μερικές από τις πιο σημαντικές, για τις οποίες βραβεύτηκε, είναι τα «Παιδιά του Κρόνου» του Κόρρα (Βραβείο Β' Ανδρικού Ρόλου, 1985), η «Κλειστή στροφή» του Γραμματικού (Βραβείο Α' Ανδρικού Ρόλου, 1991), το «Lilly's Story» (Βραβείο Β' Ανδρικού Ρόλου, 2002) αλλά και το «Ονειρεύομαι τους φίλους μου», οι «Ακροβάτες του κήπου», ο «Όμηρος», το «Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη», το «Απ' τα κόκαλα βγαλμένα», ο «Άδικος κόσμος», το «J.A.C.E.», η «Miss violence».
Η τελευταία ταινία στην οποία εμφανίστηκε ήταν το «Ένας άλλος κόσμος» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, στην οποία υποδυόταν έναν ρόλο που πρέσβευε όλα όσα μισούσε στη ζωή του, έναν φασίστα με ρατσιστικές ιδέες. Η ταινία έκανε πρεμιέρα όταν εκείνος δεν ήταν πια στη ζωή. Να σημειώσουμε ότι το 1995 τιμήθηκε και με το Βραβείο Σεναρίου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την ταινία «Η ζωή ενάμιση χιλιάρικο» της Φωτεινής Σισκοπούλου. Με το γράψιμο, όμως, είχε ιδιαίτερη σχέση, καθώς είχε εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων με το ψευδώνυμο Πρόδρομος Σαββίδης: το «Σπέρμα», το οποίο θεωρείται από τα πρώτα γκέι διηγήματα, τη «Χαμένη» και το «Δύο σταγόνες βροχή».
Το ευρύ τηλεοπτικό κοινό τον γνώρισε μέσα από δημοφιλείς σειρές όπως οι «Κλειστοί δρόμοι», η «Ανατομία ενός εγκλήματος», το «Νυχτερινό Δελτίο», η «10η εντολή», το «Δέκατο τρίτο κιβώτιο», η «Αγάπη άργησε μια μέρα» κι άλλες πολλές. Η μεγαλύτερη αναγνώριση ήρθε, πάντως, με το ερωτικό δράμα «Αναστασία» της Μιρέλλας Παπαοικονόμου, που προβλήθηκε τη σεζόν 1993-1994.
Ο αναπάντεχος θάνατός του, εκτός από τη μεγάλη θλίψη και το πένθος που προκάλεσε στη θεατρική οικογένεια, υπήρξε καταλύτης για τις εξελίξεις στο θέμα των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ πολιτών στην Ελλάδα. Ο σύντροφός του, ηθοποιός Κώστας Φαλελάκης, είπε στην κηδεία του: «Μηνούλη μου... Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ακόμη τι έχει συμβεί. Είναι μια γιορτή αποχαιρετισμού σήμερα κι έτσι θέλω να νιώσουμε όλοι. Γνωριστήκαμε με τον Μηνά το 1991 και ερωτευτήκαμε όταν μου διάβασε ένα ποίημα της Κικής Δημουλά. Τον Μηνά δεν θα τον θάψουμε, θα τον θυμόμαστε για πάντα.
»Ήταν απίστευτο, πάντως, αυτό που έζησα στο νοσοκομείο, όταν πήγα για να πάρω τη σορό του και αυτό είναι ένα μήνυμα στον πρωθυπουργό για το Σύμφωνο Συμβίωσης. Ήμουν ο άνθρωπός του τα τελευταία 25 χρόνια και όμως δεν ήταν αυτονόητο ότι μπορούσα να πάρω εγώ τη σορό του. Προσδοκούσε αυτό το γαμημένο Σύμφωνο Συμβίωσης που δεν έρχεται και, αντί για συλλυπητήρια, θα έλεγα ότι υπάρχουν και διαφορετικοί άνθρωποι ‒και στην κοινωνία το λέω‒, που είναι ομοφυλόφιλοι. Δεν το έκρυψε ο Μηνάς ποτέ αυτό. Δεν ντράπηκε ποτέ γι' αυτό. Θέλουμε να ζούμε με αξιοπρέπεια και να πεθαίνουμε με αξιοπρέπεια. Δώστε μας αυτήν τη δυνατότητα επιτέλους». Αυτός ο επικήδειος λείανε την αντιμετώπιση της κοινής γνώμης όταν ψηφίστηκε τελικά στη Βουλή ο νόμος για το Σύμφωνο Συμβίωσης ομόφυλων ζευγαριών.
Από τα πολλά που ειπώθηκαν και γράφτηκαν για το καλλιτεχνικό του ήθος ξεχώρισε το μήνυμα του νεαρού τότε ηθοποιού Χάρη Τζωρτζάκη: «Πέρσι, λοιπόν, κάποιο βράδυ, μετά την παράσταση με είχε καλέσει ο Μηνάς σπίτι του για φαγητό. Ο Κώστας είχε μαγειρέψει, το κρασί έρρεε άφθονο, με λίγα λόγια περνάγαμε όμορφα. Ξαφνικά ο Μηνάς με κοιτάει με μεγάλη σοβαρότητα. Κι όταν σε κοιτάει ο Μηνάς με τα τεράστια αυτά, όλο νόημα, μάτια του, τότε υπάρχει θέμα. "Θέλω να σου πω κάτι εδώ και καιρό, αλλά το αποφεύγω. Ε, λοιπόν, θα σ' το πω κι ας θυμώσεις. Οφείλω να σ' το πω, επειδή σ' αγαπάω" είπε πολύ έντονα και η κατάσταση στο τραπέζι ξαφνικά σοβάρεψε. "Κάνεις κακό στην παράσταση! Σε ενδιαφέρει πώς θα φανείς και αν θα είσαι καλός και την παράσταση την έχεις γραμμένη ("χεσμένη" ήταν η ακριβής λέξη). Σε ενοχλεί, επειδή θεωρείς ότι ο ρόλος σου είναι μικρός και δεν υπηρετείς τον χαρακτήρα αλλά τη φιλοδοξία σου! Ξέρεις πόσα χρόνια έκανα εγώ για να παίξω έναν ρόλο της προκοπής; Πολλά! Αλλά μέχρι να παίξω έναν κωλοπρωταγωνιστικό, που λες κι εσύ, ήμουν χαρούμενος μόνο και μόνο που έπαιζα!"».