Πολλοί τη θυμούνται ως Φλώρα από τα «Εγκλήματα», κάποιοι ακόμα παλιότερα από το «Δις εξαμαρτείν» και τους «10 Μικρούς Μήτσους». Η Υρώ Μανέ, μαζί με εκλεκτούς συναδέλφους της από εκείνη την ανέμελη εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του '90 ξεκινούσε τη θεατρική της περιπέτεια από το θέατρο Αποθήκη με ένα ανατρεπτικό έργο της Μπαλασκό. Συνέχισε για επτά χρόνια εκεί, ακολούθησαν ρόλοι πολλοί και στο ξεκίνημα της κρίσης, πριν από δέκα χρόνια, ένας μονόλογος, ο «Συμβολαιογράφος» του Νίκου Βασιλειάδη, την απογείωσε θεατρικά, επιβεβαιώνοντας τη θεατρική της στόφα και το θεατρικό της ένστικτο. Ένας ακόμα μονόλογος, η «Ρένα» του Αύγουστου Κορτώ, γίνεται αφορμή να καταδυθεί στον παράδοξο κόσμο μιας γυναίκας ασυμβίβαστης που σαρκάζει, αυτοσαρκάζεται και δεν το βάζει κάτω ποτέ. Θα μπορούσε να είναι και η προσωποποίηση της Ελλάδας.
— Ποια είναι η Ρένα;
Η Ρένα είναι ιερόδουλη, περιθώριο, μια γυναίκα ταυτισμένη με τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Είναι συγχρόνως μια γυναίκα δυναμική, τρυφερή, συναρπαστική, ερωτική, μοναχική, αισιόδοξη, πάρα πολύ πονεμένη. Ακόμα και τώρα που τη συναντάνε οι δημοσιογράφοι από το Gay Pride, στην αρχή του έργου, αυτό που τους μεταφέρει είναι ένα μήνυμα χαράς και αισιοδοξίας για τη ζωή.
— Σωστά, αλλά έχω την εντύπωση ότι είναι και λίγο σύμβολο. Το έργο διαπερνάει την ελληνική ιστορία από το '22 μέχρι σήμερα...
Όντως, μαζί της διανύουμε όλα τα ιστορικά γεγονότα της πατρίδας μας, από τη Μικρασιατική Καταστροφή μέχρι τις μέρες μας. Βέβαια, και ρεαλιστικά αν το δούμε όλο αυτό, όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι, όταν διηγούνται μια ιστορία, κάποια στιγμή μπορεί να τα μπερδέψουν, δεν είναι σίγουροι πότε έγινε κάτι, έτσι, πολλές φορές, αυθαιρετούν στον λόγο και στη διήγησή τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ρένα, έχοντας διανύει τον 20ό αιώνα, είναι υπέργηρη.
Με συγκίνησε βαθιά η ιδιαιτερότητα της Ρένας. Ένιωσα λίγο σαν να επρόκειτο για συμβολισμό, ότι η Ρένα είναι η Ελλάδα. Αν ονομάτιζα την πατρίδα μας, θα την έλεγα Ρένα.
— Όταν διάβασες το βιβλίο, τι ήταν εκείνο που σου κίνησε το ενδιαφέρον;
Με συγκίνησε βαθιά η ιδιαιτερότητα της Ρένας. Ένιωσα λίγο σαν να επρόκειτο για συμβολισμό, ότι η Ρένα είναι η Ελλάδα. Αν ονομάτιζα την πατρίδα μας, θα την έλεγα Ρένα. Αυτό με κινητοποίησε, συν το γεγονός ότι αυτός ο χαρακτήρας ισορροπεί με έναν μαγικό τρόπο μεταξύ χιούμορ και δραματικότητας. Γι' αυτό ήθελα να ταυτιστώ μαζί της και να ζωντανέψω τον μυθιστορηματικό αυτόν ρόλο στη σκηνή.
— Κάνατε μεγάλη περιοδεία το καλοκαίρι με τη «Ρένα». Είναι διαφορετική η αποδοχή στις μικρές πόλεις απ' ό,τι στην Αθήνα;
Νομίζω ότι στα αστικά κέντρα η «Ρένα» αντιμετωπίστηκε πολύ θετικά, πολύ θερμά και απίστευτα δυναμικά. Στα μικρότερα μέρη το κοινό είναι πιο συντηρητικό, πιο συγκρατημένο και, βεβαίως, πιο εκδηλωτικό μέχρι να μπει σε αυτό το παιχνίδι.
— Πού διαπίστωνες τη διαφορά;
Κυρίως στα αστεία, γιατί εκεί εκδηλώνεται η ενοχική στάση του κοινού, αλλά και γενικότερα. Το κοινό στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα ήταν πολύ θετικό. Επίσης, στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Χίο, που είναι ένα κοινό εκπαιδευμένο, παρότι αρκετά συντηρητικό. Θυμάμαι, πάντως, καταπληκτικές παραστάσεις και στα Γιάννενα, στην Κρήτη. Σχεδόν παντού υπήρξε θετική αποδοχή.
— Οπότε, η κρίση σε επηρέασε στην επιλογή του έργου;
Με το που το διάβασα το καλοκαίρι του '17 μου ήρθε αμέσως η ιδέα για θεατρική παράσταση. Το ότι διανύαμε περίοδο κρίσης πιθανότατα έπαιξε ρόλο.
— Ο Κορτώ είχε κάποια ανάμειξη στο εγχείρημα;
Καμία, και προς τιμή του δεν ασχολήθηκε, το άφησε να ταξιδέψει με γενναιοδωρία. Ήρθε στην πρεμιέρα και χάρηκε πολύ όταν το είδε στη σκηνή.
— Φαντάζομαι, πάντως, ότι ένας λόγος που αρέσει στο κοινό δεν μπορεί παρά να είναι τα όσα περνάμε, καθώς αποτελεί αναδρομή σε όλες τις ιστορικές στιγμές της χώρας, γίνεται ταύτιση.
Το έργο σταματάει στις κομβικές ιστορικές στιγμές που μας καθόρισαν ως χώρα, ως κοινωνία και ως οικονομία, μέχρι που φτάνουμε στην κρίση. Αυτό που με ενδιέφερε πάρα πολύ, μολονότι, όπως τη συγκροτεί ο Κορτώ, η θέση της Ρένας, δηλαδή από ποια σκοπιά βλέπει τα πράγματα, γίνεται αντιληπτή, ήταν να κάνω έναν χαρακτήρα που να μην τοποθετείται πολιτικά με φανατικό τρόπο ‒ επέμενα πολύ σε αυτό στις συζητήσεις μας με τους συντελεστές. Αυτό που διαποτίζει τις πράξεις της Ρένας και την ιδεολογία της προέρχεται από τον μεγάλο της έρωτα για τον Μάρκο, που έχει την καθαρότητα που έχουν οι αγνοί άνθρωποι όταν ερωτεύονται και πιστεύουν. Ήταν αριστερός και την καθόρισε σε τέτοιον βαθμό ώστε έκανε αυτές τις επιλογές, που τη χαρακτηρίζουν κιόλας.
— Αυτός είναι ο λόγος που κι εγώ την ερμήνευσα περισσότερο ως σύμβολο μιας εποχής ολόκληρης, ως έναν ελεύθερο άνθρωπο.
Ακριβώς, ένα ελεύθερο, ανυπότακτο πνεύμα, με μια άπλα ψυχής. Μια γυναίκα που τοποθετείται απέναντι στις ανθρώπινες αξίες που αφορούν τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ελευθερία. Γι' αυτό, άλλωστε, την παράσταση τη χειροκροτούν όλες οι πολιτικές αποχρώσεις.
— Ξέρω ότι συνέβαλες κι εσύ στη γιγάντωση του εμπορικού θεάτρου, καθώς έπεισες τον τότε τηλεοπτικό παραγωγό Τάσο Παπανδρέου να χρηματοδοτήσει το 1994 το «Ο Αϊ-Βασίλης είναι σκέτη λέρα» στο θέατρο Αποθήκη. Μετά εκείνος έγινε ο μεγαλύτερος θεατρικός παραγωγός της Αθήνας.
Ίσως έχεις δίκιο. Η ιστορία με το Αποθήκη κράτησε 7 χρόνια.
— Ήταν επάνω στην έκρηξη της νέας κωμωδίας που έφερε η ιδιωτική τηλεόραση με τις «Τρεις Χάριτες», το «Δις εξαμαρτείν», τους «Μήτσους» και άλλα που σάρωσαν και καθόρισαν μια εποχή ελαφράδας και ανεμελιάς.
Ακόμα και με αυτή την «ελαφράδα» που σφράγισε εκείνα τα χρόνια της νιότης, μιας ανέμελης Ελλάδας, εγώ, ως κοινωνικά και πολιτικά ευαισθητοποιημένος ηθοποιός, οσμιζόμουν το περιβάλλον. Το «Ο Αϊ-Βασίλης είναι σκέτη λέρα» της Μπαλασκό που έφερα στο Αποθήκη ‒για όσους δεν ξέρουν‒ είχε να κάνει με ένα γραφείο που βοηθούσε απροστάτευτους και αναξιοπαθούντες εν έτει 1994-95 ‒ σήμερα το πρόβλημα αυτό έχει κορυφωθεί. Δέχομαι ότι έχω βάλει κι εγώ ένα λιθαράκι στο εμπορικό θέατρο με απόλυτη σφραγίδα ποιότητος. Στο Αποθήκη συνεχίσαμε με το «Αναμείνατε στο ακουστικό σας», ένα έργο που επίσης μίλαγε για την αποξένωση των ανθρώπων, εν έτει 1997, και μετά ήρθε το «Σεσουάρ για δολοφόνους», που παιζόταν πολλά χρόνια. Τα δύο πρώτα έργα ήταν δικές μου επιλογές, είχαν ένα συγκεκριμένο μήνυμα και μια συγκεκριμένη θέση, γιατί ό,τι κάνουμε έχει πολιτική θέση, δεν είναι έτσι απερίσκεπτα και άσκοπα τοποθετημένο στον χρόνο. Καθώς είχα αφετηρία τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης και ήμουν ένα παιδί με πάρα πολλά οράματα και όνειρα, το τελευταίο που ήθελα ήταν να παίξω στην τηλεόραση, να γίνω γνωστή και να με μάθει ο κόσμος. Στην πορεία προέκυψε, όμως στο πίσω μέρος του μυαλού μου άλλα ονειρευόμουν, άλλα ήθελα να πω στο κοινό. Παράλληλα, λοιπόν, όλα αυτά τα χρόνια έψαχνα, διάβαζα και ζυμώνονταν μέσα μου ιδέες. Έτσι, το 2009, ενώ θα μπορούσα να είμαι στις «μεγάλες πίστες», ήρθε η πρόταση του Γιώργου Καραμίχου για τον «Συμβολαιογράφο» και προτίμησα να παίξω σε ένα θεατράκι 70 θέσεων. Έσκασε η κρίση κι εγώ δεν την είχα αντιληφθεί ακόμα, όπως και οι περισσότεροι. Ήρθε ο «Συμβολαιογράφος» και σφράγισε αυτό που τόσα χρόνια υπήρχε στην ψυχή μου, υπογραμμίζοντας τον λόγο για τον οποίο ονειρεύτηκα να γίνω ηθοποιός: ότι μπορεί κανείς να κάνει καλλιτεχνική επιτυχία και συγχρόνως να κερδίσει το μεγάλο κοινό.
— Βοήθησε, πάντως, και η αναγνωρισιμότητα λόγω τηλεόρασης.
Το ένα βοηθούσε το άλλο, σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Δεν την απαξιώνω την τηλεόραση όταν κάνει ωραίες παραγωγές, ίσα-ίσα μου αρέσει πάρα πολύ. Βοηθάει τον κόσμο να έχει κάτι να δει. Κι επειδή πήξαμε τα προηγούμενα χρόνια στα τούρκικα, είναι ωραίο που πήρε πάλι μπρος η μηχανή...
— Τα τούρκικα, όμως, ήταν ιδιαίτερα καλογυρισμένα.
Συμφωνώ και λέω το εξής: επιτέλους, μπήκαμε σε μια διαδικασία κι εμείς να συναγωνιστούμε αυτή την ποιοτική τους πλευρά. Μας έφερναν σειρές τύπου σαπουνόπερας, αλλά ποιοτικές, όσον αφορά την παραγωγή τους. Άρα, κάτι έπρεπε να μάθουμε κι εμείς και νομίζω ότι καταφέραμε να δούμε ότι είμαστε ικανοί. Τώρα που αχνοφέγγει ένα φωτάκι στην άκρη του τούνελ, ξεκίνησε η παραγωγή και άρχισε η μυθοπλασία να παίρνει τα πάνω της. Έχουμε πραγματικά πολύ καλούς ηθοποιούς που μπορούν να στηρίξουν σειρές. Το θέατρο στην κρίση γνώρισε πολύ μεγάλη άνθηση. Ήμουν πρόεδρος του ΣΕΗ και έβλεπα ομάδες και παιδιά να συσπειρώνονται για να εκφραστούν, συνήθως χωρίς οικονομικά οφέλη, γιατί υπήρχε η ανάγκη να αρθρώσουν έναν λόγο μέσα σε όλη αυτήν τη μαυρίλα που ζούσαμε.
— Η τηλεοπτική κωμωδία των Ρέππα-Παπαθανασίου, του Ρήγα, του Λευτέρη Παπαπέτρου, του Λαζόπουλου, όλη αυτή η φουρνιά συγγραφέων και ηθοποιών ξεπήδησε από τα τραύματα μιας ολόκληρης γενιάς, μιας Ελλάδας υπερσυντηρητικής και υποκριτικής, και, χάρη στο έμφυτο ταλέντο τους στον αυτοσαρκασμό, σατίρισαν ιδιοφυώς την εξέλιξη αυτού του τόπου.
Όταν κάναμε τα «Εγκλήματα», λέγαμε ότι, όπως τώρα βλέπουμε τις παλιές ελληνικές ταινίες, απενοχοποιημένα, ενώ πριν τις σνομπάραμε, έτσι ακριβώς θα έρθει μια στιγμή που αυτές οι σειρές θα περάσουν στην ιστορία, όπως οι ελληνικές ταινίες. Και επαληθευτήκαμε.
— Μην ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι που συμμετείχατε ήσασταν ηθοποιοί του Τέχνης και του Εθνικού και γενικότερα ταλαντούχοι άνθρωποι.
Μ' αρέσει έτσι όπως το λες. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς και ηθοποιοί λειτούργησαν εντελώς απενοχοποιημένα και με μια διάθεση αυτοσαρκασμού και σχολιασμού. Είπαν αυτά που ήθελαν να πουν για να τα ακούσει ένας ολόκληρος λαός. Δεν είναι τυχαίο ότι και τους «10 μικρούς Μήτσους» και το «Δις εξαμαρτείν» και τα «Εγκλήματα» τα έβλεπε πάρα πολύς κόσμος, είχαν τεράστια θεαματικότητα. Έθεσαν μεγάλα θέματα και έθιξαν ταμπού. Να προσθέσουμε και τους «Απαράδεκτους» και άλλα που ακολούθησαν. Μια ολόκληρη εποχή που κατέγραψε ένα καινούργιο ρεύμα που ερχόταν. Έκαναν τους ανθρώπους να ανοίξουν το βλέμμα τους και την ακοή τους προς κάτι άλλο, να αποδεχτούν την ετερότητα, τη διαφορετικότητα, με έναν τρόπο εύστοχο, χιουμοριστικό, υπονομευτικό και καθόλου προσβλητικό ή χλευαστικό. Αυτό ο κόσμος το αγάπησε και το αποδέχτηκε. Έχει περάσει στο συλλογικό υποσυνείδητο και το διαπιστώνω ακόμα από τον τρόπο που με αντιμετωπίζουν οι θεατές και απ' όλα όσα θυμούνται από τις αγαπημένες τους σειρές.
— Μήπως σήμερα η κωμωδία δεν μπορεί να το πετύχει αυτό γιατί ζούμε ακόμα τα προβλήματα της κρίσης;
Πρέπει να εφεύρουμε καινούργιους κώδικες για την κωμωδία. Χρειάζεται να ωριμάσουν οι συνθήκες και ο περίγυρος, η πολιτική και κοινωνική συνθήκη, για να γεννηθεί κάτι, όπως συνέβη και τότε, μ' εμάς. Αν δεις τι υπήρχε πριν, ποιοι ήταν στην εξουσία και ποιοι μας κυβερνούσαν, θα καταλάβεις ότι υπήρχε πολύ υλικό για σάτιρα. Τώρα, με τα social media είναι αλλιώς, ο καθένας γίνεται youtuber και σατιρίζει.
— Οι Έλληνες έμαθαν από την κρίση;
Όπως ένας άνθρωπος συμφιλιώνεται με την απώλεια ενός προσφιλούς και πολύ αγαπημένου ανθρώπου και περνώντας ο καιρός συνηθίζει, έτσι πιστεύω ότι γίνεται και στην πατρίδα μας, συνηθίζουμε. Ακόμα και το κακό ο άνθρωπος έχει μάθει να το συνηθίζει, να το εξωραΐζει και να το ξορκίζει με τον δικό του τρόπο. Αυτό νομίζω ότι βιώνουμε. Δεν γίνεται αλλιώς, είναι στην ανθρώπινη φύση. Δεν γίνεται να μη συνεχίζεις τη μέρα σου και να μην ανατέλλει ένας όμορφος ήλιος. Νομίζω, άλλωστε, ότι είμαστε ένας πραγματικά αισιόδοξος λαός, προσανατολισμένος στο φως, δεν μας πάει το σκοτάδι. Όσον αφορά την κρίση, όσοι ήθελαν να μάθουν, έμαθαν. Για μεγάλη μερίδα του κόσμου, θα το δείξει η Ιστορία.
— Για να κλείσουμε από κει που ξεκινήσαμε: η Ρένα είναι γυναίκα ή άντρας;
Αυτή την ερώτηση μου την κάνουν πρώτη φορά! Θα σου πω: εν αρχή είναι ο λόγος. Και ο λόγος ξεκινάει από αυτόν που συνέλαβε την ιδέα. Μόνο αυτός ξέρει.
Credits
Μακιγιάζ: Ευάγγελος Κοντομούς
Κοσμήματα: Κατερίνα Καμίση
Ευχαριστούμε θερμά την Τατιάνα για την παραχώρηση του χώρου όπου έγινε η φωτογράφιση.
Info
Ρένα
του Αύγουστου Κορτώ
Σκηνοθεσία: Νικαίτη Κοντούρη
Παίζουν: Υρώ Μανέ, Άγης Εμμανουήλ, Κωνσταντίνος Φάμης, Μιχάλης Αβρατόγλου
Μαζί τους στη σκηνή οι μουσικοί: Παναγιώτης Τσεβάς, Κώστας Νικολόπουλος
Θέατρο Ακροπόλ (Ιπποκράτους 9)
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:00
σχόλια