Κύριε φρέντζο, μπορείτε να μου μιλήσετε γενικά για διάφορα πράγματα, σας παρακαλώ;
Ο καλύτερός μου φίλος είναι ο Bill, με τον οποίο τσακωνόμαστε συνέχεια. Η τελευταία φορά που τσακωθήκαμε ήταν προχτές. Γεννήθηκα το ’72. Μένω στη Νέα Σμύρνη. Σχολείο πήγα στη Λεόντειο, στην αρχή στα Πατήσια και μετά στη Νέα Σμύρνη. Όταν έγινε μεικτό. Έβγαινα στην πλατεία. Στον Γαλαξία, στην Άκρη, που ήταν ένα κλαμπ φλώρικο, αλλά εντάξει, ωραίο. Δεν έπαιζε ελληνικά. Ήταν οk η μουσική.
Στο δημοτικό πέρασα τη φάση Cure. Μου έδωσε μια κασέτα ένας ξάδερφός μου κι έτσι ξεκίνησαν όλα. Οι Cure, μαζί με τον Prince, ήταν αυτοί που με διαμόρφωσαν νομίζω. Απλή, αγνή, καθαρή ποπ.
Εντάξει, άκουγα και Black Flag ή Dead Kennedys* κάποια στιγμή, αλλά, μωρέ, όταν ακούς μετά αυτά τα τραγούδια και προσέχεις τους στίχους, δεν υπάρχει τίποτα, δεν υπάρχει, δηλαδή είναι ένα συνεχόμενο «ααουουου εεεε μπουουου». Δεν έβαζα κραγιόν σαν τον Robert Smith, αλλά προσπαθούσα, γενικά, αρκετά. Λεμόνι στα μαλλιά - λεμόνι και σαπούνι για να είμαι ακριβής.
Τα κορίτσια που ακούγανε Πωλίνα στην τάξη μου ήτανε λίγα. Επίσης, είχα έναν φίλο που φορούσε κι αυτός 46 νούμερο παπούτσια και πηγαίναμε στο Μοναστηράκι και παίρναμε All Star μαύρα και άσπρα και μετά κρατούσε ο καθένας ένα παπούτσι άσπρο κι ένα μαύρο. Πολύ Μοναστηράκι τότε. Ράβαμε το παντελόνι πάνω στο πόδι πριν βγούμε έξω. Εννοώ, το ράβαμε ενώ το φοράγαμε, ξέρεις, για να είναι όσο πιο στενό γίνεται. Πέμπτη, έκτη δημοτικού και πρώτη γυμνασίου. Με βοηθούσε το γεγονός ότι ήμουν μεγαλόσωμος. Μετά, άρχισα να κάνω κάτι παρέες που ήταν λίγο πιο dark. Μπλούζες μακρυμάνικες το καλοκαίρι, που το μανίκι ξεκινούσε από δω κάτω. Η Rebound ήτανε το μέρος, ήτανε φανταστικά εκεί.
Το goth κράτησε για μένα 3 χρόνια περίπου. Μέχρι το Λύκειο. Μετά ήρθαν τo rave και το Μanchester. Είχα γνωρίσει μια κοπέλα που τη λέγανε Σαμάνθα κι ήταν ξαδέρφη μια φίλης μου. Η Σαμάνθα έμενε στην Αγγλία. Μια μέρα είπα στον πατέρα μου «θέλω να πάω στην Αγγλία να βρω τη Σαμάνθα». Δεν ήτανε καλοκαίρι. Ήτανε Πάσχα.
Μου είπε εντάξει, μου έδωσε κάποια λεφτά, πήγαμε στη Hacienda, κοιμηθήκαμε 2 μέρες απέξω θυμάμαι. Έδωσα Πανελλήνιες, δεύτερη δέσμη για Φυσικό. Αλλά δεν πέρασα. Μάλλον όχι, πέρασα κάπου, σ’ ένα πράγμα που ούτε καν ήξερα τι είναι ακριβώς. Δεν πήγα ποτέ.
Δεν ήθελα να ξαναδώσω, δεν ήξερα επίσης τι θέλω να κάνω. Έκοψα την αναβολή και πήγα φαντάρος. Υπηρέτησα στην πλατεία Μαβίλη. Αεροπορία. Παράλληλα, ξεκίνησα μόδα σε μια σχολή στην Αθήνα και μετά πήγα στο Λονδίνο, στο Saint Martins. Εκεί έκατσα 4 χρόνια και ήταν απαίσια. Δεν μου άρεσε καθόλου. Είχα παρέα, δεν ήταν αυτό που με φρίκαρε. Υπήρχαν πολλοί μαζί που είχαν ανέβει για ξεχωριστούς λόγους ο καθένας. Το Λονδίνο έχει μια σκληρότητα που με στενοχωρεί. Επίσης, νομίζω ότι η δημιουργικότητα που έχει αυτή η πόλη είναι instant, κρατάει μια στιγμή, κρατάει λίγο. Για επιπλέον λεφτά δούλεψα στο «Prêt à manger», στο δύσκολο ωράριο δηλαδή, 2 με 8 το πρωί.
Γύρισα πίσω, έκανα τα πρώτα μου ρούχα, και μετά πήγα στο Μιλάνο. Έπρεπε να κάνεις τα δικά σου ρούχα γιατί τότε οι σχεδιαστές δεν πήγαιναν σε μεγάλους οίκους. Αργότερα έγινε αυτό. Μου αρέσει το Μιλάνο γιατί είναι ήσυχο και γιατί η δουλειά μου γίνεται εύκολα εκεί. Επίσης, εκεί περνάει ωραία η ώρα, μωρέ. Εκεί έχω πιο πολλούς φίλους από δω. Πολλοί από αυτούς που ήξερα παλιά εδώ τώρα δουλεύουν σε κάποια τράπεζα και πάνε σε κάποια μπουζούκια. Δεν υπάρχει μεγάλη αντίσταση στους ανθρώπους εδώ. Δεν ξέρω.
Αλήθεια, δεν ξέρω. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι μπορεί η δουλειά στην τράπεζα και το σταθερό μηνιαίο εισόδημα να είναι γαμάτα κι ότι εγώ χτυπιέμαι χωρίς λόγο και κουράζομαι χωρίς λόγο και τέτοια. Δεν ξέρω. Δεν είμαι συναισθηματικός άνθρωπος, να μου λείπουν πράγματα απ’ την Ιταλία όταν είμαι εδώ ή από δω όταν είμαι εκεί. Δεν με νοιάζει καθόλου. Όταν είμαι εδώ, μένω με τη μαμά, τον μπαμπά, τις δυο αδερφές μου, κι αυτό έχει πλάκα. Δεν βγαίνω πια στη Νέα Σμύρνη, γιατί η Νέα Σμύρνη θέλει να γίνει Γλυφάδα και τα καφέ της πια δεν κάνουν φραπέ, αλλά μόνο φρέντο καπουτσίνο με σαντιγί και καραμέλα και τρούφα σοκολάτα. Πηγαίνω στην Dark Sun. Ναι, ακόμα εκεί.
Στα μπουζούκια δεν θέλω να πάω ποτέ, γιατί στενοχωριέμαι με όλα αυτά τα μικρά παιδιά που κάθονται εκεί και τραγουδάνε και μετά πάνε στην τουαλέτα και κάνουν ναρκωτικά και μετά χορεύουνε και τα τραγούδια όλα μιλάνε για τον πόνο κάποιου που τον άφησε κάποιος άλλος τελείως άδικα. Οι πρώτες μου διακοπές ήτανε στην Ύδρα. Δεν έπινα, βαριόμουνα να πίνω, και κάπνιζα Gitanes - ένα μπλε πακέτο είχανε, νομίζω. Τώρα καπνίζω John Player Special, γιατί μου αρέσει πάρα πολύ το πακέτο, που είναι μαύρο.
Δεν οδηγώ. Είμαι πολύ αφηρημένος και φοβάμαι μη σκοτώσω κάποιον. Έχω πολλούς φίλους, πάρα πολλούς φίλους. Μου αρέσει να έχω πολλούς φίλους. Αυτά τα «λίγοι και καλοί» είναι μαλακίες. Πολλούς και πάρα πολύ καλούς. Θα ήθελα, αν γινόταν, να ήταν όλοι όσοι ξέρω πολύ φίλοι μου. Είναι πολύ απλό, ξέρεις. Συμπαραστέκεσαι όταν πρέπει, άμα βαριέσαι δεν απαντάς στο τηλέφωνο. Δεν χρειάζεται ν’ αναλύεται πολύ όλη αυτή η ιστορία με τους φίλους. Τσαντίζομαι πολύ, πολύ εύκολα. Φωνάζω και δεν έχω καθόλου υπομονή. Αλλά μετά μου περνάει γρήγορα.
Δεν ξεκόβω ποτέ από τους άλλους. Τους βρίζω, αλλά μετά τους αγαπάω ξανά. Το ότι με απογοητεύουν δεν έχει καμία σημασία. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Πολλές φορές έχω παίξει ξύλο. Χρειάζεται μερικές φορές το ξύλο. Όχι πολύ. Εννοώ, ένα χαστούκι ή μια μπουνιά. Στο Μιλάνο, πριν από 2 εβδομάδες, με πλησίασε ένας νεαρός, κάτι μου είπε που δεν άκουσα, εγώ χαμογέλασα, με ρώτησε «τι γελά ., ρε ηλίθιε;», τον έπιασα απ’ τα πόδια και τον γύρισα ανάποδα. Ήταν κοντός και αδύνατος.
Προσπαθώ συνέχεια ν’ αλλάξω τους ανθρώπους που ξέρω. Με το ζόρι. Το κάνω συνέχεια αυτό. Δεν αλλάζουνε όμως. Αλλά εγώ συνεχίζω. Δεν ξέρω γιατί το κάνω. Επίσης, το κάνω με λάθος τρόπο, γιατί μετά από λίγο, ενώ προσπαθώ να πείσω κάποιον για το ότι έχω δικιο, μετά το παίρνω πίσω. Όταν βλέπω τον άλλον να στενοχωριέται, του λέω «εντάξει, μωρέ, είμαι υπερβολικός και δεν είναι ακριβώς έτσι όπως σ’ τα είπα και μη στενοχωριέσαι τώρα». Μαλακία. Ενθουσιάζομαι πάρα πολύ με τα πάντα. Μετά, άμα σταματήσει να μου αρέσει κάτι, γκρινιάζω υπερβολικά. Πηγαίνω συνέχεια στο ίδιο μέρος, μετά σκυλοβαριέμαι και δεν ξαναπηγαίνω ποτέ. Δεν μ’ ενοχλεί άμα το ντύσιμο των άλλων δεν συμφωνεί με το προσωπικό μου γούστο.
Είναι μεγάλη βλακεία αυτό το κλισέ γι’ αυτό που φαίνεται και αυτό που είναι και η εικόνα και η πραγματικότητα. Εντάξει, παλιά έλεγα κι εγώ ότι αυτό που φοράς είναι αυτό που είσαι, αλλά τώρα νομίζω ότι είναι ηλίθιο αυτό το κλισέ. Το ντύσιμο είναι «βάζω αυτό που έχω και νιώθω οk. Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Γιατί, άμα σου πω εγώ «βάλε ένα πουλί με φτερά στο κεφάλι» είναι πρόταση και μια άσχημη καφέ βερμούδα που φοράει ένας άσχετος κύριος δεν είναι; Έτσι κι αλλιώς, στο τέλος όλοι ένα μακό θα φορέσουμε και θα βγούμε απ’ το σπίτι. Απλώς,προτιμώ αυτούς που το μακό που θα φορέσουν θα είναι μαύρο και όχι πορτοκαλί. Έχω 5 κοστούμια, αλλά δεν τα φοράω. Άμα με δεις με το κοστούμι είμαι σαν θείος απ’ τα Γιαννιτσά.
Θα ήθελα να είχα ένα συγκρότημα τώρα. Δεν ξέρω πώς θα ήθελα να το λένε, μάλλον κάποιον αριθμό θα διάλεγα. Όχι λέξη, οι λέξεις είναι βαρετές λίγο. Φτιάχνω πολύ ωραίο μουσακά, αλλά κάπως αυτοσχέδιο. Ποτέ με συνταγή. Παίρνω τις μελιτζάνες, τις πατάτες και τα κολοκυθάκια, τα κόβω σε πολύ λεπτές φέτες και τα βάζω στο grill. Βάζω στο ταψί μια στρώση πατάτες, μια μελιτζάνες, μια κολοκυθάκια και μετά τον κιμά. Ο κιμάς είναι χωρίς ντομάτα μαγειρεμένος, γιατί δεν μου αρέσει καθόλου με ντομάτα. Πάλι στρώσεις, πάλι κιμάς, ξανά στρώσεις ξανά κιμάς και, τέλος, μπεσαμέλ με γιαούρτι. Αυτό με την μπεσαμέλ, για να πω την αλήθεια, το έχω δει σε μια εκπομπή στην τηλεόραση. Η σοκολάτα δεν μου αρέσει καθόλου. Από παγωτά τρώω μόνο γρανίτες.
Η αγαπημένη μου ταινία είναι το Dune, το πρώτο, αυτό με τον Sting. Το αγαπημένο μου μπλουζάκι είναι ένα των Cure που είχα πάρει στο Rock in Athens, που γράφει «Βoys don’t cry» κι έχει ξεβάψει τρελά γιατί το είχε πλύνει η γιαγιά μου με κάτι άλλα άσχετα. Θυμάμαι, τότε είχανε πετάξει πέτρες και μπουκάλια στον Boy George.
Κύριε Φρέντζο, τι γνώμη έχετε για το ότι στο Rock in Athens είχανε πετάξει μπουκάλια στον Boy George;
Καλά είχανε κάνει.
σχόλια