Δύο τραγωδίες έχουν διασωθεί στις οποίες κύριο πρόσωπο είναι ο Ηρακλής. Οι Τραχίνιες του Σοφοκλή και ο Ηρακλής Μαινόμενος του Ευριπίδη. Στον Ηρακλή Μαινόμενο, ο Ηρακλής, μετά απ’ όσα έχει κάνει για τους συνανθρώπους του, αφού μόχθησε στα πέρατα του γνωστού τότε κόσμου για να καθαρίσει τη Γη από απειλές εναντίον του ανθρώπινου γένους, αφού εξημέρωσε άγριες θάλασσες, διάβηκε παρθένους τόπους, σήκωσε στις πλάτες του τον ουρανό και καταδύθηκε στον Άδη για να φέρει πίσω τον Κέρβερο, επιστρέφει στον Πάνω Κόσμο για να βρει τους σφετεριστές της εξουσίας ν’ απειλούν την ίδια του την οικογένεια.
Οδηγείται σ’ ένα ακόμα φονικό, απαλλάσσοντας τη Θήβα απ’ τον επικίνδυνο Λύκο που αυθαίρετα είχε υφαρπάξει τον θρόνο της, κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή η υπέρτατη θεά Ήρα επιλέγει να στείλει, από ζήλεια, υποπτευόμενη ότι ο πραγματικός του πατέρας είναι ο Δίας, την Ίριδα και τη Λύσσα με σαφή αποστολή να του σαλέψουν τα μυαλά. Εκείνος υποκύπτει και μέσ' στη θολούρα του σκοτώνει γυναίκα και παιδιά. Όταν συνέρχεται και συνειδητοποιεί το ανίερο έγκλημά του, απελπισμένος, θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του. Ο άτρωτος υπερήρωας, έχοντας πέσει θύμα της τερατώδους αχαριστίας θεών κι ανθρώπων, μένει μόνος κι ανήμπορος μπροστά στη μοίρα. Ο φίλος του Θησέας τον αποτρέπει από ένα άδοξο τέλος, τον πείθει ότι πρέπει να δεχτεί το κακό που του συνέβη και να σταθεί όρθιος, αντάξιος της φήμης που τον θέλει σωτήρα των θνητών.
Ο Ηρακλής διδάσκεται την εγκαρτέρηση κι αφοσιώνεται στην υπηρεσία του καλού. Ο Ευριπίδης, στην τραγωδία του αυτή, εξανθρωπίζει τον ημίθεο Ηρακλή, τον φέρνει αντιμέτωπο με τα θεία και προσπαθεί να εξηγήσει την ανθρώπινη φύση που ανά πάσα στιγμή στρέφεται με όλη της την επιθετικότητα απέναντι ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό. Στην πραγματικότητα μιλάει, εν έτει 423 π.Χ., για τον ολοκληρωτικό πόλεμο των Αθηναίων που, θέλοντας να προασπίσουν την πόλη τους -όταν εχθροί καιροφυλακτούσαν κι απεργάζονταν τον αφανισμό τους-, έστρεψαν τα όπλα εναντίον Ελλήνων, λερώνοντας τα χέρια τους με αδελφικό αίμα.
Πόσο πιο σύγχρονος μπορεί ν’ αποδειχθεί ο μέγιστος ποιητής; Πόσο πιο κοντά στην κριτική της μηδαμινότητας και της θνητότητάς μας, της σύγχυσης και της απελπισίας μας απέναντι στον παραλογισμό της ιστορίας και τα ανεξήγητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς; Το δυσπρόσιτο και ακανθώδες αυτό έργο, που πρωτοπαρουσιάστηκε στην Επίδαυρο το 1960 με πρωταγωνιστή τότε τον Θάνο Κωτσόπουλο και σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη, ανεβαίνει στις 5 και 6 Αυγούστου απ’ το Εθνικό Θέατρο, με σκηνοθέτη αυτήν τη φορά τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και τον Νίκο Καραθάνο στον ομώνυμο ρόλο.
Ο Μαρμαρινός σημειώνει: «Ο Ηρακλής μοιάζει να έρχεται από την τελευταία ελληνική γενιά -πριν, αρκετά πριν απ’ το σήμερα- που πίστευε και αγωνιζόταν για Ιδέες. Για να προδοθεί τελικά από φίλους και εχθρούς. Και με αυτή την απόλυ- τη γεύση της προδοσίας να οδηγηθεί στην καταστροφή. Και μετά να προσπαθήσει τον θάνατο».
σχόλια