Όσο βρισκόταν εν ζωή, ο Φίλιπ Ροθ δεν ευτύχησε να δει κάποια εξαιρετική μεταφορά βιβλίου του στην οθόνη – το αντίθετο. Ωστόσο, λίγο πριν συμπληρωθούν δυο χρόνια από τον θάνατό του, μια μίνι τηλεοπτική σειρά του HBO («Τhe plot against America») φιλοδοξεί ν' ανατρέψει τη ριζωμένη πεποίθηση ότι τα έργα του δεν προσφέρονται για διασκευές, ενώ κι η πρόσφατη πανδημία του κορωνοϊού φέρνει στην επικαιρότητα ένα ακόμη βιβλίο του, το «Νέμεσις». Ευκαιρία να τ' ανακαλύψουμε ή να τα ξαναθυμηθούμε.
Ιδιότυπο ιστορικό μυθιστόρημα, όπου γενναίες δόσεις φαντασίας μπολιάζουν έναν απαράμιλλο ρεαλισμό, η «Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής» (μετ. Ηλίας Μαγκλίνης, εκδ. Πόλις) ήρθε το 2004 να σταθεί πλάι στην περίφημη τριλογία του Ροθ που απαρτίζουν τα «Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή», «Αμερικανικό ειδύλλιο» και «Ανθρώπινο στίγμα». Αν όμως στα παραπάνω έργα την πρώτη ύλη έδιναν οι τραυματικές εμπειρίες του μακαρθισμού, το κύμα αμφισβήτησης που σάρωσε τη δεκαετία του '60 και οι παρενέργειες της πολιτικής ορθότητας αντίστοιχα, σε αυτό όλα εκκινούν από ένα επινοημένο ιστορικό «γεγονός»: την έστω και σύντομη θητεία στον Λευκό Οίκο ενός φιλοναζιστή Προέδρου, στη διάρκεια της οποίας η Αμερική κλείνεται στον εαυτό της και το αίσθημα φόβου κυριεύει τους εβραϊκής καταγωγής πολίτες της.
Όπως είχε εξομολογηθεί ο Ροθ σ' ένα εκτενές άρθρο του στους New York Times, την ιδέα της «Συνωμοσίας εναντίον της Αμερικής» τη συνέλαβε τον Δεκέμβριο του 2000, διαβάζοντας τ' απομνημονεύματα του κορυφαίου ιστορικού και συμβούλου του Προέδρου Κένεντι, Άρθουρ Σλέσινγκερ. Τα κεφάλαια που τον είχαν απορροφήσει ήταν εκείνα που αναλογούσαν στις αρχές της δεκαετίας του '40, την περίοδο που ο ίδιος ήταν μικρό παιδί, τότε που αφουγκραζόταν τι συνέβαινε στον έξω κόσμο από τις συχνότητες του ραδιοφώνου κι από τις γεμάτες ανησυχία συζητήσεις στο πατρικό του, στο Νιούαρκ του Νιού Τζέρσεϊ, για τον αναδυόμενο και στην χώρα τους αντισημιτισμό.
«Τι θα είχε συμβεί αν;» σημείωσε ο Ροθ στο περιθώριο της σελίδας. Στην ιστορία δεν έχουν θέση τα «αν». Στην τέχνη της μυθοπλασίας, όμως, από κάτι τέτοιες υποθέσεις μπορεί να προκύψουν κι αριστουργήματα.
Σ' ένα σημείο του βιβλίου, λοιπόν, ο Ροθ διάβασε πως ορισμένοι Ρεπουμπλικάνοι, θιασώτες του απομονωτισμού, είχαν φλερτάρει με την ιδέα να προτείνουν το 1940, για υποψήφιο απέναντι στον Ρούσβελτ, τον Τσάρλς Λίντμπεργκ! Μ' άλλα λόγια, έναν σταρ της εποχής, πιλότο παγκοσμίως γνωστό από το 1927 (καθώς πρώτος είχε διασχίσει τον Ατλαντικό με μονοπλάνο δίχως ενδιάμεση στάση), έναν άνθρωπο που είχε συγκλονίσει την κοινή γνώμη με το προσωπικό του δράμα (ο πρωτότοκος γιος του είχε απαχθεί βρέφος το '32 και το πτώμα του είχε βρεθεί τυχαία σε προχωρημένη αποσύνθεση) και ταυτόχρονα έναν ομολογημένο θαυμαστή του Χίτλερ και εχθρό της εβραϊκής φυλής. «Τι θα είχε συμβεί αν;» σημείωσε ο Ροθ στο περιθώριο της σελίδας. Στην ιστορία δεν έχουν θέση τα «αν». Στην τέχνη της μυθοπλασίας, όμως, από κάτι τέτοιες υποθέσεις μπορεί να προκύψουν κι αριστουργήματα.
«Το ν' αφηγηθώ την ιστορία της προεδρίας του Λίντμπεργκ μέσα από την οπτική γωνία της οικογένειάς μου ήταν μια αυθόρμητη επιλογή» έγραφε στο ίδιο άρθρο ο Ροθ. Κι αυτό ακριβώς ήταν το στοίχημά του: να παραλλάξει την ιστορική πραγματικότητα κρατώντας ατόφια την ατμόσφαιρα της εποχής και να τιμήσει όσο ποτέ στο παρελθόν τους δικούς του ανθρώπους.
Το βιτριολικό χιούμορ του, ο πικρός εγωκεντρισμός και η εμμονή του με το σεξ απουσιάζουν από την «Συνωμοσία...». Το πάνω χέρι εδώ έχουν πάρει η νοσταλγία, η συμπόνοια, η τρυφερότητα. «Είμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια το 1940» διαβάζουμε στο πρώτο κεφάλαιο, όπου μας συστήνει τον μεροκαματιάρη, αλλά ασυμβίβαστο, ασφαλιστή πατέρα του, την ακαταταπόνητη νοικοκυρά και δοτική μαμά του, τον μεγαλύτερο αδελφό του Σάντι με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες, τον επτάχρονο εαυτό του, μανιώδη συλλέκτη γραμματοσήμων, και την εβραϊκή γειτονιά του, όπου πέρα από δυο τρεις μαγαζάτορες, κανείς δεν μιλούσε με προφορά, κανείς δεν τηρούσε ευλαβικά τους θρησκευτικούς κανόνες.
«Το Ισραήλ δεν υπήρχε ακόμα, έξι εκατομμύρια Εβραίοι της Ευρώπης δεν είχαν εξοντωθεί, και η σχέση με τη μακρινή γη της Παλαιστίνης ήταν ένα μυστήριο για μένα (...) Κάθε πρωί στο σχολείο ορκιζόμουν πίστη στη σημαία της πατρίδας μας. Τραγουδούσα τα κατορθώματά της με τους συμμαθητές μου στις καθιερωμένες εκδηλώσεις. Γιόρταζα με ενθουσιασμό τις εθνικές επετείους και ποτέ δεν αμφισβήτησα τους δεσμούς μου με τα πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου, τη γαλοπούλα της Ημέρας των Ευχαριστιών ή τις φωτοβολίδες της Ημέρας των Πεσόντων. Πατρίδα μας ήταν η Αμερική».
Ώσπου προκύπτει ο Λίντμπεργκ. Και μαζί, οι γερμανο-ιαπωνικές συμμαχίες του, τ' όραμά του για μια φιλήσυχη χώρα ξανθών και ακμαίων και μια σειρά μέτρων «αφομοίωσης» που διχάζουν τις εβραϊκές κοινότητες. Ακόμα και στους κόλπους της μυθιστορηματικής οικογένειας Ροθ, η απειλή που συνιστά ο νέος Πρόεδρος δεν εκλαμβάνεται απ' όλους με τον ίδιο τρόπο. Ο πρωτότοκος γιος, για παράδειγμα, ενθουσιάζεται με το πρόγραμμα «Νέοι Αμερικανοί» που του εξασφαλίζει εκπαιδευτικές διακοπές σε καπνοφυτεία του Κεντάκι και καθόλου δεν αντιλαμβάνεται γιατί οι δικοί του στέκονται τόσο επιφυλακτικοί απέναντι σ' αυτό το «πρόγραμμα εθελοντικής εργασίας μέσω του οποίου οι νέοι των πόλεων έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής στην ενδοχώρα», σύμφωνα με την επίσημη ορολογία. Κι ενώ ο Σάντι επιστρατεύει με ζήλο κι άλλους εθελοντές, ο πατέρας του προτιμά να χάσει τη δουλειά του παρά να μετατεθεί σε μια πόλη όπου θα είναι ο μοναδικός Εβραίος που πουλά ασφάλειες.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος δεν εξαντλούνται στα μέλη της οικογένειας Ροθ. Ένας ολόκληρος αστερισμός προσώπων ζωντανεύει γύρω τους: από τον εξάδελφο που, μέσω Καναδά, είχε πάει να πολεμήσει στην Ευρώπη, για να γυρίσει σακάτης και να εξελιχθεί σε μάγκα του περιθωρίου, μέχρι τον επιφανή ραβίνο που γίνεται πρωτοπαλίκαρο του νέου Προέδρου, θεωρώντας παρανοϊκό το φόβο των ομοθρήσκων του. Κι ανάμεσα στα πιο τραγικά πρόσωπα του βιβλίου είναι το ορφανό από πατέρα γειτονόπουλο των Ροθ, ο Σέλντον, που όχι μόνο αναγκάζεται να ξεριζωθεί από το Νιούαρκ αλλά χάνει και τη μητέρα του κατά τη διάρκεια φυλετικών ταραχών στον καινούριο τους τόπο.
Να, όμως, το μεγαλείο του συγγραφέα Ροθ: καθώς εστιάζει στη σχέση ανάμεσα στον λιλιπούτειο Φίλιπ και τον Σέλντον, εκείνο που εξερευνά κυρίως είναι το αίσθημα της απώθησης που συνοδεύει τον οίκτο, το βάρος της υποχρέωσης να είσαι καλός απέναντι σ' έναν δυστυχή, ενώ κατά βάθος θέλεις ν' απαλλαγείς από την παρουσία του και να το βάλεις στα πόδια.
Κάποια στιγμή, βεβαίως, ο Φίλιπ Ροθ βρίσκει στον τρόπο να ξαναφέρει την ιστορία στα ίσα της, βάζοντας τέλος στον εφιάλτη. Σ' όσους, όμως, συνέκριναν την αντιτρομοκρατική υστερία που είχε καταλάβει τις ΗΠΑ μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου με την παράνοια που ξεδιπλώνεται στις σελίδες της «Συνωμοσίας...», ο ίδιος επέμενε πως το μυθιστόρημά του δεν είναι αλληγορικό.
«Αρκετοί αναγνώστες θέλησαν να δουν την ιστορία σαν μια μεταφορά για ν' ασκήσουν κριτική στην κυβέρνηση Μπους» έλεγε στη Μonde. «Υποπτεύομαι πως αυτή η σύγχυση οφείλεται στο ότι περίμεναν μια φωνή που να εκφράσει την ανησυχία και την απέχθειά τους για την κυβέρνηση Μπους. Όμως εγώ ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο τους τελευταίους μήνες της διακυβέρνησης Κλίντον... Έγραφα για τον εφιάλτη από τον οποίο ξέφυγε η Αμερική κι όχι γι' αυτόν που ζει σήμερα».
Γεγονός είναι πως χρόνια αργότερα, το 2017, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ εκφωνούσε την παρθενική του ομιλία στον Λευκό Οίκο, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που ανακαλούσαν με ανατριχίλα τη «Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής». Ανάμεσά τους κι ο σπουδαίος Κουβανός συγγραφέας Λεονάρτο Παδούρα, ο οποίος, εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποιούσε τον λόγο για τον οποίο τον συγκινούσε τόσο πολύ αυτό το έργο του Φίλιπ Ροθ: επειδή «έδειχνε με υποδειγματικό τρόπο τι συνέβαινε πάντα, τι μπορούσε να συμβαίνει πάντα, όταν από τα ανώτερα στρώματα της πολιτικής πυροδοτούνται ο εθνικισμός, ο απομονωτισμός και το εθνικό, κοινωνικό, πολιτικό, σεξουαλικό ή φυλετικό μίσος προς τον άλλο».
Στον Ντόναλντ Τραμπ «χρωστάμε» εν πολλοίς και την τηλεοπτική μεταφορά της «Συνωμοσίας...» από τον Ντέιβιντ Σάιμον, βασικό συντελεστή του «Wire», καθώς η εκλογή του Τραμπ αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον του για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα.
Η ζωή τα έφερε έτσι ώστε η προβολή της σειράς να συμπέσει με την κρίση που έφερε στον πλανήτη η επιδημία του κορωνοϊού. Κι είναι ακριβώς αυτή η επιδημία που φέρνει στον νου ένα ακόμη μυθιστόρημα του Ροθ, δημοσιευμένο το 2010, το «Νέμεσις» (μετ. Κ. Σχινά, εκδ. Πόλις). Διαποτισμένο απ' άκρη σ' άκρη με την απειλή του θανάτου, όπως και τα σύντομα μυθιστορήματα «Καθένας», «Αγανάκτηση» και «Ταπείνωση» που είχαν προηγηθεί, το «Νέμεσις» διαδραματίζεται κατά το 1944, όταν το εμβόλιο της πολιομυελίτιδας δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη και το Νιούαρκ βιώνει έναν τρομακτικό εφιάλτη: κάθε μέρα που περνά, η πολιομυελίτιδα πλήττει όλο και περισσότερα παιδιά, είτε εγκλωβίζοντας κάποια σ' έναν ασφυκτικό μεταλλικό κορσέ υποβοηθητικό στην αναπνοή είτε κόβοντας απότομα το νήμα της ζωής σε κάποια άλλα.
Ποιος ευθύνεται για την επιδημία αυτή; Ποιος κουβαλά τον ιό και τον μεταδίδει; Πυροδοτημένη από το φόβο, η φαντασία των κατοίκων καλπάζει κι όλοι στο Νιούαρκ αναζητούν έναν αποδιοπομπαίο τράγο.
Εν τω μεταξύ οι δημοτικές αρχές συνιστούν ψυχραιμία. Κι ένας 23χρονος γυμναστής, ο διευθυντής του τοπικού Κέντρου Νεότητας, Μπάκι Κάντορ, με την αυξημένη μυωπία που τον έχει κρατήσει μακριά από το μέτωπο του πολέμου και με την αυξημένη αίσθηση του καθήκοντος που του έχει εμφυσήσει η διαπαιδαγώγησή του, ταλανίζεται από το δίλημμα: ν' ακολουθήσει τη μέλλουσα γυναίκα του σε μια ειδυλλιακή κατασκήνωση μίλια μακριά από τη γειτονιά ή να παραμείνει στο πλευρό των μαθητών του κινδυνεύοντας να νοσήσει κι ο ίδιος;
Χωρισμένο σε τρία μεγάλα κεφάλαια, το βιβλίο ζωντανεύει την εσωτερική μάχη που δίνει ο Κάντορ, τις ρωγμές που δέχεται η θρησκευτική του συνείδηση και τις συνέπειες του εξουθενωτικού αυτομαστιγώματός του για την έστω και πρόσκαιρη απουσία του από το Νιούαρκ τότε, όπως τα αφηγείται ένας παλιός του μαθητής που έτυχε να τον συναντήσει δεκαετίες μετά και ν' αφουγκραστεί τα όσα μεσολάβησαν από το δικό του στόμα.
Στο «Νέμεσις» ο Ροθ μπαίνει στο πετσί ενός νέου άντρα γαλουχημένου με τα ιδανικά της ειλικρίνειας, της ρώμης, του θάρρους και της αυτοθυσίας που –αλίμονο– ηττάται κατά κράτος. Να 'ταν άραγε η μοίρα του καρπός μιας θείας δίκης ή μήπως υπήρξε απλώς θύμα της αυστηρότητας με την οποία έκρινε τον εαυτό του; Αν διέθετε περισσότερο χιούμορ, αν ήταν τόσο πνευματώδης όσο συγκροτημένος, αν επιστράτευε πού και πού τη σάτιρα και την ειρωνεία, μήπως το μέλλον του θα ήταν διαφορετικό; Ενδεχομένως. Το σίγουρο είναι πως η ανθρώπινη περιπέτεια είναι αλυσοδεμένη με την έννοια του τυχαίου.