Τώρα πλάκα μου κάνεις, βρε Ζυράννα, που θα γράψεις κάτι για μένα επειδή πέθανα; Για σοβαρό άνθρωπο σε είχα.
Αυτό με στύλωσε πρωί-πρωί με το που άνοιξα τα μάτια σαν να με δέρναν όλη νύχτα στον ύπνο μου, επαύριο της κηδείας του – αυτό το περιπαιχτικό «κούρδισμα» του Κωστή στ’ αυτιά μου.
Κι ενώ ό,τι πιο δύσκολο για μένα, και ανίερο έως, ήταν να γράψω κάτι για κείνον «κατά παραγγελία», επ’ αφορμή του θανάτου του, ενώ τον αισθάνομαι ακόμα τόσο κοντά και τόσο επίμονα παρόντα που άμα τον φωνάξω θ’ ακούσει, θα γυρίσει το κεφάλι –φευ, ουκέτι καιρός και ποτέ ξανά, μα άσε μας να λέμε, να νομίζουμε–, ενώ τελοσπάντων είχα αποφασίσει να μη γράψω τίποτα και πουθενά αυτές τις μέρες για τον Κωστή, εκτός μόνο στα τετράδιά μου κάτι ριπές αφήνοντας έτσι το ζήτημα να ωριμάσει μόνο του για αλλού και άλλοτε, τελικά, πώς έγινε δεν ξέρω κι άλλαξα γνώμη σήμερα το πρωί· εν μέρει τουλάχιστον, γιατί το αλλού και άλλοτε ξέρει να περιμένει – έτσι δεν είναι, Κωστή; Εσύ δεν μου ’λεγες πως γράφω δέκα βιβλία μέχρι να γράψω το κανονικό; Ε, λοιπόν;...
Καμιά δραματικότητα δεν είχαν οι κουβέντες μας, ποτέ, πλάκες κάναμε όποτε βρισκόμασταν, καλαμπούρια, κι αυτό ήταν που μου άρεζε –πέραν των άλλων– στον Κωστή.
Δεν θα πω για την τέχνη σου στο δοκίμιο, στη συγγραφή εν γένει, για τη λοξή και τόσο εύστοχη ματιά σου στα πράγματα, στα ανθρώπινα πάθη, αιρετική και ακαταμάχητη ματιά, που άλλη τέτοια δεν θα ανατείλει επί των ημερών μας. Δεν το κάνω γιατί μόνο μεγάλα λόγια μπορώ να πω και δεν θα μ’ άφηνες (για σοβαρό άνθρωπο με είχες). Άλλωστε υπάρχουν τα ίδια τα βιβλία σου, ζωντανότερα από ποτέ, κι όσοι σε γνώρισαν μέσα από αυτά θα χρειαστεί να σε ξαναβρούνε, βάζω στοίχημα, όσοι πάλι δεν είχαν την τύχη μέχρι πρότινος, καιρός να την αδράξουν, να σε μάθουν.
Κωστή, πλάκα μου κάνεις ότι πέθανες, ειλικρινά, και δεν ξέρω πώς να το φέρω βόλτα. Αγράμματο παιδάκι έγινα ξανά, αναλφάβητο, τραυλίζω εδώ πέρα ζαλισμένη, «από ανάγκη»... Ήθελα να είσαι εδώ, να σε δω το βράδυ, να περάσω από τον πέμπτο όροφο επί της Μπουμπουλίνας 28, που θα άνοιγες εσύ την πόρτα, ως συνήθως, κι η Ράνια από πίσω θα χαιρετούσε πεταρίζοντας σκερτσόζικα τα σχιστά της μάτια· να καθίσουμε στην άκρη εκεί του καναπέ, να σου πω γι’ αυτό το απίστευτο και παλαβό, ότι πέθανε λέει ο Παπαγιώργης, σε σένα να το πω, όχι σε άλλον, ειδικά σε σένα, αλλιώς δεν χωνεύεται ούτε αντέχεται, πιο εύκολα να καταπιώ σπαθί παρά αυτό το «νέο» – διάολε, δεν φτάνει που πεθαίνουμε, να μην μπορούμε και να το σχολιάσουμε λιγάκι; να κουτσομπολέψουμε;... Ειδικά εσύ κι εγώ –ειδικά, επίτρεψέ μου-, δίνοντας σκουντιές αναμεταξύ μας σαν πειραχτήρια που τους έπεσε κακός λαχνός.
Όλα με πόνεσαν, Κωστή, από κείνες τις πενήντα τελευταίες ημέρες σου στο Λαϊκό Νοσοκομείο, μάτωνε κρυφά η ψυχή μου όπως εσένα τα σπλάγχνα σου – όχι και τόσο «κρυφά» και πάντα Κυριακή, πάντα την Κυριακή, φόβητρο είχαν γίνει οι Κυριακές για εμάς εκεί στους διαδρόμους, οι ματωμένες Κυριακές. Όλα με πόνεσαν με τον ξεχωριστότερο τρόπο, χαλάλι σου, και μέσα σε όλα –καθώς στένευαν πια τα περιθώρια και δούλευε αντίστροφα ο χρόνος–, μέσα σε όλα, λοιπόν, με τυραννούσε και το πιο αλλόκοτο: γιατί αυτή η εμπειρία, έλεγα, ό,τι πιο ανήκουστο και αδιανόητο, που μετά απ’ αυτό δεν έχει άλλο, γιατί να μην υπάρχει τρόπος να γίνει το μεγάλο κελεπούρι σου για ένα επόμενο βιβλίο με την υπογραφή του Παπαγιώργη; Γιατί να μην το ζήσεις ότι πέθαινες και να μας το χαρίσεις «λογοτεχνική αδεία»; Αυτό με τρέλαινε και με τρελαίνει όσο το σκέφτομαι – το πόσο θα σου πήγαινε να γράψεις για τον θάνατό σου!... Όλα γύρω απ’ αυτό δεν περιστρέφονταν σάμπως στα όσα χρόνια ανέπνεες, και δη όταν κλεινόσουν στο δωματιάκι σου κι έπιανες το μολύβι; Όλα γύρω απ’ αυτό δεν περιστρέφονται και για μένα σάμπως, την φίλη σου Ζιζί, που ορφάνεψα από ’ναν τέτοιο σύμμαχο;
Καμιά δραματικότητα δεν είχαν οι κουβέντες μας, ποτέ, πλάκες κάναμε όποτε βρισκόμασταν, καλαμπούρια, κι αυτό ήταν που μου άρεζε –πέραν των άλλων– στον Κωστή· ότι δεν παίρναμε τον εαυτό μας στα σοβαρά, ούτε για υπαρξιακά μιλούσαμε ούτε για μεταφυσικά, κι είχα μια συστολή απέναντί του γενικώς, όπως κι αυτός σε μένα, αλλά και μπόλικη αβίαστη ζεστασιά – ένοιωθα πως με συμπαθούσε ιδιαίτερα γιατί κι εγώ τον συμπαθούσα έτσι. Άκουγα επίτηδες αθλητικές ειδήσεις στο ραδιόφωνο όταν ήταν να τον δω, μάθαινα ονόματα ποδοσφαιριστών, μάθαινα για μεταγραφές, προπονητές και τέτοια, για να τον «ξεκουφαίνω» με τις γνώσεις μου! Το ’κανε χάζι και μου ήταν ευχάριστο, το χαιρόμουν. Κάτι φορές, δε, είχα τέτοια ρέντα –πέρα από τα ποδοσφαιρικά, εννοείται–, που μου έλεγε την άλλη μέρα η Ράνια στο τηλέφωνο πόσο καλά πέρασε ο Κωστής με τις ιστορίες μου και τι της έλεγε όταν έφευγα.
Και συνάμα, στα παραμέσα, άλλος ντουνιάς. Θέλω να πω, η μύχια συνεννόηση που είχαμε μέσω των γραπτών μας. Για τα βιβλία μου δεν είναι λίγοι αυτοί που γράφανε εγκωμιαστικά και τους ευχαριστώ, παράπονο δεν έχω, μα η εμβρίθεια του Παπαγιώργη (και) ως βιβλιοκριτικού, το τι έπιανε το δαιμόνιό του από τα άπιαστα και πώς το εξέπεμπε, δεν έχει το όμοιό του. Και θα μου λείψει αυτό, καλύτερα να μην πω πόσο.
Περί τα τέλη του 1987 είχα με τον Μιχάλη Γκανά μια κουβέντα για τον Κ.Π., τον οποίο ακόμη δεν γνώριζα προσωπικά. Μόλις είχα διαβάσει τα Σιαμαία και ετεροθαλή κι έλεγα στον Μιχάλη πόσο μου αρέσει αυτός ο Παπαγιώργης, πόσο η γραφή και η σκέψη του με έχουν γοητεύσει. «Αμοιβαίο», μου λέει, «και σ’ αυτόν αρέσουν πολύ τα βιβλία σου – δεν έγραψε στο «Πλανόδιο» για σένα;». (Τότε ήμουν ακόμη με τα δύο πρώτα, Αρραβωνιαστικιά και Ερημιά.) «Στο Πλανόδιο», του λέω «για μένα έγραψε κάποιος Κ. Πλάνης». «Μα Κ. Πλάνης και Κωστής Παπαγιώργης είναι το ίδιο πρόσωπο», μου λέει. Δεν θα ξεχάσω την έκπληξη, τη χαρά που πήρα.
Λίγους μήνες αργότερα τον γνώρισα κι από κοντά τον Παπαγιώργη. Ήταν ήδη με τη Ράνια, στα επεισοδιακά ξεκινήματά τους, και είχε ήδη περάσει το πρώτο μεγάλο ντράβαλο με την υγεία του, όπου τω Άδη ήγγισεν ο άνθρωπος. Στην κυριολεξία, όπως κατάλαβα, είχε βρεθεί προ των πυλών, τον πήγε και τον έφερε εκείνη η οξεία αιμορραγική παγκρεατίτιδα λόγω της διψομανίας του... Και νομίζω πως τότε ήταν, γύρω στα σαράντα του, που ο Κωστής τα είχε κάψει όλα, είχε παίξει τη ζωή του κορώνα-γράμματα, αλλά από ένα γινάτι ή ένα θαύμα επέζησε και έζησε και τελεσφόρησε μεσ’ απ’ τα λάθη και τα πάθη του. Και χάρις στη Ράνια βέβαια, που τον φρόντισε και τον λάτρεψε όσο τίποτα. Χάρις, επίσης, στη δικιά του απίστευτη πειθαρχία και συνέπεια: και το κρασί είχε κόψει, και το τσιγάρο κάποτε, είχε βάλει πρόγραμμα να περπατάει κάθε μέρα δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα –ήταν και το ζάκχαρο γαρ–, μόνο ένα πράσινο μήλο τού επιτρεπόταν μεσημέρι ή βράδυ, σαν «γλύκισμα» υποτίθεται, και γενικώς, ως προς αυτά, ζούσε βίον ασκητού ο πρώην θύων εις τον Βάκχον.
Κι έλεγα, ήθελα τόσο πολύ να ελπίζω, ότι από ένα γινάτι πάλι, από ένα θαύμα, θα τη γλυτώσεις και τώρα, ακριβέ μας φίλε, θα ξεπεράσεις και τη χειρότερη ζαριά που σου έλαχε με τον καρκίνο στο πάγκρεας, που είχε αρχίσει στα μουλωχτά τις γύρες του... Έλεγα πως όσο βαρύ κουπί κι αν τραβάς, είσαι γερό σκαρί κατά βάθος και θα μας αφήσεις όλους άναυδους με τη δεύτερη «επάνοδό» σου.
Πλην φευ...
Παιδί της άλλης όχθης πια, Κωστή, συνεπώς κατέχεις το αίνιγμα. Ας κάνουμε καλά εμείς.
Ζυράννα Ζατέλη
(25/26 Μαρτίου 2014)
σχόλια