«Το κάθε παιχνίδι γίνεται μοναδικό από την ιστορία που το συνοδεύει και η ιστορία αυτή είναι το ίδιο σημαντική όσο και το παιχνίδι» έλεγε η Μαρία Αργυριάδη, συλλέκτρια και μελετήτρια των παιχνιδιών, η οποία το 1991 χάρισε περίπου 20.000 παιχνίδια στο Μουσείο Μπενάκη. Με πυρήνα τη συλλογή της δημιουργήθηκε το Μουσείο Μπενάκη Παιχνιδιών στο Παλαιό Φάληρο, στο κτίριο-Πύργο, δωρεά της Βέρας Κουλούρα, στη γωνία της λεωφόρου Ποσειδώνος με την οδό Τρίτωνος.
Το 2006 ο αρχιτέκτονας Αλέξανδρος Τομπάζης δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη το «τρένο των ονείρων των παιδικών του χρόνων». Ένα τρένο του Frank Hornby με εμπορική ονομασία Meccano Ltd HORNBY SERIES, κατασκευασμένο στην Αγγλία τη δεκαετία του ’30, πλαισιωμένο από διάφορα κτίσματα που έφτιαξε ο πατέρας του, Νικόλαος Τομπάζης, στις Ινδίες στις αρχές της δεκαετίας του ’40.
Στις αρχές της δεκαετίας του '40, θέλοντας να ευχαριστήσει τα δυο του παιδιά και να τους εκπλήξει για κάποια γενέθλια ή Χριστούγεννα, έκλεισε ένα δωμάτιο του σπιτιού τους και με άκρα μυστικότητα, μεταφέροντας όλα τα ξυλουργικά του εργαλεία εκεί, άρχισε να φτιάχνει υπό κλίμακα σπίτια, δημόσια κτίρια, σταθμό, αποβάθρες, αμαξοστάσιο, τηλεφωνικούς θαλάμους με τις επιγραφές τους, τις στέγες τους, «τα μπιχλιμπίδια» τους.
Σύμφωνα με τα λόγια του Αλέξανδρου Τομπάζη για την ιστορία του τρένου, ο πατέρας του έζησε στις Ινδίες πολλά χρόνια και η τελευταία πόλη διαμονής του ήταν το Karachi, μέρος της βρετανικής Ινδίας μέχρι το 1947.
Εκεί γεννήθηκαν και τα δυο του παιδιά, ο Αλέξανδρος το 1939 και έναν χρόνο αργότερα η αδελφή του Ιωάννα. Ο πατέρας τους, παράλληλα με τη δουλειά του, ανάμεσα στα πολλά ενδιαφέροντα και ασχολίες του, διατηρούσε στο σπίτι τους ένα ξυλουργικό εργαστήριο. Ήταν άνθρωπος εργατικός και χαρακτηριζόταν από μεγάλη έφεση για την τάξη και την οργάνωση. Έτσι, στο ξυλουργικό του εργαστήριο κάθε εργαλείο, κάθε κουτί με καρφιά και βίδες είχε τη μοναδική του θέση, ζωγραφισμένη στον τοίχο πίσω από τον ξυλουργικό πάγκο ή στο ειδικό, φτιαγμένο από τον ίδιο, ράφι. Στις αρχές της δεκαετίας του ’40, θέλοντας να ευχαριστήσει τα δυο του παιδιά και να τους εκπλήξει για κάποια γενέθλια ή Χριστούγεννα, έκλεισε ένα δωμάτιο του σπιτιού τους και με άκρα μυστικότητα, μεταφέροντας όλα τα ξυλουργικά του εργαλεία εκεί, άρχισε να φτιάχνει υπό κλίμακα σπίτια, δημόσια κτίρια, σταθμό, αποβάθρες, αμαξοστάσιο, τηλεφωνικούς θαλάμους με τις επιγραφές τους, τις στέγες τους, «τα μπιχλιμπίδια» τους.
Τα τοποθέτησε όλα, μαζί με το κουρδιστό τρένο και τα βαγόνια του ‒που κινούνταν σε πολύμορφες κυκλικές τροχιές με συγκλίσεις, σε επίπεδες και ανισόπεδες διασταυρώσεις με γέφυρες‒, σε ένα τεράστιο τετράγωνο τραπέζι με μια μεγάλη τρύπα στη μέση για να μπορεί να φθάνει κάποιος σχεδόν παντού. Σε κάποιο σημείο είχε φτιάξει και έναν λόφο, ομοίωμα του Λυκαβηττού. Τα έβαψε όλα μόνος του, σχολαστικά και με μεγάλη προσοχή.
Μια μέρα άνοιξε το δωμάτιο που είχε μετατρέψει σε έναν μικρό παράδεισο, εκπλήσσοντας ευχάριστα και τα δυο παιδιά του. Δεν έπαιζαν όμως μόνο ο Αλέξανδρος και η Ιωάννα εκεί, έπαιζαν και οι μεγάλοι. Έμπαιναν στη μέση του τραπεζιού, μπουσουλώντας στα τέσσερα, κάτι που τους διασκέδαζε όλους πολύ.
Το 1945 η μητέρα τους αρρώστησε ξαφνικά. Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν από τις Ινδίες και να πάνε στην Αγγλία για τη θεραπεία της. Μαζί με τις αποσκευές τους πακεταρίστηκε σε κούτες και το τρένο με όλες τις κατασκευές που το συνόδευαν. Έναν χρόνο αργότερα, μετά τον θάνατο της μητέρας τους, ο Νικόλαος Τομπάζης μαζί με τα παιδιά του ήρθαν στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στο νέο τους σπίτι. Στο υπόγειο του σπιτιού, σε ένα μικρό, σκοτεινό δωμάτιο, έστησε το τρένο. Ο Αλέξανδρος στο ιστορικό αναφέρει ότι «κάτι σαν να έλειπε ‒η φωνή του‒ σαν να είχε μείνει πίσω μακριά εκεί στις Ινδίες... μαζί με τα όνειρα των παιδικών χρόνων».
Μετά από λίγα χρόνια, ο Αλέξανδρος και η Ιωάννα πήγαν οικότροφοι σε σχολεία κι έτσι έλειπαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα από το σπίτι. Ο πατέρας τους, θέλοντας να μετατρέψει το δωμάτιο στο υπόγειο σε σκοτεινό θάλαμο του φωτογραφικού του εργαστηρίου, τύλιξε το τρένο μαζί με τα κτίσματα και τα έβαλε όλα με προσοχή και τακτικά σε πολλές κούτες που έμειναν σε κάποια πράσινα ντουλάπια του εργαστηρίου του μέχρι τον θάνατό του το 1986.
Οι κούτες ξανανοίχτηκαν από το Μουσείο Μπενάκη όταν έγινε η δωρεά. Το τρένο στήθηκε για μια έκθεση που οργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη στη Θεσσαλονίκη στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών το 2003. Ο Αλέξανδρος Τομπάζης επισκέφθηκε τότε την έκθεση και κοιτάζοντας λίγο παράμερα, ίσως αναπολώντας το τρένο των παιδικών του χρόνων, άκουσε μια δασκάλα, που με τους μαθητές της είχαν επισκεφθεί κι εκείνοι την έκθεση, να λέει: «Ελάτε, τώρα, παιδιά να δούμε αυτό το παιχνίδι, αυτό το τρένο. Είναι πολύ παλιό, ίσως 100 χρόνων. Θα ανήκε σε κάποιο παιδί που κάποτε θα έπαιζε με αυτό. Κοιτάξτε, είναι όλο καμωμένο στο χέρι, όχι σαν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια του σήμερα». Ενώ δίστασε λίγο στην αρχή, ζήτησε την άδεια από τη δασκάλα και είπε στα παιδιά την ιστορία του τρένου, «την ιστορία του τρένου των ονείρων των παιδικών του χρόνων...».
Το τρένο (ΤΠΠ_3561/1-13) και τα κτίσματα (ΤΠΠ_3564-3577 & ΤΠΠ_3593) κατασκευής Νικόλαου Τομπάζη βρίσκονται σήμερα στις προθήκες του Μουσείου Μπενάκη Παιχνιδιών, το οποίο εγκαινιάστηκε τον Οκτώβριο του 2017, στεγάζοντας μία από τις 10 καλύτερες συλλογές παιχνιδιών της Ευρώπης στο εκλεκτικιστικό πέτρινο κτίριο του 1900 που παραπέμπει σε παραμύθι.
σχόλια