Μοιραίος Χριστιανόπουλος
_________________
Ο ΑΒΑΤΟΣ ΚΗΠΟΣ: Προτού καν παρκάρω στο ανηφορικό δρομάκι στις Σαράντα Εκκλησιές, άνοιξε το παράθυρό του, ακριβώς πάνω στον δρόμο, και με καλωσόρισε. Ο κύριος Ντίνος. Ένας από τους τελευταίους μεγάλους ποιητές της Ελλάδας. Ψιλόβρεχε και είχε ήδη τραταρισμένο γλυκό του κουταλιού και λεμονάδα.
Κάθισε στο ίδιο και απαράλλαχτο γραφείο, με τα ξυσμένα μολύβια και τα τακτοποιημένα φυλλάδια, και άρχισε να αγορεύει.
Μου μίλησε καταρχάς για τις αρχαίες ελληνικές ζωγραφιές που ανακαλύπτουν σε όλη τη Μακεδονία, «ενώνοντας έναν σπασμένο κρίκο... γιατί ξέραμε τα πάντα για τις άλλες αρχαίες τέχνες, αλλά τίποτα για τη ζωγραφική!». Λυπάται, λέει, που δεν πήγε να δει την ανακάλυψη που έκανε μια φίλη του αρχαιολόγος, λίγο παραέξω από τη Θεσσαλονίκη – «μια σκηνή συμποσίου, με ολοφώτεινα χρώματα». Τον συγκινεί πολύ η αρχαιολογία, ειδικά αφότου η ποιητική έμπνευση τον εγκατέλειψε. «Όλοι μου λένε ότι θα ξανάρθει, αλλά εγώ ξέρω ότι πάει, τέλειωσε. Αλλά δεν παραπονιέμαι. Έγραψα 365 ποιήματα – όσα και οι βυζαντινές εκκλησιές της Θεσσαλονίκης».
Ζει φτωχικά – όπως πάντα. Δεν δέχτηκε τη σύνταξη του κράτους, δεν θέλει καμιά εμπλοκή με αυτά. Έχει τα χρειώδη στο σπίτι του, κοιμάται σε ένα μονό κρεβάτι, απέναντι από ένα κοφίνι με κουρέλια, όπου ξαπλώνει η Μαυρούλα, το γατάκι του. Το σπίτι του είναι ένα πέταλο από δωμάτια γεμάτα ράφια με βιβλία τακτοποιημένα ανά θέμα– και στη μικρή κουζίνα, που έχει ψίχουλα ακόμα πάνω στο μάρμαρο του νεροχύτη, υπάρχει ένα παράθυρο που κοιτάζει σε έναν μικρό κήπο, κλειστό και άβατο, με λίγες λεμονιές και θάμνους. «Δεν φαντάζεσαι τι χαρά μου δίνει αυτό το κηπάκι» μου λέει και θυμάμαι το γεράνι που είχε στο παράθυρο του πύργου του ο Έριχ φον Στροχάιμ, στη Μεγάλη Χίμαιρα, στον πύργο όπου «φυτρώνουν μόνο κισσοί και τσουκνίδες».
«Κανείς δεν έχει πρόσβαση στον κήπο;» ρωτάω.
«Κανείς!», μου απαντάει εμφατικά, «είναι κλειστός απ' όλες τις μπάντες!».
Υπάρχει μια μεγαλόθυμη φθορά στα δωματιάκια του κυρίου Ντίνου, που μάλλον την επιτείνει το πείσμα του να απέχει από τις ξενερωσιές του σήμερα. Επιτιμά την Κική Δημουλά που έκανε αίτηση να γίνει αθάνατη, χαρακτηρίζει τα ποιήματά της «γατοξεράσματα και ήξεις αφήξεις». Βγαίνει λίγο πιο συχνά στη Θεσσαλονίκη απ' ό,τι παλιά, μου φαίνεται ότι έχει μαλακώσει, τα χέρια του είναι πιο άσπρα απ' ό,τι θυμάμαι. «Βγαίνω και τους τα λέω ολωνών χοντρά, αλλά τα απωθούν– με κατατάσσουν στους γραφικούς τύπους για να με αντέξουν». Έρωτες δεν ζητάει πια– πάτησε τα 70. «Πρέπει να βάζεις φρένο για να μη γελοιοποιηθείς» λέει, αλλά όταν μου δείχνει ένα καδράκι με μια ακουαρέλα –ένα υπαίθριο μπουζουξίδικο, καλοκαιράκι του '50, στα χωράφια της Θεσσαλονίκης– κάτι σαν νοσταλγία ή τρυφερότητα περνάει από τα μάτια του. «Ούτως ή άλλως, ήμουν πάντοτε δειλός. Και όταν πήγαινα να ψουνίσω στον Βαρδάρη, πάλι δειλός ήμουν – τις περισσότερες φορές έφευγα μόνος».
Τρεις ώρες κάθισα στο σπίτι του. Μου μίλησε για τη δυνατή ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, που εκτιμά πολύ, θυμήθηκε με γνήσιο θαυμασμό το δαιμονικό πνεύμα του Πεντζίκη, κυρίως μίλησε για αρχαίες πέτρες, και τις αγιογραφίες του Πανσέληνου, και τη διάφανη ποίηση της Σαπφώς, που τόσο ωραία έχει μεταφράσει.
Όταν ετοιμάστηκα να φύγω, με ξεπροβόδισε στην έξοδο της πολυκατοικίας – ένα πεντάγωνο με γκρενά μωσαϊκά. Έτεινε θεατρικά το χέρι: «Εδώ είναι η σκηνή μου» είπε. «Εδώ έρχονται τα κούριερ και διάφοροι που θέλουν να μου μιλήσουν».
Με φίλησε με ένα πατρικό χτύπημα στην πλάτη και, μέχρι να απομακρυνθώ με το αυτοκίνητο, έμεινε κάτω από το ψιλόβροχο με ένα παλιομοδίτικο νεύμα αποχαιρετισμού.
(symbol), 2001