Γεννήθηκα σε ένα χωριό του νομού Ηλείας, στον Ανθώνα Πηνείας, και μεγάλωσα δύσκολα, σε μια αγροτική οικογένεια, γιατί ο πατέρας μου φρόντισε να «μεγαλώσει» την Ελλάδα. Η μάνα μου γέννησε 11 παιδιά, αλλά τα δύο πέθαναν πολύ νωρίς. Πρόσφατα χάσαμε και τον Θεόδωρο, τον μεγαλύτερο, κι έχουμε μείνει οκτώ, έξι κορίτσια και δύο αγόρια. Οι γονείς μου ήταν αγρότες. Ο πατέρας μου ήταν του σχολαρχείου και είχε κι ένα μαγαζί – είχε ανοίξει κάτι σαν τα σημερινά σούπερ-μάρκετ, έβρισκες τις σαρδέλες του κουτιού αλλά και βαφές μαλλιών για τις γυναίκες.
• Στην Αθήνα με έφερε ο αδερφός μου ο μεγάλος, στις εκλογές του Παπάγου, το '52. Ήμουν 15 χρονών. Άμα δεν έχεις βρει κάτι στρωμένο από τους προηγούμενους, είσαι καταδικασμένος να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Αυτό ίσχυε για μένα τουλάχιστον, γιατί ήμασταν πολλά παιδιά και δεν ήξεραν τι να μας κάνουν οι γονείς μας. Ο Θόδωρος ήταν για μένα αδερφός και πατέρας, μου στάθηκε τόσο πολύ, που δεν μπορεί κανείς να το φανταστεί. Μέναμε σε ένα μικροσκοπικό δωμάτιο και το πρώτο διάστημα κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι. Άρχισα να δουλεύω σε ένα καφενείο και μετά σε ένα μπακάλικο, ώσπου, μια μέρα, μια κυρία μού βρήκε δουλειά σε ένα συνεργείο. Τότε τα συνεργεία δεν ήταν όπως τώρα, που όταν τρακάρεις, πετάς το κομμάτι και το αλλάζεις. Έπρεπε να χτυπήσουμε με το σφυρί τη λαμαρίνα για να επανέλθει. Εκεί, λοιπόν, που κράταγα την πόρτα του αυτοκινήτου, έπεσε του ιδιοκτήτη του συνεργείου μια βίδα κάτω και του έφταιγα εγώ. «Πού είναι η βίδα, ρε;» μου λέει και μου δίνει μια καρπαζιά. Ήμουν εγωιστής όμως και δεν ξαναπήγα στο μαγαζί. Μετά, έψαχνε να με βρει.
Η ζωή με έχει μάθει να δουλεύω. Μόνο να δουλεύω. Και να μην πειράζω κανέναν, να μην κάνω κακό σε κανέναν, κι αν μπορώ κάπου, να βοηθάω. Δυστυχώς, δεν έζησα τη ζωή που έπρεπε να ζήσω. Ούτε ως παιδί, σχεδόν ούτε ως μεγάλος.
• Πήγα στρατιώτης και, αμέσως μόλις απολύθηκα, άρχισα να δουλεύω στο Au revoir. Όταν πήρε το Au revoir ο Θόδωρος, εγώ ήμουν ακόμα στον στρατό. Το Au revoir το έφτιαξαν με τον Αριστομένη Προβελέγγιο και, για να χτιστεί, χρειάστηκε πολλή δουλειά. Όταν ήρθε στην Αθήνα ο Θόδωρος, ήταν υπάλληλος της Βουλής. Πήγε φαντάρος όμως για εννέα μήνες και, όταν γύρισε, δεν τον ξαναπήραν στη δουλειά. «Απολύθηκες» του είπαν, έτσι πήρε ένα ξενοδοχείο σε ένα χωριό της Τρίπολης όπου εμφανιζόταν κανένας κυνηγός μόνο τον χειμώνα. Δεν είχε καθόλου δουλειά. Το άφησε, έβγαλε μια σχολή τουριστική και πήγε βοηθός μπάρμαν στο Ξενία των Δελφών. Εκεί γνώρισε τον Προβελέγγιο. Στη συζήτηση που έκαναν, ο αδερφός μου του ανέφερε ότι θα ήθελε να ανοίξει ένα δικό του μαγαζί στην Αθήνα και ο Προβελέγγιος του είπε: «Βρες τον χώρο κι εγώ είμαι εδώ». «Δεν έχω λεφτά» του είπε ο αδερφός μου. «Να δανειστείς μερικά και θα σε βοηθήσω όσο μπορώ» του απάντησε εκείνος. Έτσι κι έγινε, και χτίστηκε το Au revoir. Είχε κι έναν φίλο, συνάδελφο, ο αδερφός μου, σε ένα υπουργείο, ο οποίος συμπλήρωνε με δανεικά. Το '60 εγώ απολύθηκα από στρατιώτης και από τότε είμαι εδώ. Εξήντα χρόνια.
• Το όνομα «Au revoir» το σκέφτηκε ο ίδιος ο Προβελέγγιος, που είχε δουλέψει στη Γαλλία και, απ' ό,τι έχω ακούσει, είχε από τα μεγαλύτερα γραφεία. Εγώ τον γνώρισα πολύ λίγο, όταν ήρθα. Είχε μάλιστα κι ένα σπίτι εδώ πιο πάνω, στην οδό Σποράδων, στο οποίο είχαν κάνει κατάληψη φοιτητές. Αυτός, όμως, είχε έρθει πιο πριν και το είχε ανακαινίσει ολόκληρο, μέσα-έξω. Τον βρήκε, λοιπόν, η αστυνομία και του είπε «να έρθεις να τους βγάλουμε». Τότε εκείνος απάντησε: «Αφήστε τα παιδιά σ' εμένα». Όταν έφυγαν, είπε στα παιδιά: «Ελάτε να κάνουμε μια βόλτα, μέσα στο σπίτι και έξω. Το είδατε;». «Το είδαμε». «Βλέπετε ότι είναι ανακαινισμένο και φτιαγμένο από την αρχή; Δεν θα σας πειράξει κανείς, αρκεί να μου παραδώσετε το σπίτι όπως το βλέπετε».
• Την Πατησίων δεν τη θεωρούσαν κέντρο την εποχή που άνοιξε το μαγαζί. Μόλις άνοιξε, έγραψαν οι εφημερίδες «άνοιξε ένα πολύ ωραίο μπαράκι στην Πατησίων, το Au revoir, αλλά μακριά από το κέντρο». Από μπροστά περνούσε το τραμ, ήταν πολύ διαφορετική τότε η περιοχή. Είχε πολλά και ακριβά μαγαζιά που σήμερα έχουν φύγει όλα κι έχουν μείνει μόνο αυτά των 5 ευρώ. Είχε και πολλά μπαρ. Μετά από μας άνοιξαν πάνω από 5-6 από δω μέχρι την πλατεία Αμερικής, αλλά σιγά-σιγά μας χαιρέτησαν, γιατί οι άνθρωποι δεν ήταν της δουλειάς και ήθελαν να τα αρπάξουν αμέσως τα λεφτά, ενώ εμείς δεν κοιτάξαμε τόσο τα λεφτά. Τα θέλαμε, βέβαια, δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν τα θέλαμε, αλλά κοιτάξαμε να κρατήσουμε τον χώρο. Γιατί είχαμε πολύ καλό κόσμο, καλλιτεχνικό και διανοούμενους.
• Από την αρχή ήρθαν στο μαγαζί καλλιτέχνες: Χατζηχρήστος, Αυλωνίτης, Μάρω Κοντού, Καλουτάδες, Βέμπο, Στολίγκας, δεν ξέρω ποιον να σας πρωτοπώ. Μετά τις 12, που τέλειωναν τα θέατρα, μαζεύονταν όλοι εδώ. Πήγαιναν τη βόλτα τους, πήγαιναν να φάνε, και μετά πάλι εδώ μέχρι τα ξημερώματα. Τότε δουλεύαμε σχεδόν όλο το 24ωρο. Τι να κάναμε; Λεφτά δεν είχαμε – μάλιστα το καλοκαίρι δούλευα σε ένα τουριστικό συγκρότημα μετά την Αχαγιά, στο Kalogria Beach, υπεύθυνος του κλαμπ, του μπαρ και της καφετέριας. Ωραίο συγκρότημα, μεγάλο, μπορούσες να νοικιάσεις είτε στο μεγάλο ξενοδοχείο, είτε κάποιο από τα χτιστά σπίτια, bungalows, ξύλινα σπίτια, καλύβες μονές και διπλές. Είχε και πολύ ωραία θάλασσα. Αμμουδιά χιλιομέτρων. Εκεί γνώρισα και τη γυναίκα μου. Ήταν στο λογιστήριο της Καλόγριας, είμαστε μαζί σχεδόν 60 χρόνια. Στο Καλόγρια πέρασα την καλύτερή μου ζωή.
• Οι καλλιτέχνες μάς κράτησαν για χρόνια. Κάποιοι έμεναν μέχρι να πάνε να δούνε την ανατολή του ηλίου από την Πάρνηθα και το μεσημέρι έρχονταν για τα μεσημεριάτικα ουζάκια. Μετά, ύπνο και θέατρο. Τις περισσότερες μέρες δουλεύαμε και τη μέρα και τη νύχτα. Ήμασταν οι δυο μας, εγώ και ο αδερφός μου, έπρεπε όμως να οικονομήσουμε τα χρήματα που είχαμε δανειστεί. Το καλοκαίρι που έφευγα για το Καλόγρια, ο αδερφός μου το κρατούσε μόνος του το μαγαζί, δεν το έκλεινε ούτε για έναν μήνα.
• Από τότε που γεννήθηκα μέχρι τώρα, που έδωσα το μαγαζί στον γιο μου, αν μπορούσα να αλλάξω τα πράγματα, δεν θα κράταγα τίποτα ίδιο. Δεν είχαμε την οικονομική άνεση να κάνουμε μια άνετη ζωή και να ξεφύγουμε, αλλά, ευτυχώς, μεγάλα προβλήματα δεν είχαμε. Δόξα τω Θεώ, το πρόβλημά μας ήταν η δουλειά, η επιβίωση. Δεν μπορούμε να πούμε κουβέντα, δεν ενοχληθήκαμε ποτέ και από πουθενά. Ούτε από μαφία, ούτε από νονούς της νύχτας. Μια βραδιά, θυμάμαι, καθόμουν στο μπαρ και άκουσα δυο περίεργους τύπους να μιλάνε στον διπλανό πάγκο. Πήγε κάτι να πει ο ένας και του πιάνει το μανίκι ο άλλος, τον τραβάει και του λέει: «Σταμάτα, να πιούμε τα ποτά και να φύγουμε».
• Γυναίκα δεν δούλεψε ποτέ στο μαγαζί. Την εποχή που ανοίξαμε ήταν πρόκληση να έχεις γυναίκα στο μπαρ. Και οι γυναίκες που έρχονταν ως πελάτισσες στο μαγαζί ήταν πάντα σοβαρές. Στο μπαρ ο πελάτης πίνει ποτό, δεν πίνει νερό, και κάποια στιγμή μπορεί να ξεφύγει. Εάν δεν είναι για γυναικοδουλειά η φασαρία, τους κουμαντάρεις. Εμείς δεν πίναμε ποτέ, παρότι μας κέρναγαν συνέχεια. Μπορεί, κανένα μισάωρο πριν φύγουμε, να βάζαμε ένα ποτάκι για να ηρεμήσουμε. Απαγορευόταν το ποτό σε όποιον δούλευε στο μαγαζί, γιατί ο πελάτης μπορεί να πιει κι ένα παραπάνω, κάτι να τον πειράξει που είπε ο απέναντι, μπορεί να αγριέψει. Πρέπει κάποιος να είναι ήρεμος και νηφάλιος για να τον πιάσει και να του μιλήσει. Δεν είχαμε ποτέ τσακωμούς, επειδή οι εργαζόμενοι δεν έπιναν ποτέ. Το αγαπημένο μου ποτό ήταν το ουίσκι, αλλά να μην κάνουμε και διαφήμιση στους Σκωτσέζους.
• Ένας καλός bartender πρέπει να ξέρει να σερβίρει ευγενικά, να είναι πάντα χαμογελαστός, να ακούει τον πελάτη, αλλά, φεύγοντας ο πελάτης από τον χώρο, να έχει ξεχάσει όλα όσα είπαν, είτε καλά είτε κακά, να μη θυμάται τίποτα. Ούτε να θυμάται ποιος πέρασε χθες, απλώς να έχει τον τρόπο να καλύπτει. «Ο Νίκος; Δεν θυμάμαι, είχα τόση δουλειά, που δεν μπορώ να θυμηθώ αν πέρασε ή δεν πέρασε». Γιατί μπορεί να έχει πει ότι ήταν στο Au revoir και να μην ήταν εδώ. Πάντα τον καλύπτεις τον πελάτη.
• Καλός πελάτης είναι αυτός που πίνει, αλλά είναι σοβαρός και σε σέβεται. Κι όταν αυτός σέβεται εσένα, κι εσύ τον περιποιείσαι. Καλός πότης είναι αυτός που πίνει λογικά, όχι αυτός που πίνει πολύ. Αυτός που πίνει πολύ κάποια στιγμή θα παραφερθεί, ή θα γκρινιάξει, ή θα βρει κάποιον τρόπο να κάνει σαματά. Ενώ αυτός που πίνει λογικά, δεν πρόκειται ποτέ να σε κουράσει. Όλοι οι πελάτες μας ήταν διαμάντια. Και οι καλλιτέχνες, που έλεγαν ότι παραφέρονταν, ήταν πολύ σοβαροί άνθρωποι, φτάνει να τους σεβόσουν – οι περισσότεροι από αυτούς. Γνωρίσαμε πολύ κόσμο, ωραίο, καλό και ευγενικό, ευτυχώς δεν γνωρίσαμε και την άλλη πλευρά της νύχτας.
• Πλέον έχουν αλλάξει τα πράγματα στη νύχτα, αλλά οι νέοι σέβονται κάποιους χώρους. Τα μπαρ παλιότερα ήταν αλλιώς, δεν έχουν σχέση με τα σημερινά. Το Au revoir, όμως, είναι μέρος της ιστορίας της Αθήνας, γι' αυτό δεν έχει αλλάξει τίποτα στο μαγαζί. Είναι ακριβώς όπως τότε που άνοιξε, με τα χρόνια έχουμε προσθέσει μόνο πίνακες και κάδρα. Είχα έναν φίλο ζωγράφο και πελάτη που τους έφτιαξε, τον Σούγκα. Οι ψάθες κάθε καλοκαίρι πλένονται και περνιούνται βερνίκι, είναι πολύ δύσκολο να βρεις ίδιες για να αντικατασταθούν, γιατί έχουν έρθει από τη Νότια Αμερική ή την Ινδία και είναι πιο λεπτές από αυτές που βρίσκεις στην Ελλάδα. Όταν χρειάστηκα ένα μικρό κομμάτι, δεν βρήκα εδώ.
• Το κράτος ζήτησε το μαγαζί για διατηρητέο –το ζήτησαν από το υπουργείο–, αλλά δεν το δώσαμε, γιατί κάναμε τόσο κόπο να το φτιάξουμε. Το έχει πάρει τώρα ο γιος μου, ο οποίος ήταν εννέα χρόνια στην Αγγλία και ήθελε να φύγει πάλι, να γυρίσει εκεί. Όταν είδε όμως ότι εγώ είχα κουραστεί πια και έβαλα ένα «πωλείται» μπροστά στην τζαμαρία, μου είπε «θα το πάρω εγώ». Έτσι κι έγινε.
• Τα πράγματα δεν είναι καλά για ένα μικρό μαγαζί, έχουμε μόνιμους πελάτες όμως που το στηρίζουν. Είναι μικρός ο χώρος, κι αυτά που ζητάνε σήμερα με τον ιό δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση, αρκεί να βγάζει όμως τα έξοδά του. Οι παλιοί πελάτες μεγάλωσαν όλοι, γέρασαν σαν κι εμένα, αλλά έρχονται πολλοί, σοβαροί νέοι, πάντα σοβαροί. Έχουμε διώξει και πολύ κόσμο με τον τρόπο μας, κυρίως στις αρχές, ο οποίος δεν μας πήγαινε. Δεν φοβερίζαμε ποτέ, αλλά δεν τους σήκωνε το κλίμα και εξαφανίστηκαν.
• Είχαμε πάντα κόσμο γιατί ήμασταν κοντά στη Φωκίωνος, που τη δεκαετία του '60 ήταν στο φουλ και γινόταν χαμός. Τότε ήταν ρεματάκι που ξεκίναγε από πάνω, από την πλατεία, και κατέληγε εδώ. Μέχρι και πάπιες είχε μέσα. Είχε ωραία μαγαζιά, αλλά και «τσεκούρια» και απ' όλα. Την Κυψέλη την έχω ζήσει 60 χρόνια, ήταν μια ξεχωριστή γειτονιά, γιατί είχε κατοίκους συγγραφείς και καλλιτέχνες που την έκαναν περιζήτητη. Μέχρι και τη δεκαετία του '90 η Φωκίωνος δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή κατάσταση. Είχε τον Paezano με την after πιτσαρία τη δεκαετία του '80, που τον θυμάμαι πολύ ως φιγούρα. Καλοκαίρι, Αύγουστο, φορούσε τη γούνα, έπαιρνε τη μαϊμού στον ώμο και ανέβαινε στη μοτοσικλέτα του. Τότε είχε απαγορευτεί να έχουμε φώτα ανοιχτά μετά τις 12, έπρεπε να τα κλείνουμε, εκείνος όμως είχε βάλει λάμπες υγραερίου και στην κουζίνα υγραέριο. Τον πήγαν κάνα δυο φορές στο δικαστήριο και έλεγε στον πρόεδρο: «Κύριε πρόεδρε, εγώ δούλευα ανέκαθεν υγραέριο». Είχε μια μικρή λίμνη μπροστά από το μαγαζί με έναν βράχο στη μέση κι έναν βάτραχο, που είχε πιάσει. Είχε βάλει και μια μεγάλη πινακίδα, «προσοχή κροκόδειλος».
• Η Αθήνα δεν μου άρεσε ποτέ ιδιαίτερα. Η αλήθεια είναι ότι δούλευα όλη μου τη ζωή και δεν την έζησα, και τώρα έχω φύγει, ζω μακριά. Το μόνο που μου πρόσφερε ήταν κανέναν κινηματογράφο και κανένα θέατρο, άντε και καμιά ταβερνίτσα, τίποτε άλλο. Δεν είχαμε ούτε χρόνο ούτε λεφτά για να κάνουμε βόλτες. Έμενα εδώ, στην Κυψέλη, στην αρχή, μετά έφυγα και πήγα στο Γαλάτσι, αλλά παντρεύτηκα και μόλις έκανα τα δυο μου αγόρια άρχισα να βλέπω αλλιώς την περιοχή. Τότε που πήγα στο Γαλάτσι έβλεπα απέναντι την εκκλησία, μετά χτίστηκαν όλα και έβλεπα μόνο τσιμέντο. Δεν είχα πού να πάω τα παιδιά, δεν είχε τίποτα στο παλιό κέντρο. Στην αρχή έβρισκα θέση για το αυτοκίνητο κάτω από την πολυκατοικία, αλλά ήρθε και η εποχή που δεν έβρισκα θέση. Μια βραδιά, πήγα το αυτοκίνητο σε μια πλατεία πιο πάνω και είδα δυο παιδάκια σε ένα παγκάκι να κάνουν ένεση στις 4 το πρωί, πρέζα. Οπότε λέω στη γυναίκα μου, που ήταν δημόσιος υπάλληλος τότε, «να τα μαζέψουμε και να φύγουμε. Τα παιδιά δεν έχουν πού να πάνε, ο δικός μας ο χρόνος είναι περιορισμένος. Να κοιτάξουμε να πάμε κάπου αλλού». Και πήγαμε μακριά, δυστυχώς, στους Θρακομακεδόνες. Άμα έχεις ένα καλό διαμέρισμα, ένα ρετιρέ που έχει βεράντα μπροστά, είναι καλά. Στη μονοκατοικία χρειάζονται δύο πράγματα για να διατηρείται: ή να πιάνουν τα χέρια σου ή να έχεις λεφτά να πληρώνεις. Ζητάνε λεφτά οι μονοκατοικίες.
• Είμαι πολύ περήφανος διότι έχω το Au revoir, όχι ένα μπαρ. Είναι γνωστός χώρος, σοβαρός, και μας έζησε. Η αγάπη του κόσμου είναι το πιο μεγάλο μου όφελος. Όποιος ακούει το Au revoir το θαυμάζει και το έχει μάθει και σχεδόν όλη η Ελλάδα. Έχουμε πελάτες από Θεσσαλονίκη που, άμα κατέβουν Αθήνα, θα περάσουν από δω και μετά θα φύγουν. Απ' όλη την Ελλάδα έχουμε πελάτες.
• Τώρα που το μαγαζί ήταν κλειστό για τρεις μήνες, την έβγαλα στο Πόρτο Ράφτη. Το σπίτι μου είναι σχεδόν μπροστά στη θάλασσα, έχει κι ένα ωραίο μαγαζάκι, απομονωμένο, όπου πηγαίνω συχνά με την παρέα μου. Μαζευόμαστε και περνάμε την ώρα μας. Κάθε πρωί, μόλις ξυπνούσα, πήγαινα στη θάλασσα, έκανα το μπάνιο μου και οκτώμισι με εννιά ήμουν στο σπίτι, έφτιαχνα καφέ και χάζευα τη θάλασσα. Δεν μπορώ το νερό στο κεφάλι μου, ποτέ δεν το βουτάω. Μια μέρα πήγα στη θάλασσα οκτώ η ώρα, πιο πέρα ήταν άλλες δυο γριές που κολύμπαγαν και πήγα λίγο πιο βαθιά. Βάζει κύμα, με σκεπάζει το νερό μία, με σκεπάζει δύο και ζαλίστηκα, δεν ήξερα προς τα πού να πάω και την πάτησα. Αντί να βγω, πήγα προς τα μέσα και παραλίγο να πνιγώ. Ευτυχώς, με είδε αυτός που έχει το μαγαζί και είπε στον υπάλληλό του: «Ο Λύσανδρος πνίγεται, τρέξε βγάλ' τον». Ήρθε το παιδί και με τράβηξε, αλλά στο μεταξύ τηλεφώνησε και στη ναυαγοσώστρια που προσέχει την παραλία παραδίπλα και στο ασθενοφόρο και ήρθαν πολύ γρήγορα. Μου έκαναν μαλάξεις, με συνέφεραν και μετά έμεινα στο νοσοκομείο, στην εντατική, για τέσσερις μέρες. Έτσι τη γλίτωσα, αλλά δεν μπαίνω πλέον στο νερό. Φέτος δεν έκανα κανένα μπάνιο. Δεν με συγκινεί πλέον η θάλασσα.
• Δύναμη μου δίνει ο ερχομός της απόσυρσης. Δεν χρειαζόμαστε εμείς που βγαίνουμε στη σύνταξη και έχουμε περάσει τα 80-85, πρέπει να φεύγουμε. Να μη ζούμε εις βάρος των άλλων. Έλα όμως που είναι γλυκιά η ζωή. Έχω δυο εγγονάκια για τα οποία τρελαίνομαι, αυτά είναι η γλυκιά μου ζωή, αυτά με κρατάνε, τίποτε άλλο.
• Το γήρας είναι δύσκολο. Θα ήθελα να φύγω στο κρεβάτι, κοιμώμενος. Ο πιο μεγάλος μου φόβος είναι μην κουράσω και μην ενοχλήσω κανέναν. Όπως πέσω το βράδυ, να με βρούνε τελειωμένο το πρωί.
• Η ζωή με έχει μάθει να δουλεύω. Μόνο να δουλεύω. Και να μην πειράζω κανέναν, να μην κάνω κακό σε κανέναν, κι αν μπορώ κάπου, να βοηθάω. Δυστυχώς, δεν έζησα τη ζωή που έπρεπε να ζήσω. Ούτε ως παιδί, σχεδόν ούτε ως μεγάλος.
Au Revoir Bar, Πατησίων (28ης Οκτωβρίου) 136, Αθήνα
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 24.9.2020
σχόλια