ΑΚΛΑΥΤΟΣ ΠΗΓΕ ΣΤΑ 76 ΤΟΥ ο O.J. Simpson, γεγονός που σε άλλη περίπτωση θα έμοιαζε παράξενο – ειδικά στη σύγχρονη εποχή της αποθεωτικής νεκρολογίας – για κάποιον που υπήρξε ένας σούπερ σταρ του επαγγελματικού πρωταθλητισμού και κορυφαίος στο άθλημά του, το αμερικανικό ποδόσφαιρο, πέρα από την διασημότητα που συνέχισε να απολαμβάνει και στην μετέπειτα καριέρα του στην οθόνη. Ως γνωστόν όμως, η φήμη του κηλιδώθηκε ανεπανόρθωτα από την «δίκη του αιώνα», όπως είχε χαρακτηριστεί πριν από τριάντα χρόνια η ακροαματική διαδικασία κατά την οποία βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου για την άγρια δολοφονία της συζύγου του και ενός άνδρα που βρισκόταν μαζί της. Τελικά απαλλάχτηκε, αλλά λίγοι πίστεψαν τότε ότι ήταν αθώος και ακόμα λιγότεροι αργότερα.
Όλες οι κραυγαλέες αμφισημίες και παθολογίες της αμερικανικής κοινωνίας βρίσκονται στα πέντε κεφάλαια αυτού του μεγαλόπνοου έργου που κέρδισε το Όσκαρ ντοκιμαντέρ, κατακτώντας συγχρόνως και τον τίτλο της πιο μεγάλης σε διάρκεια ταινίας που βραβεύτηκε ποτέ από την Ακαδημία.
Τουλάχιστον υπήρξε η έμπνευση και η κεντρική φιγούρα ενός από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ που έχουν γίνει ποτέ, του επικής διάρκειας (οκτώ ώρες σε πέντε μέρη) και κλίμακας «OJ: Made in America» που έκανε πρεμιέρα το 2016, συγχρόνως σχεδόν με την δραματοποιημένη –και μάλλον κακόγουστη κατά την άποψή μου– εκδοχή της ίδιας ιστορίας με τίτλο «The People v. O.J. Simpson: American Crime Story». Με άξονα τον βίο και την πολιτεία του O.J. Simpson, το αριστουργηματικό ντοκιμαντέρ του Έζρα Έντελμαν αποτελεί μια συναρπαστική πραγματεία, ελεγειακής υφής συχνά, περί φυλής, φύλου, κοινωνικής τάξης, διασημότητας και (αμερικανικής) ψύχωσης – ένα πανοραμικό καλειδοσκόπιο της σύγχρονης αμερικανικής κουλτούρας από την εποχή του κινήματος των πολιτικών δικαιωμάτων στα 60’s ως τη διαβρωτική συνέργεια μιντιακού και celebrity συστήματος που εκδηλώθηκε με τόσο άγριο και με τόσο τραγελαφικό τρόπο στην πολύκροτη «δίκη του αιώνα», που έλαβε χώρα σε απευθείας μετάδοση δύο χρόνια μετά τις φοβερές ταραχές που ακολούθησαν τον βίαιο ξυλοδαρμό του Ρόντνεϊ Κινγκ.
Ο O.J. Simpson είχε επιτύχει μια σειρά από ακροβατικές υπερβάσεις που τον είχαν καταστήσει –στα μάτια του κόσμου, αλλά και στα δικά του– άτρωτο, άσπιλο, υπεράνω κριτικής, θριαμβευτή σ’ ένα φαντασιακό σύστημα «αχρωματοψίας» όπου δεν υπήρχαν λευκοί και μαύροι, δεν υπήρχε ρατσισμός, δεν υπήρχαν αγώνες για τα πολιτικά δικαιώματα, υπήρχαν μόνο επιτυχημένοι και losers, άξιοι και τεμπέληδες, διάσημοι και ασήμαντοι. Η πτώση του ήταν εξίσου κινηματογραφική και «αμερικανική» με την άνοδό του. Όλες οι κραυγαλέες αμφισημίες και παθολογίες της αμερικανικής κοινωνίας βρίσκονται στα πέντε κεφάλαια αυτού του μεγαλόπνοου έργου που κέρδισε το Όσκαρ ντοκιμαντέρ, κατακτώντας συγχρόνως και τον τίτλο της πιο μεγάλης σε διάρκεια ταινίας που βραβεύτηκε ποτέ από την Ακαδημία, η οποία από την επόμενη χρονιά εξασφάλισε ότι δεν θα συνέβαινε ποτέ ξανά κάτι τέτοιο, αποκλείοντας εφεξής οτιδήποτε έχει προβληθεί (και) ως σειρά.