ΔΙΑΒΑΖΑ ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΣΤΟΥΣ New York Times, σύμφωνα με το οποίο πολλοί εκπρόσωποι της λεγόμενης Γενιάς Ζ –οι σημερινοί εικοσάρηδες ας πούμε πολύ χονδρικά– συρρέουν καθημερινά στο Facebook όχι για να ποστάρουν, να δικτυωθούν ή να επικοινωνήσουν (ως γνωστόν, το Facebook είναι με διαφορά το πιο «γηριατρικό» από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), αλλά για να εκμεταλλευθούν τυχόν ευκαιρίες στο μεγάλο παζάρι του Facebook Marketplace.
Όπως είναι φυσικό, ιδιαίτερη προτίμηση στο παραμάγαζο αυτό της γιγαντιαίας πλατφόρμας δείχνουν οι απανταχού φοιτητές που αναζητούν και συχνά βρίσκουν εκεί μεταχειρισμένα έπιπλα, σκεύη, αξεσουάρ και πάσης φύσεως αντικείμενα σε τιμή ευκαιρίας.
Σύμφωνα με μια έρευνα του 2022 από εταιρεία που παρέχει market data (το ίδιο το Meta δεν παρέχει τέτοιου είδους πληροφορίες), το Marketplace, το οποίο ιδρύθηκε το 2016, έχει πάνω από ένα δισεκατομμύριο ενεργούς χρήστες και είναι ο δεύτερος πιο δημοφιλής ιστότοπος για την αγοραπωλησία μεταχειρισμένων αγαθών μετά το eBay.
Όσο κι αν είναι υπόλογα για ένα σωρό κακά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν ανακουφιστικά ή και θεραπευτικά ακόμα για πολλούς ανθρώπους οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν έχουν πολλούς άλλους διαύλους επικοινωνίας και πενθούν πραγματικά όταν χάνονται φίλοι τους στην πλατφόρμα, ακόμα κι αν δεν τους είχαν συναντήσει ποτέ διά ζώσης.
Κάποιοι μάλιστα αποκαλούν το Facebook Marketplace, «το παλιατζίδικο του διαδικτύου». Αναρωτιόμουν πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κατ’ αναλογία το Facebook, γεμάτο καθώς είναι πλέον από μεσήλικες που φιλονικούν, παρεξηγούνται και ξερνάνε ατζέντα και schadenfreude (κακεντρέχεια) δεξιά κι αριστερά, με μοναδικά διαλείμματα εκεχειρίας όταν συμβεί κάποια απώλεια, είτε επιφανούς προσώπου είτε φίλου, φίλης ή οικείων τους. «Το καφενείο των συνταξιούχων»; «Το πανηγύρι της τοξικότητας»; «Το RIPάδικο του ψηφιακού σύμπαντος»;
Τις προάλλες συνάντησα έναν παλιό και αγαπητό γνωστό – που είναι επίσης «φίλος» στο Facebook, αν όχι ακριβώς φίλος και στην πραγματική ζωή, αφού μπορεί να περάσει πολύς καιρός ανάμεσα στις συναντήσεις μας, που μπορεί να είναι εντελώς τυχαίες. Κάποια στιγμή, έφτασε η κουβέντα και στα οικογενειακά, οπότε τον πληροφόρησα ότι πριν από λίγους μήνες έφυγε από τη ζωή η μητέρα μου. «Έλα ρε, πότε συνέβη αυτό; Δεν είδα κάτι στο Facebook. Συλλυπητήρια».
Δεν τον αδικώ που θεώρησε αυτονόητο ότι θα έπρεπε να έχω κοινοποιήσει μια τέτοια απώλεια. Και κατανοώ απολύτως την ανάγκη των ανθρώπων που χάνουν κάποιον δικό τους να το μοιραστούν με την κοινότητα των διαδικτυακών φίλων με αντάλλαγμα λίγα λόγια συμπαράστασης και παρηγοριάς. Ακόμα περισσότερο όταν η απώλεια έχει να κάνει με πρόσωπο που υπήρξε κοινός διαδικτυακός φίλος με παρουσία στην πλατφόρμα μέχρι και μερικές μέρες πριν από το μοιραίο.
Όσο κι αν είναι υπόλογα για ένα σωρό κακά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λειτουργούν ανακουφιστικά ή και θεραπευτικά ακόμα για πολλούς ανθρώπους οι οποίοι για διάφορους λόγους δεν έχουν πολλούς άλλους διαύλους επικοινωνίας και πενθούν πραγματικά όταν χάνονται φίλοι τους στην πλατφόρμα, ακόμα κι αν δεν τους είχαν συναντήσει ποτέ διά ζώσης.
Πριν από μερικές μέρες που έπεσε το Facebook για λίγες ώρες, είναι βέβαιο ότι κάποιοι άνθρωποι ζορίστηκαν πραγματικά, σαν να τους έκλεισε κάποιος ξαφνικά το φως χωρίς να γνωρίζουν πότε θα το επαναφέρει.
Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να μου φαίνεται ανάρμοστο το μέσο για εκδηλώσεις προσωπικού πένθους, σαν να καταστρατηγείται κάθε έννοια ιδιωτικότητας μέσα στον ορυμαγδό των reels, των memes και των stories, και να μου προκαλεί έντονη αμηχανία όταν βλέπω αναρτήσεις (και είναι πλέον πολύ συχνές δυστυχώς, έχουμε πια μπει πια σε τέτοιες ηλικιακές πίστες) που μοιάζουν με κηδειόσημα για ανθρώπους που δεν έχω γνωρίσει ποτέ. Ίσως είναι ο φόβος ότι μια μέρα το ίδιο θα συμβεί και μ’ εμάς – και μ’ εμένα δηλαδή. Ένα 24ωρο ψηφιακού πένθους ανάμεσα στους φίλους της πλατφόρμας και μετά σαν να μη συνέβη ποτέ.