ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, βέβαια, δεν μου πέφτει λόγος, ως μη γονιός και κατά συνέπεια ισόβια αγκιστρωμένος σε ψευδείς ναρκισσιστικές υπερδυνάμεις, απλώς μου κεντρίζει το ενδιαφέρον το φαινόμενο που παρατηρείται όλο και πιο συχνά, καθώς το ροκ και οι παραφυάδες του γερνάνε μαζί με το κοινό του, να βλέπεις στις συναυλίες γονείς μαζί με τα παιδιά τους.
Συχνά δε φορώντας και το ίδιο μπλουζάκι με το λογότυπο του συγκροτήματος που βρίσκεται στη σκηνή και κατά κανόνα αποτελεί αιώνια αδυναμία του γονιού που έχει καταφέρει (είτε φυσιολογικά είτε με κάποιο ζόρι) να μεταλαμπαδεύσει στο παιδί του ίσως και από τότε που αυτό ήταν ακόμα βρέφος.
Λένε ότι το μόνο πιο δύσκολο από το να είσαι γονιός είναι να είσαι στην εφηβεία, μια κινούμενη ωρολογιακή βόμβα προσμονών και νευρώσεων που μπορεί να σκάσει ανά πάσα στιγμή.
Δεν μιλάμε όμως εδώ για τα πολύ μικρά παιδιά, που έτσι κι αλλιώς δεν έχουν θέση σε νυχτερινές συναυλίες με εκκωφαντικό ήχο και εκτυφλωτικούς φωτισμούς να παριστάνουν τα αξεσουάρ «cool» γονιών. Μιλάμε για νεαρά αγόρια και κορίτσια που συχνά «ξεπαρθενεύονται» συναυλιακώς παρέα με τους γονείς τους ή με κάποιον ενήλικο συνοδό.
Στην εποχή μου κάτι τέτοιο ήταν περίπου ανήκουστο, όπως ανήκουστο ήταν το να μοιράζονται τα ίδια μουσικά γούστα τα παιδιά με τους γονείς, ακόμα και με τους πιο προχωρημένους και τους πιο προοδευτικούς, με κάποιες πολύ σπάνιες και εκκεντρικές εξαιρέσεις. Άλλες εποχές, θα πει κανείς, προτού επέλθει η κουλτούρα της νοσταλγίας και των αέναων επανασυνδέσεων.
Λένε ότι το μόνο πιο δύσκολο από το να είσαι γονιός είναι να είσαι στην εφηβεία, μια κινούμενη ωρολογιακή βόμβα προσμονών και νευρώσεων που μπορεί να σκάσει ανά πάσα στιγμή. Στην εφηβεία νομίζεις ξαφνικά ότι είσαι έτοιμος για όλα και πολύ αθώος για να κατανοήσεις ότι αυτό όχι μόνο δεν μπορεί να ισχύει αλλά και ότι αποτελεί και μια πλάνη που μπορεί να αποδειχτεί πολύ επικίνδυνη.
Κατανοητές συνεπώς εν μέρει οι ανησυχίες (και οι ψευδαισθήσεις) των γονιών που καλλιεργούν στα παιδιά τους την ιδέα ότι μπορεί να έχουν κοινά σημεία αναφοράς και όταν έλθει το πλήρωμα του χρόνου να πηγαίνουν στις ίδιες συναυλίες, που έτσι κι αλλιώς έχουν γίνει πολύ πιο ασφαλείς και πιο προβλέψιμες από παλιά.
Όμως η πρώτη συναυλία ενός ή μιας εφήβου –άνευ κηδεμόνα– ήταν και είναι μια προσωπική τελετουργία μετάβασης κάπου «αλλού» ή μετεξέλιξης σε κάτι «άλλο». Δεν είσαι πια παιδί, αλλά ούτε και μεγάλος. Προσγειώνεσαι σ’ ένα νεανικό σύμπαν, αυτοτελές και αυτόνομο, χωρίς το δίχτυ προστασίας και ελέγχου που απλώνει το γονικό ενδιαφέρον τριγύρω σου.
Οι συναυλίες μοιάζουν να γεννήθηκαν για να εξυπηρετούν κυρίως αυτή την ανάγκη. Ειδικά όταν πρόκειται για συναυλίες που το γκρουπ ή ο καλλιτέχνης και το κοινό ανήκουν στην ίδια ή σε κοντινή ηλικιακή ομάδα και μοιράζονται τις αγωνίες, τις προσδοκίες και τα πάθη μιας κοινής νεανικής ύπαρξης.
Γι’ αυτό και ενώ το χαίρομαι αυθόρμητα όταν βλέπω στα προφίλ γνωστών ή άγνωστων «φίλων» φωτογραφίες περήφανων και περιχαρών γονιών μαζί με το παιδί τους σε κάποιο live, μου προκαλεί συγχρόνως και μια αίσθηση αμηχανίας. Και επειδή κατά κανόνα πρόκειται για άντρες, μου θυμίζει και λίγο τον τρόπο με τον οποίο κληροδοτείται από τον πατέρα στον γιο η ομάδα την οποία «σπρώχνεται» από μικρός να υποστηρίζει εφ’ όρου ζωής.