ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΤΟ ΓΡΑΦΩ ΑΥΤΟ, δεν έχει γίνει ακόμα γνωστό αν ο «Καζαντζίδης του grunge», όπως μισοαστεία (ή μισοσοβαρά) είχε αποκαλέσει κάποιος φίλος κάποτε τον ιδιαιτέρως αγαπητό στα μέρη μας Mark Lanegan, πήγε ή δεν πήγε ή κατά πόσο πήγε από Covid ή τα απότοκα αυτού, ή πόσο είχε προκαλέσει τον «διάβολο» με κάτι ψεκασμένα που είχε πει (για να τα πάρει πίσω μετά) πριν τον βρει ο ιός και τον στείλει στην εντατική για καιρό τη χρονιά που μας πέρασε. Γ
ια την εποχή του αυτή στην κόλαση έγραψε κι ένα μικρό βιβλίο που κυκλοφόρησε τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν με τον τίτλο Devil in a coma (Ο Διάβολος σε κώμα), με τον εαυτό του στον ομώνυμο ρόλο.
«Από τη στιγμή που βγήκα από το κώμα και μου είπαν τι είχε συμβεί και πού βρισκόμουν, ήμουν αποφασισμένος να επιζήσω από αυτόν τον εφιάλτη, παρότι ούτε λόγος φαινόταν να μου πέφτει στο ζήτημα, ούτε και μου είχαν μείνει πλέον πυρομαχικά για να πολεμήσω…»
Πραγματικός, ασυμβίβαστος «ρόκερ» (του εναλλακτικού έστω ιδιώματος), πραγματικός crooner, φοβερός, αυθεντικός ερμηνευτής, βαρύ χαρτί και μέχρι χθες Μέγας Επιζήσας, ο Mark Lanegan είχε αποδειχτεί εσχάτως και ένας συναρπαστικά γλαφυρός αφηγητής με το προπέρσινο βιβλίο των απομνημονευμάτων από τη χαοτική περιφορά του στα ’90s.
Λυρικό, ωμό, αυθεντικό, μελαγχολικό, ζοφερό, σπαρταριστό, το «Sing backwards and weep» ήταν αδύνατο να το αφήσεις στη μέση. Έγραφε σε ένα σημείο για εκείνα τα χρόνια που έζησε κάθε σκέλος του τριγώνου sex, drugs & rock’n’roll στην πιο ακραία εκδοχή του:
«Η ζωή μου, εν ολίγοις: Μια κλεμμένη στιγμή απελπισμένης απόλαυσης, δεκάδες μικρά στιλέτα να σε τρυπάνε, και μετά μια αιωνιότητα αγωνίας… Αυτό όμως που με καταδίωκε πιο αλύπητα ήταν ο φόβος μου να δείξω την αληθινή μου καρδιά, που άλλες φορές ήταν γεμάτη και κόντευε να εκραγεί και άλλες τόσο άδεια, που μ’ έκανε να κλαίω. Με παρέλυε και μόνο η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να ανακαλύψει αυτό που πραγματικά ήμουν: ένα παιδί στο σώμα ενός ενήλικα».
Ενθαρρυμένος ίσως από τη θερμότατη υποδοχή που επιφύλαξαν η κριτική και το κοινό στο βιβλίο, εξέδωσε πέρσι και μια (νέα) ποιητική συλλογή με τίτλο Leaving California. Ένα από τα ποιήματα λέγεται «Μουσική κυλά από τις άκρες των δαχτύλων μου»:
Μουσική κυλά από τις άκρες των δαχτύλων μου
κι όμως τα λόγια
μου κάθονται στον λαιμό
πώς μεγάλωσα τόσο πολύ;
ακόμα κι η γλώσσα
μου διαφεύγει τώρα
Και μετά ήρθε o Covid, που έστειλε το γερό, αλλά πολλαπλώς βασανισμένο κορμί του στην εντατική, όπου βρισκόταν για έναν και πλέον μήνα, όπως γράφει στο Devil in a coma, «με μοναδική συντροφιά αλλόκοτα όνειρα, παράξενα οράματα, σκοτάδια γεμάτα σκιές, αναξιόπιστες αναμνήσεις και επαναλαμβανόμενες παραισθήσεις, όλα τους χαρακτηριστικά μιας επιθανάτιας εμπειρίας».
Όταν ξύπνησε, συνειδητοποίησε ότι υπάρχει «ένας καθετήρας σφηνωμένος στο πουλί μου και κάθε απόπειρα βαθιάς ανάσας –ακόμα κι ένα χασμουρητό– έχει ως ανεπιθύμητο αποτέλεσμα την αίσθηση ότι σε χτυπάνε στο στήθος με βαριοπούλα»:
«Τρεις φορές την ημέρα με ρωτούσαν αν ήξερα πού βρίσκομαι και σπανίως έδινα τη σωστή απάντηση. Κάποιες φορές οδηγούσα για μίλια κουβαλώντας ναρκωτικά για κάποιον που έμενε σε κάποια άλλη πόλη ή έκλεβα αργά τη νύχτα παλιά αυτοκίνητα για να πουλήσω τα ανταλλακτικά… Άλλες φορές ήμουν σε περιοδεία με το λεωφορείο στην Αμερική, ή στη Βρετανία, ή σ’ ένα τρένο που διέσχιζε την Αυστραλία. Από την Κίνα και τη Μέση Ανατολή ως τα μέρη που μεγάλωσα στα βόρεια της Δυτικής Ακτής, φανταζόμουν ότι βρισκόμουν σε όλα αυτά τα μέρη, μέλος κι εγώ της εκάστοτε αυλής των καταραμένων. Δεν είχα ιδέα από πού προέρχονταν αυτές οι παραισθήσεις, ήταν πάντα όμως εκεί, μαζί μου.
Μια νύχτα ονειρεύτηκα ότι ζούσα σ’ ένα μεγάλο υπόγειο διαμέρισμα στην πιο υποβαθμισμένη και βροχερή γειτονιά του Σιάτλ, μαζί με πολλές από τις πρώην κοπέλες και συζύγους μου, αρκετές από τις οποίες με απεχθάνονταν στην πραγματική ζωή, σε πλήρη αρμονία, κι ένιωσα να με πλημμυρίζει μια αίσθηση γαλήνης. Μια άλλη νύχτα ονειρεύτηκα ότι ήμουν πίσω στο πρώην σπίτι μου στην Καλιφόρνια, ένα μέρος που είχα ορκιστεί κάποτε ότι δεν θα άφηνα ποτέ, και μπορούσα με κάποιον μαγικό τρόπο να πετάξω πάνω από τα φρουτόδεντρα μαζί με τον αγαπημένο μου σκύλο, να κόβω τα φρούτα από τις κορυφές και να του τα δίνω να τα τρώει, κι εκείνος να μου γλείφει το πρόσωπο όπως είχε κάνει τελευταία φορά τη μέρα που πέθανε και μου ράγισε την καρδιά. Ξύπνησα από αυτό το όνειρο κλαίγοντας, με την πιτζάμα μου να έχει μουσκέψει από τα δάκρυα.
Από τη στιγμή που βγήκα από το κώμα και μου είπαν τι είχε συμβεί και πού βρισκόμουν, ήμουν αποφασισμένος να επιζήσω από αυτόν τον εφιάλτη, παρότι ούτε λόγος φαινόταν να μου πέφτει στο ζήτημα, ούτε και μου είχαν μείνει πλέον πυρομαχικά για να πολεμήσω…»
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.