ΜIA EΠΟΧΗ ΟΠΟΥ ΕΜΟΙΑΖΕ να κυριαρχεί ένα είδος εκστατικού εφησυχασμού…» Αυτός είναι ένας από τους προσδιορισμούς για τη δεκαετία του ’90 –την τελευταία του εικοστού αιώνα και την τελευταία γενικώς πριν από την επέλαση του ίντερνετ, των social media, της αέναης ανακύκλωσης, της «μετα-πραγματικότητας»– που προσφέρει ο πολυσχιδής και «ευδιάβαστος» Αμερικανός συγγραφέας, αρθρογράφος και πρώην ροκ κριτικός Chuck Klosterman στο νέο βιβλίο του που φέρει απλώς τον τίτλο The Nineties: A Book.
Πρόκειται για το δωδέκατο βιβλίο του και έχω στη βιβλιοθήκη μου κάνα-δυο από τα παλιότερα, κι αυτό εδώ όμως μοιάζει εξαιρετικά ενδιαφέρον και ψυχαγωγικό, κρίνοντας από τα διάφορα αποσπάσματα που έχουν ήδη δημοσιευτεί.
Πενηντάρης πλέον ο ίδιος –και συνεπώς επιφανές μέλος της αειμνήστου και αξιομακάριστης Generation X, με όλα τα slacker και grunge κλισέ που αυτό συνεπάγεται–, αποφάσισε να γράψει μια όσο το δυνατόν πιο συμπαγή και όσο το δυνατό λιγότερο νοσταλγική αποτίμηση για τη δεκαετία του ’90, την οποία ο ίδιος ορίζει από τον Σεπτέμβριο του 1991, που κυκλοφόρησε το «Nevermind» των Nirvana, μέχρι την «11η Σεπτεμβρίου», ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα.
«Δεν υπήρχαν viral ιστορίες, ούτε trending διασημότητες. Ο κόσμος ήταν ακόμα απέραντος. Δεν ήταν απαραίτητο να έχεις έντονη άποψη, και ουδείς ενδιαφερόταν αν είχες ή δεν είχες. Μπορούσες να είσαι εσκεμμένα μόνος, ακόμα και μέσα σ’ ένα πλήθος…»
Η δεκαετία του ’90 είναι σημαντική και μόνο για το γεγονός, όπως λέει στο βιβλίο, ότι ήταν η τελευταία που μπορούμε να την αντιληφθούμε ως τέτοια, κάτι που είναι δύσκολο να κάνουμε αντιστοίχως για τις δύο δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα που βρίσκονται συγκεχυμένες στο μυαλό μας, ανακατεμένες σε μια θολούρα και σε μια ταραχή: «Είναι η τελευταία εποχή που μπορούσαμε να τεμαχίζουμε την πίτα της Ιστορίας σε ευκολοχώνευτα δεκαετή κομμάτια… Η τελευταία περίοδος στην αμερικανική ιστορία που η προσωπική και η πολιτική ανάμειξη ακόμα ήταν προαιρετική, το τέλος μιας εποχής που φαινόταν να ελέγχουμε εμείς την τεχνολογία και όχι το αντίστροφο…»
Λίγα χρόνια μόνο μετά τον μεγάλο ντόρο γύρω από την ανάμειξη της Ρωσίας στις αμερικανικές εκλογές που έβγαλαν νικητή τον Τραμπ, το βιβλίο αυτό μας υπενθυμίζει, μεταξύ άλλων, τις απροκάλυπτες απόπειρες της Ουάσινγκτον να εκλέξει τον «εκλεκτό» της στη ρωσική προεδρία το 1996, αποστέλλοντας πράκτορες, χρήμα και μπόλικη old school αντικομμουνιστική προπαγάνδα προκειμένου να εξασφαλίσει την επικράτηση ενός ξεμυαλισμένου και παραπαίοντος (μεταφορικά και κυριολεκτικά) Μπόρις Γιέλτσιν.
Τη νοσταλγία όμως –που στάζει από παντού, παρότι συγχρόνως θεωρείται κάτι σαν σύγχρονη μάστιγα– φυγείν αδύνατο, ειδικά αν θυμάται κανείς τα νιάτα του, όπως εν προκειμένω ο συγγραφέας:
«Δεν υπήρχαν viral ιστορίες, ούτε trending διασημότητες. Ο κόσμος ήταν ακόμα απέραντος. Δεν ήταν απαραίτητο να έχεις έντονη άποψη, και ουδείς ενδιαφερόταν αν είχες ή δεν είχες. Μπορούσες να είσαι εσκεμμένα μόνος, ακόμα και μέσα σ’ ένα πλήθος… Σχεδόν κάθε σημαντική στιγμή της δεκαετίας του ’90 απαθανατίστηκε σε βιντεοκασέτα, μαζί με μυριάδες άλλες που δεν σήμαιναν απολύτως τίποτα. Αυτός ο κατακλυσμός υλικού, όμως, παρέμενε εκείνα τα χρόνια κάτι το εφήμερο και μη διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή. Η ύπαρξη ήταν ακόμα τότε μια εμπειρία παρόντος χρόνου».
Ναι μεν, ίσως, whatever (που θα λέγαμε και στα ’90s), κάθε γενιά όμως βλέπει αλλιώς τα δικά της νιάτα. Το ξέρει καλά αυτό και ο ίδιος ο Klosterman που είχε γράψει ένα σχετικό κείμενο με τίτλο «Εκτός χρόνου» («Out of Time») το 2004 για το περιοδικό SPIN, όπου δήλωνε και το εξής:
«Αυτό που έχω συνειδητοποιήσει είναι πως εκείνα τα τέσσερα-πέντε χρόνια (από τα 20 ως τα 25, χονδρικά) εκπροσωπούν τη μόνη εποχή που τα πράγματα μοιάζουν πραγματικά καινούργια. Στην εφηβεία όλα μοιάζουν δεδομένα και μετά τα 30 δεν μπορείς να νιώσεις στα σπλάχνα σου την πρωτοπορία επειδή έχεις διαπιστώσει ήδη ότι τα πάντα είναι απότοκα κάποιου άλλου πράγματος. Κι όμως, υπάρχει αυτό το πολύ συγκεκριμένο χρονικό παράθυρο, όπου το νεωτερικό φαίνεται πραγματικά αυθεντικό. Είναι μια πραγματικά συναρπαστική περίοδος στη ζωή σου… Μου λείπει η εποχή που τα πράγματα ήταν καινούργια».
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.