«ΑΣ ΜΗΝ ΤΗΝ ΚΑΝΟΥΜΕ βαρετή αυτή την ταινία, ας την κάνουμε θρίλερ» προτείνει στον σκηνοθέτη Ντάνιελ Ρόχερ ο πιο διάσημος Ρώσος αντικαθεστωτικός στην αρχή αυτού του ντοκιμαντέρ που φέρει απλώς το όνομά του. «Και μετά, αν σκοτωθώ, κάνε μια βαρετή ταινία στη μνήμη μου».
Δύο χρονιά περίπου αφότου γυρίστηκε αυτή η σκηνή, ο Αλεξέι Ναβάλνι παραμένει ζωντανός στα 45 του και παρακολουθεί από τις ρωσικές φυλακές τις εξελίξεις της εισβολής στην Ουκρανία, ελπίζοντας το πλήρωμα του χρόνου και οι περιστάσεις να ευνοήσουν τον απόλυτο στόχο της πολιτικής του καριέρας, που εξακολουθεί να είναι η εκδίωξη των «κλεφτών και των απατεώνων» του καθεστώτος Πούτιν από το Κρεμλίνο.
Οι ιστότοποι του Ναβάλνι δεν είναι πλέον προσβάσιμοι στη Ρωσία, καταφέρνει όμως να επικοινωνεί με τον έξω κόσμο και με τους εκατοντάδες χιλιάδες υποστηρικτές του μέσω Instagram και, συγκεκριμένα, μέσω μηνυμάτων που δίνει σε δικηγόρους και επισκέπτες του.
Όπως άλλωστε γίνεται φανερό από αυτό το ντοκιμαντέρ (συμπαραγωγής CNN και HBO Max) που γυρίστηκε υπό «μυστικές» συνθήκες, ο επιτυχημένος δικηγόρος και φιλόδοξος πολιτευτής-σταυροφόρος είναι εξπέρ στην εκμετάλλευση των social media και της σύγχρονης τεχνολογίας εν γένει (όπως λέει ο ίδιος κάποια στιγμή στην ταινία, «μπορείς να βρεις τα πάντα στη μαύρη αγορά του ρωσικού dark web»), δεξιότητα που αποδείχθηκε πολύ χρήσιμη όταν, μαζί με τον στενό συνεργάτη του, τον Βούλγαρο δημοσιογράφο Κρίστο Γκρόζεφ, κατορθώνουν να αποκαλύψουν τους δράστες της απόπειρας δολοφονίας εις βάρος του με το δηλητήριο Novichok, που έχει γίνει το κατατεθέν των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών.
«Δεν συνειδητοποιούμε τη δύναμη που πραγματικά έχουμε. Το μόνο πράγμα που χρειάζεται για να θριαμβεύσει το κακό είναι να μην κάνουν τίποτα οι καλοί άνθρωποι».
Αυτή ακριβώς η σκηνή, όπου ο Ναβάλνι, υποδυόμενος αξιωματούχο του καθεστώτος, συνομιλεί στο τηλέφωνο με έναν από τους επιστήμονες που συνεργάστηκαν με τις μυστικές υπηρεσίες για την απόπειρα εναντίον του κι εκείνος τα «ξερνάει» όλα ή σχεδόν όλα, είναι το πιο κοντινό σημείο που βρίσκεται η ταινία σε ένα σύγχρονο κατασκοπικό θρίλερ.
Κατά τα λοιπά, πρόκειται για ένα οικείο πορτρέτο της «αγωνιστικής» καθημερινότητας (πριν από την φυλακή) ενός επιφανούς αντικαθεστωτικού που χρησιμοποιεί το χιούμορ ως μηχανισμό ασφαλείας και τρέφει υψηλά ιδανικά και οράματα για τη χώρα του, παρότι γίνεται και μια αναφορά στις διασυνδέσεις που είχε με ακροδεξιούς και εθνικιστικούς κύκλους στην αρχή της πολιτικής του καριέρας. Δεν πρόκειται ακριβώς για αγιογραφία, αλλά ούτε και βγαίνει μετά το τέλος της ταινίας σοφότερος ο θεατής σχετικά με την πολιτική / ιδεολογική του ατζέντα.
«Όσο γινόμουν πιο διάσημος τόσο ήμουν πιο σίγουρος για την ασφάλειά μου, διότι θα ήταν προφανώς προβληματική για εκείνους η εξόντωσή μου» λέει κάποια στιγμή. «Μεγάλο λάθος».
Ο Αλεξέι Ναβάλνι δηλητηριάστηκε τον Αύγουστο του 2020 στη διάρκεια ενός ταξιδιού του στη Σιβηρία και στην ταινία υπάρχει υλικό από εκείνο το παραλίγο μοιραίο ταξίδι, με πιο «διασκεδαστικό» ένα στιγμιότυπο όπου στέκεται για να απευθυνθεί στην κάμερα ενώ στο βάθος πίσω του διακρίνεται ένας άντρας που, παρότι έχει αντιληφθεί το συνεργείο, κατουρά ανέμελος σ’ έναν τοίχο.
Ο Ναβάλνι διασκεδάζει κι ο ίδιος με την σκηνή αυτή, φαίνεται να προβληματίζεται όμως από την παντελή απουσία φανερών ή «μυστικών» εκπροσώπων του καθεστώτος στην περιοχή. «Σοβαρά τώρα; Είμαι εδώ – πού είναι η αστυνομία μου;» λέει στην κάμερα.
Λίγες μέρες αργότερα, σφαδάζοντας στην πτήση της επιστροφής στη Μόσχα υπό την επήρεια του δηλητήριου, συνειδητοποιεί μάλλον γιατί δεν είχε κριθεί απαραίτητη η στενή παρακολούθησή του στη Σιβηρία. Τουλάχιστον βρίσκει αργότερα το κουράγιο να διασκεδάσει με την πληροφορία ότι το δηλητήριο είχε τοποθετηθεί στο εσώρουχό του.
Κατόπιν γερμανικής παρέμβασης, αφότου διέφυγε τον κίνδυνο, μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο του Βερολίνου, όπου οι εξετάσεις επιβεβαίωσαν την ταυτότητα της θανατηφόρου ουσίας που είχε διεισδύσει στον οργανισμό του. Για μισό χρόνο περίπου έμεινε μαζί με την οικογένειά του (την σύζυγο, τον γιο και την κόρη του, η οποία φοιτά στο επίλεκτο Στάνφορντ των Ηνωμένων Πολιτειών) στον ειδυλλιακό και απομονωμένο γερμανικό Μέλανα Δρυμό, όπου επίσης τον ακολούθησε η κάμερα του Καναδού σκηνοθέτη. Μέχρι τον Γενάρη του 2021, που επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο που θα τον πήγαινε στη Μόσχα και στη βέβαιη σύλληψή του. Έκτοτε, βρίσκεται στη φυλακή εκτίοντας ποινή που μπορεί να διαρκέσει ως και είκοσι χρόνια.
Η προτελευταία εικόνα του στην ταινία είναι πριν από μερικούς μήνες, όταν εμφανίστηκε αποστεωμένος και με ξυρισμένο κεφάλι στη φυλακή μετά από την απεργία πείνας που είχε κάνει. Για το φινάλε όμως, ο χρόνος γυρίζει πίσω, όταν ήταν ακόμα στη Γερμανία, και ο σκηνοθέτης της ταινίας του ζητά ένα μήνυμα σε περίπτωση που συμβεί το χειρότερο κατά την επιστροφή του στην Μόσχα.
«Το μήνυμά μου σε περίπτωση που σκοτωθώ είναι πολύ απλό: μην τα παρατάτε» λέει στα αγγλικά και κατόπιν συνεχίζει στα ρωσικά: «Δεν συνειδητοποιούμε τη δύναμη που πραγματικά έχουμε. Το μόνο πράγμα που χρειάζεται για να θριαμβεύσει το κακό είναι να μην κάνουν τίποτα οι καλοί άνθρωποι».