«Θα το διαπιστώσετε και μόνοι σας έτσι κι αλλιώς, ιδού όμως μια μικρή προληπτική αλήθεια: αυτή η ιστορία δεν έχει χάπι εντ». Αυτό ακούγεται να λέει από το υπερπέραν ο Άντονι Μπουρντέν στις πρώτες σκηνές της ταινίας του πολύπειρου και πολυσχιδούς σκηνοθέτη Μόργκαν Νέβιλ με τίτλο Roadrunner: A Film About Anthony Bourdain που εδώ και κανένα δίμηνο που έκανε πρεμιέρα έχει προκαλέσει έντονο ενδιαφέρον και μπόλικες συζητήσεις. Ανάμεσα σ’ αυτές και το ζήτημα (ηθικής και καλλιτεχνικής φύσεως) που προέκυψε ακριβώς από τον τρόπο που μέσω εφέ "τεχνητής νοημοσύνης" ακούγεται ο επιφανής εκλιπών να λέει κάποια πράγματα που δεν είπε ποτέ σε μικρόφωνο.
Αν δεν το γνωρίζει όμως ο θεατής αυτό, αποκλείεται να δώσει ιδιαίτερη σημασία σ’ ένα τέτοιο καραμπινάτο τρικ, καθώς παρακολουθεί αυτό το συναρπαστικό (ούτε βαθύ αλλά ούτε και ρηχό) μνημόσυνο στον άνθρωπο που η εθελούσια έξοδός του από τα εγκόσμια πριν από τρία χρόνια σόκαρε το σύμπαν, και ο απόηχος της ακόμα προκαλεί μούδιασμα, περίσκεψη και αναπάντητα υπαρξιακά ερωτήματα.
Ήταν μια υποδειγματικά εθιστική προσωπικότητα που είχε διαρκώς την τάση να αναλώνεται σε κάποια ιδέα, ουσία ή πρακτική, όπως λόγου χάρη στο βραζιλιάνικο ζίου ζίτσου στο οποίο είχε αφοσιωθεί σε "επαγγελματικό" σχεδόν βαθμό πριν μπει στο τελευταίο και πιο σκοτεινό κεφάλαιο της ζωής του.
Τις ίδιες βασανιστικές απορίες φαίνονται να έχουν και πολλοί από τον στενό του κύκλο, ακόμα κι αν είχαν έρθει σε επαφή με τις σκιές και τους εθισμούς που τον ακολουθούσαν λίγο-πολύ σε όλη του την ζωή, τόσο πριν από την εκτόξευση του στα ύψη της παγκόσμιας φήμης με το βιβλίο “Kitchen Confidential” με την αυγή του 21ου αιώνα (ενώ ήταν ήδη 44 ετών, φουλ μεσήλικας δηλαδή) όσο και ακολούθως με την δημόσια περσόνα που κατοχύρωσε on camera στο “No Reservations” και στο “Parts Unknown”.
«Στο τέλος της μέρας, ο Τόνι ήταν ένας πολύ σκοτεινός [σκοτεινιασμένος, θα μπορούσαμε να πούμε] χαρακτήρας», δηλώνει "εμπιστευτικά" στην ταινία ο διάσημος σεφ Ντέιβιντ Τσανγκ. Και ως παράδειγμα αυτής της έλξης προς το έρεβος και την λήθη, φέρνει το αγαπημένο τραγούδι του Μπουρντέν, που ήταν το βραδείας ληθαργικής διέγερσης άσμα των Brian Jonestown Massacre, “Anemone” (Ανεμώνη). «Ωραία μουσική, πλην όμως μουσική ηρωίνης, ξεκάθαρα», λέει ο Τσανγκ.
Η ταινία ακολουθεί σε γενικές γραμμές μια συμβατική χρονολογική σειρά ξεκινώντας από το (μάλλον προνομιακό) οικογενειακό background του, για να δείξει στην συνέχεια κάποια παλιά φιλμάκια που τον απεικονίζουν ως ιδανικό νεαρό μποέμ συγγραφέα (πάνω απ’ όλα ως συγγραφέα έβλεπε τον εαυτό του ως το τέλος ο Μπουρντέν, και δικαίως αφού διέθετε όντως την απαιτούμενη στόφα). Ακολούθως ξεδιπλώνεται, μέσω πλούσιου υλικού και μιας σειράς συνεντεύξεων με φίλους (επώνυμους και μη), συγγενείς και πρώην συζύγους, η πορεία προς την καταξίωση και την δόξα ενός «εναλλακτικού» τύπου που βρέθηκε να αποτελεί οικουμενικό πρότυπο και ενσάρκωση μιας σκεπτόμενης και αεικίνητης ευζωίας.
Ρομαντικός ευδαιμονιστής που απέπνεε συγχρόνως ναρκισσισμό και ενσυναίσθηση (και συμπόνια), μάλλον συνεσταλμένος εκ φύσεως αλλά εξωστρεφής προς την κάμερα, ο δικός μας insider στα ήθη (γαστριμαργικά αλλά και πάσης φύσεως) και τις κουλτούρες του πλανήτη, ένας cool τύπος που τρώει (περίεργα πράγματα συχνά) και πίνει και καπνίζει ανά την υφήλιο, ψαγμένος αλλά όχι σνομπ, εστέτ αλλά προσιτός, ανανήψας αλλά πάντα επιρρεπής, μοναχικός λύκος αλλά και πρότυπο οικογενειάρχη (το τελευταίο το επεδίωξε με γνήσια επιθυμία αλλά όπως θα παραδεχόταν εκ των υστέρων, δεν το κατάφερε τελικά).
Ήταν επίσης μια υποδειγματικά εθιστική προσωπικότητα που είχε διαρκώς την τάση να αναλώνεται σε κάποια ιδέα, ουσία ή πρακτική, όπως λόγου χάρη στο βραζιλιάνικο ζίου ζίτσου στο οποίο είχε αφοσιωθεί σε "επαγγελματικό" σχεδόν βαθμό πριν μπει στο τελευταίο και πιο σκοτεινό κεφάλαιο της ζωής του, σύμφωνα με το αφήγημα αυτής της ταινίας. (Υποθέτω ότι έχουμε πλέον συμφωνήσει πως το ντοκιμαντέρ ως είδος και ως κατασκευή δεν παρουσιάζει κατά κανόνα κάποια ατράνταχτη και οριστική αλήθεια, αλλά, όπως και η μυθοπλασία, συχνά καταθέτει ένα αφήγημα, μια εικασία, μια εκδοχή).
Και το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του έχει να κάνει κυρίως με την «καταστροφική», όπως απεικονίζεται στην ταινία, σχέση του με την Άζια Αρτζέντο, μια σχέση τοξική που, σύμφωνα με τις μαρτυρίες που καταγράφονται, τον έκανε να χάσει το μυαλό του στις ατραπούς ενός διαβρωτικού "γεροντοέρωτα" με φόντο τα ραδιενεργά απόνερα της υπόθεσης Γουάινστιν. Το ύστατο post του Μπουρντέν στο Instagram πριν από τον θάνατό του ήταν η μουσική (του Ένιο Μορικόνε) από το ιταλικό αστυνομικό θρίλερ του 1970, Η πόλη της βίας (Città violent) με τον Τσάρλς Μπρόνσον να θέλει να εκδικηθεί την γυναίκα που τον πρόδωσε.
Μιλώντας πριν από λίγο καιρό στο New Yorker ο σκηνοθέτης της ταινίας έλεγε πως η ακολουθία των γεγονότων που οδήγησαν στην αυτοκτονία του Μπουρντέν είναι «σαν μια αφηγηματική κινούμενη άμμος. Ο κόσμος νομίζει ότι θέλει να μάθει περισσότερα, μόλις όμως τους αποκαλύψεις ένα επιπλέον στοιχείο, θέλει να μάθει άλλα δέκα. Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν μας βοηθά πραγματικά να καταλάβουμε… Εκείνη λέει "αυτό συνέβη" και οι άλλοι λένε "Όχι, συνέβη το άλλο". Δεν ήταν αυτή η ταινία που ήθελα να κάνω. Μπορεί κάποιος άλλος να γυρίσει μια άλλη ταινία που να ασχολείται αποκλειστικά με την τελευταία του σχέση ή με τον τελευταίο χρόνο της ζωής του».
Ό,τι κι αν συνέβη όμως σ’ αυτό το τελευταίο, και πιο σκοτεινό, κεφάλαιο μιας λαμπρής πορείας, δεν αλλάζει την σημασία του μεγάλου ταξιδιού ενός πρώην σεφ που έπρεπε να βρεθεί μαζί με το συνεργείο του στον Λίβανο το 2006 (κατά την κλιμάκωση των εχθροπραξιών ανάμεσα στο Ισραήλ και την Χεζμπολά) και στην αιωνίως μαρτυρική Αϊτή το 2011 για να διαπιστώσει πέρα από κάθε αμφιβολία πως το τραπέζι του δείπνου δεν είναι τελικά «ο μεγάλος εξισωτής της ανθρωπότητας» όπως ήθελε να πιστεύει κάποτε, πως στο τέλος της μακράς ταξιδιωτικής εμπειρίας παραμονεύει το χάος και πως οι απαντήσεις δεν βρίσκονται στις βεβαιότητες αλλά στις αμφισημίες.