ΤΑ '60s ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ το όνομα σε ό,τι αφορά την ανάδυση της εξέγερσης και της αντικουλτούρας, στα ‘70s ήταν όμως που πέρασαν στο mainstream η «χίπικη» αμφίεση και η επαναστατική ρητορική. Ο Μπιλ Γουόλτον, που πέθανε χθες στα 71 του ύστερα από μακρά και άνιση μάχη με τον καρκίνο, ήταν μία από τις πιο εκκεντρικές και γλαφυρές προσωπικότητες στον κόσμο του μπάσκετ και στη δεκαετία του ’70 εξέφραζε διαρκώς και με θέρμη τον χίπικο (αλλά και τον μαρξιστικό) ιδεαλισμό όσο ελάχιστες διασημότητες, όχι μόνο στον χώρο του επαγγελματικού πρωταθλητισμού αλλά οπουδήποτε.
Δεν τον πρόλαβα βέβαια στα ένδοξα εκείνα χρόνια του, για τα κατορθώματά του εντός και εκτός παρκέ έμαθα εκ των υστέρων, «ενεργό» τον θυμάμαι μόνο στην «επιστροφή» του το 1986 (ήταν τα πρώτα χρόνια των μεταδόσεων του NBA από την ελληνική τηλεόραση), μια δεκαετία σχεδόν μετά την κατάκτηση του πρωταθλήματος με τους Πόρτλαντ Μπλέιζερς, να βοηθά σημαντικά, παρά τα προβλήματα τραυματισμών που είχε συσσωρεύσει στην καριέρα του, τους Σέλτικς της Βοστόνης στην κατάκτηση ενός ακόμα τίτλου.
Ο Γουόλτον ζήτησε από τους πολίτες να μη συνεργάζονται με μια κυβέρνηση (την κυβέρνηση Νίξον συγκεκριμένα) η οποία αντιπροσωπεύει ένα «έμφυτο κακό».
Δύσκολο να φανταστούμε σήμερα έναν σούπερ σταρ του μπάσκετ (ή οποιουδήποτε αθλήματος) να συγκαλεί συνέντευξη τύπου κατά την οποία καλεί το κοινό σε κινητοποίηση και αντίσταση ενάντια στην αμερικανική κυβέρνηση. Αυτό ακριβώς όμως έκανε ο Μπιλ Γουόλτον στην ακμή της καριέρας του, την άνοιξη του 1975, στο Σαν Φρανσίσκο, όταν εμφανίστηκε ενώπιον των δημοσιογράφων μαζί με τους φίλους και συχνά συγκατοίκους του, τον Τζακ και τον Μίκι Σκοτ, τους οποίους καταδίωκε το FBI ως συνεργάτες της οργάνωσης Symbionese Liberation Army (SLA).
Ως γνωστόν η SLA είχε απαγάγει την Πάτι Χιρστ, εγγονή του μεγιστάνα του Τύπου Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, η οποία ακολούθως συντάχτηκε με τους απαγωγείς της. Μιλώντας, ο Γουόλτον ζήτησε από τους πολίτες να μη συνεργάζονται με μια κυβέρνηση (την κυβέρνηση Νίξον συγκεκριμένα) η οποία αντιπροσωπεύει ένα «έμφυτο κακό».
Τον ίδιο καιρό περίπου είχε συντάξει και μια ανοιχτή επιστολή, στην οποία κατήγγειλε τις πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, τη συστημική αδικία που χαρακτηρίζει το ποινικό σύστημα της χώρας, την ταξική εκμετάλλευση, την ασυδοσία των αγορών και του κεφαλαίου, τον ρατσισμό, «το γεγονός ότι αν είσαι άνεργος και φτωχός και κλέψεις για να ταΐσεις την οικογένειά σου, μπορεί να σε στείλουν ισόβια σε κολαστήρια όπως οι φυλακές Άτικα και Σαν Κουεντίν».
Ο Γουόλτον είχε αναπτύξει τη δική του πολιτική συνείδηση από τα κολεγιακά του χρόνια ήδη –είχε συλληφθεί το 1971 κατά τις διαδηλώσεις εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ που είχαν γίνει στο πανεπιστήμιο όπου φοιτούσε και έπαιζε, το UCLA– και πάντα αρνιόταν εμφατικά να αποδεχτεί τον ρόλο της «μεγάλης λευκής ελπίδας» σε ένα άθλημα που κυριαρχούνταν από μαύρους παίκτες. «Ξέρω ότι έχω κερδίσει τα διπλάσια από όσα αξίζω επειδή είμαι λευκός» είχε δηλώσει μετά τη σύλληψή του στο UCLA, συμπληρώνοντας κάτι που άφησε εμβρόντητο τον δημοσιογράφο: «Αν ένας μαύρος με πυροβολούσε αυτή τη στιγμή, θα θεωρούσα ότι ήταν δίκαιο, εξαιτίας των όσων έχουν κάνει οι λευκοί στους μαύρους».
Δεν ήταν ασυνήθιστες εκείνα τα χρόνια οι περιπτώσεις επιφανών Αμερικανών αθλητών που εκδήλωναν ριζοσπαστικές πολιτικές απόψεις, όπως ο Μοχάμεντ Άλι, ο Μπιλ Ράσελ, ο Άρθουρ Ας, ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ. Ο Γουόλτον όμως –ο άνθρωπος που έλεγε για τον εαυτό του ότι, παρά τον Γολγοθά που είχε τραβήξει με τους διαρκείς τραυματισμούς του, είναι «ο πιο τυχερός τύπος στον κόσμο»– ήταν ο μοναδικός λευκός.