Αντίθετα από άλλους επιφανείς αστέρες της γαλλικής ποπ κουλτούρας, πάντα αποτελούσε ένα ανεξήγητο μυστήριο για τους μη γαλλοτραφείς η μυθική δημοτικότητα του Τζόνι Χάλιντεϊ στην Γαλλία, παρότι σε χώρες όπως η Ελλάδα υπήρξε στην αρχή της καριέρας του αρκετά δημοφιλής στην πρώτη περίοδο της περιπετειώδους καριέρας του που βάστηξε πάνω από μισό αιώνα, αν κρίνουμε από τις αναφορές του ονόματος του ή τις αφίσες με την μορφή του, σε παλιές ελληνικές ταινίες.
Ήταν η εποχή που έπαιζε τον ρόλο του «Γάλλου Έλβις» για να γίνει πριν κλείσει τα είκοσι του ο πρώτος (και ο μοναδικός) ροκ σταρ στην χώρα του, κερδίζοντας τον τίτλο του «εφηβικού ειδώλου», τίτλος που διατηρήθηκε εφάπαξ, ακόμα και όταν είχε γίνει με τις δεκαετίες κάτι άλλο, πολύ πιο οικουμενικό: ένας λαϊκός σούπερ σταρ, μια διασημότητα ολκής, ένας «εθνικός θησαυρός». Όταν πέθανε πριν από πέντε χρόνια σε ηλικία 74 ετών, το πένθος στη Γαλλία ήταν κυριολεκτικά παλλαϊκό και η πομπή ατέλειωτη.
Ο θεατής δεν πρέπει να έχει παράπονο από την στιγμή που μέσα από τόνους αρχειακού υλικού, ανέκδοτου σε σημαντικό βαθμό, καταγράφεται χρονολογικά ολόκληρη η αγρίως επεισοδιακή και γεμάτη θεαματικές αναταράξεις πορεία του ανθρώπου που γεννήθηκε στο Παρίσι της Κατοχής με το όνομα Ζαν-Φιλίπ Σμετ, αλλά ήταν αποφασισμένος να χαράξει τον δικό του μύθο.
Ίσως να μην μπορέσουμε ποτέ να κατανοήσουμε το τι ακριβώς σήμαινε για την γαλλική ψυχοσύνθεση αυτός ο «κραυγαλέος» ροκάς με το στρωμένο με χαλίκια ηχόχρωμα, την μάτσο πόζα, την θεατρική ερμηνεία, τις δαιμονικές μπαλάντες, την υπερβολή σε κάθε πτυχή της καλλιτεχνικής και της προσωπικής του ζωής. Αυτό το ντοκιμαντέρ όμως γαλλικής παραγωγής για λογαριασμό του Netflix, που έκανε πρεμιέρα στην πλατφόρμα πριν από μερικές μέρες, είναι μια αρχή.
Όποιος περιμένει κάποια μουσική αξιολόγηση του έργου του θα απογοητευτεί. Ο γενικός τίτλος άλλωστε των πέντε επεισοδίων (ημίωρης και κάτι διάρκειας το καθένα) είναι «Johnny Hallyday: Πέρα από το ροκ» (Johnny Hallyday: Beyond Rock). Ούτε και για την καριέρα του στο σινεμά θα γίνει πιο σοφός ο θεατής. Σε κάποια στιγμή τον βλέπουμε στα γυρίσματα του Détective του Γκοντάρ (1985) όπου πρωταγωνιστούσε μαζί με την δεύτερη σύζυγό του, την ηθοποιό Ναταλί Μπέι (θα ακολουθούσαν άλλοι τρεις γάμοι, οι δύο με την ίδια γυναίκα). Καμία αναφορά όμως σε κάποιες ταινίες της ύστερης περιόδου όπως το εξαιρετικό «Ο άνθρωπος του τρένου» (2002) του Πατρίς Λεκόντ, όπου ήταν εκπληκτικός και ο ρόλος του ασυμβίβαστου, μπαρουτοκαπνισμένου περιθωριακού του έβγαινε με απόκοσμη φυσικότητα.
Κατά τα λοιπά όμως, ο θεατής δεν πρέπει να έχει παράπονο από την στιγμή που μέσα από τόνους αρχειακού υλικού (οι Γάλλοι σταρ έμοιαζαν να ζουν διαρκώς σε εκπομπές της τηλεόρασης όπου απαντούσαν ακόμα και στις πιο αδιάκριτες ερωτήσεις), ανέκδοτου σε σημαντικό βαθμό, καταγράφεται χρονολογικά ολόκληρη η αγρίως επεισοδιακή και γεμάτη θεαματικές αναταράξεις πορεία του ανθρώπου που γεννήθηκε στο Παρίσι της Κατοχής με το όνομα Ζαν-Φιλίπ Σμετ, αλλά ήταν αποφασισμένος να χαράξει τον δικό του μύθο, όπως λέει και στο τραγούδι “Je suis né dans la rue” («Γεννήθηκα στον δρόμο») που έγινε το απόλυτο σήμα-κατατεθέν του, το δικό του “Johnny B. Goode”: Με λένε Ζαν-Φιλίπ Σμετ / γεννήθηκα στο Παρίσι / με ξέρετε καλύτερα με το όνομα Τζόνι…
Και όλο αυτό το χρονικό φήμης, δραμάτων, τροχαίων ατυχημάτων, καταχρήσεων, ασύλληπτης φαντασμαγορίας επί σκηνής (στην οποία κατέβαινε με σκοινί από ελικόπτερο ή εφορμούσε πάνω σε μοτοσυκλέτα ή ξεπρόβαλλε μέσα από την παλάμη μια γιγαντιαίας υδραυλικής γροθιάς), αλλεπάλληλων ερωτικών σχέσεων (από ένα σημείο και μετά με πολύ, πολύ όμως, νεότερες γυναίκες, κορίτσια βασικά) και αντίστοιχων εξωφύλλων στο Paris Match, το αφηγείται ο ίδιος μέσα από τα αποσπάσματα άπειρων συνεντεύξεων, σαν από το υπερπέραν. Διόλου τυχαία, ο γαλλικός τίτλος του ντοκιμαντέρ είναι Johnny par Johnny. «Είμαι ψεύτης», ακούγεται να λέει κάποια στιγμή. «Έχω την ανάγκη να πιστέψω στα ψέματά μου για να κάνω και τους άλλους να τα πιστέψουν, για να τους κάνω να ονειρευτούν».