ΟΣΟΙ ΑΠΟ ΜΑΣ ΞΕΚΙΝΗΣΑΜΕ την επαφή μας με την σύγχρονη μουσική ως έφηβοι της δεκαετίας του ’80, ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε χρόνο και συμπάθεια (για αγάπη ούτε λόγος) για το έργο του Μπομπ Ντύλαν, ειδικά εκείνης της περιόδου. Ο «προσηλυτισμένος» Ντύλαν της δημιουργικής παρακμής ήταν ο πιο εύκολος στόχος, ο πιο άκυρος από όλους τους δεινόσαυρους που είχαμε βιαστεί τότε να σβήσουμε ως αντιδραστικά απολιθώματα άλλων εποχών. Ακόμα και πολλοί από τους παλιούς θαυμαστές του, που κάποτε έπιναν νερό και ορκίζονταν στο όνομά του, φαίνονταν να τον έχουν ξεγράψει ως αβάσταχτα και αμετάκλητα «πρώην», ακόμα και ως «πουλημένο» (ό,τι κι αν σήμαινε αυτό), χαρακτηρισμός που κατά καιρούς εκτοξευόταν εναντίον του από τα ‘60s ακόμα, όταν έμοιαζε άτρωτος κι ανίκητος, πριν από εκείνο το καθοριστικό ατύχημα με την μοτοσυκλέτα.
Νομίζαμε ότι είχαμε ξεμπερδέψει με τον Ντύλαν. Πλάνη οικτρά, ως απεδείχθη. Καθώς περνούσαν τα χρόνια κι αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε πρόσωπα και πράγματα και να ξεκολλάμε από κάποια δόγματα, γοητευτικά και μεγαλειώδη αλλά επίσης ισοπεδωτικά και ψευδή, γινόταν όλο και πιο φανερό ότι ο Ντύλαν ήταν πανταχού παρών, σαν θεότητα που άφηνε παντού τα σημάδια της ύπαρξής της, παραμένοντας όμως άπιαστη και φευγαλέα. Αρχικά συνειδητοποιήσαμε ότι πολλά αγαπημένα μας κομμάτια από άλλες φωνές, ήταν δικά του και στη συνέχεια εντρυφήσαμε στην δισκογραφία του, άνιση αλλά με τόσα εκπληκτικά τραγούδια, ακόμα και στα άγονα και αφιλόξενα για τον ίδιο, 80s. Και μετά, άρχισε να βγάζει ξανά σημαντικούς δίσκους και να επανέρχεται δυναμικά στον αφρό της σύγχρονης κουλτούρας, είτε ως δημιουργός είτε ως ιδιότυπος επιμελητής της αμερικανικής μουσικής παράδοσης. Στο τέλος πήρε και το Νόμπελ, προκαλώντας ατέρμονες και πληκτικές συζητήσεις για τα όρια της λογοτεχνίας και για το αν θα πρέπει να θεωρείται ποιητής ένας τραγουδοποιός, ακόμα και ο πιο ιδιοφυής και ο πιο επιδραστικός εξ αυτών, δηλαδή ο Ντύλαν.
Αρχικά συνειδητοποιήσαμε ότι πολλά αγαπημένα μας κομμάτια από άλλες φωνές, ήταν δικά του και στη συνέχεια εντρυφήσαμε στην δισκογραφία του, άνιση αλλά με τόσα εκπληκτικά τραγούδια, ακόμα και στα άγονα και αφιλόξενα για τον ίδιο, 80s.
Όπως είχε όμως γράψει σ’ ένα κείμενό του στους New Yοrk Times, ο επιφανής κριτικός και συγγραφέας το 2016, τον καιρό της απονομής του βραβείου, «το αν ο Μπομπ Ντύλαν είναι ποιητής ποτέ δεν ήταν ένα ενδιαφέρον ερώτημα. Ο Ντύλαν συσκευάζει τα λόγια του σε δοχεία τόσο πολυδιάστατα που δεν μπορούν να αναλυθούν στα επιμέρους στοιχεία τους: σε τραγούδια δηλαδή. Εν προκειμένω, σε τραγούδια που ακτινοβολούν ζωντάνια φορτισμένη από το μένος της δημιουργίας, της ανακάλυψης και του πειραματισμού, με την κατάληξη κάθε στροφής να αγγίζει τα άκρα της επιμονής, του χιούμορ και της ισχύος, έτσι ώστε η επόμενη πρέπει να υπερβεί αυτά τα άκρα ή να πεθάνει».
Κάποτε δήλωνε ο Ντύλαν, με το οικείο σαρδόνιο υφάκι του και με το πονηρό του βλέμμα, ότι δεν ήταν παρά ένας απλός εκπρόσωπος του μουσικοχορευτικού είδους, στο “Chronicles” πάντως, το απολαυστικό του βιβλίο απομνημονευμάτων που κυκλοφόρησε το 2004 (ακόμα περιμένουμε την συνέχεια), καταθέτει έναν λιγότερο ταπεινόφρονα και περισσότερο γλαφυρό αυτοπροσδιορισμό: «Ποτέ δεν ήμουν κάτι παραπάνω από αυτό που ήμουν – ένας φολκ μουσικός που αντίκρυσε την γκρίζα ομίχλη με δακρυσμένα μάτια και σκαρφίστηκε τραγούδια που επέπλεαν σε μια λαμπερή αχλή». Στο ίδιο βιβλίο γράφει ότι «η δημιουργικότητα σχετίζεται απόλυτα με την εμπειρία, την παρατήρηση και τη φαντασία, κι αν κάποιο από τα τρία αυτά στοιχεία - κλειδιά απουσιάζει, το πράγμα δε λειτουργεί». Απλά πράγματα.
Ένα από τα αποσπάσματα που μου είχαν κάνει την μεγαλύτερη εντύπωση στο βιβλίο, και ενδεχομένως να εξηγεί κάτι από την αντιφατική ή «αινιγματική» προσωπικότητά του συγγραφέα του, ο οποίος σήμερα 24 Μαΐου του 2021, κλείνει αισίως τα 80 του χρόνια στον πλανήτη, έχει να κάνει με τον θαυμασμό του δημιουργού ενός τραγουδιού σαν το “Masters of War” για το διάσημο εγχειρίδιο «Περί Πολέμου» που είχε γράψει ο Πρώσος στρατηγός Καρλ φον Κλάουζεβιτς μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους:
«Μπορεί να θεωρείται ξεπερασμένο αλλά περιέχει μπόλικη αλήθεια και διαβάζοντάς το κατανοείς πολλά για τις συμβάσεις της ζωής και τις πιέσεις του άμεσου περιβάλλοντος. Όταν ο Κλάουζεβιτς ισχυρίζεται ότι η πολιτική έχει υποκαταστήσει την ηθική – και η πολιτική είναι μια βίαιη δύναμη – δεν αστειεύεται... Δεν υπάρχει ηθική τάξη, ξεχάστε το. Δε θα έρθει ποτέ η ηθική ως από μηχανής θεός για να οδηγήσει την πολιτική στην υπέρβαση. Έτσι είναι ο κόσμος, τίποτα δε θα τον αλλάξει, και πρέπει να τον κοιτάξεις στα μάτια. Ο Κλάουζεβιτς είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας προφήτης. Χωρίς να το συνειδητοποιείς, κάποια πράγματα στο βιβλίο του, μπορούν να διαμορφώσουν σημαντικά τις ιδέες σου. Αν νομίζεις ότι είσαι ονειροπόλος, διάβασε το βιβλίο και θα διαπιστώσεις ότι δεν είσαι ικανός ούτε να ονειρευτείς καν. Τα όνειρα είναι επικίνδυνα. Διαβάζοντας Κλάουζεβιτς, μαθαίνεις να μην παίρνεις τις σκέψεις σου τόσο σοβαρά».