EXOYN KAI THN ΠΛΑΚΑ ΤΟΥΣ τα χιλιάδες άρθρα που έχουμε διαβάσει όλον αυτό τον καιρό σχετικά με το λούνα παρκ ψυχοπαθολογίας στο οποίο έχουμε εγκλωβιστεί, ακόμα κι όταν πρόκειται για ζητήματα ψυχικής υγείας, που μόνο αστεία δεν είναι. Ο μιντιακός ο μύλος όλα τα αλέθει, και κατόπιν τα σερβίρει είτε ως υγεία/επιστήμη είτε ως lifestyle. Μπορεί να το εκλάβει κανείς και ως μια απόπειρα εξορκισμού της σοβαρότητας αυτού που μας συμβαίνει. Όπως όταν συναντάμε κανένα γνωστό στο δρόμο και μέσα από τη μάσκα, εφευρίσκουμε ένα σωρό αποκρίσεις προγλωσσικού τύπου για να απαντήσουμε στην ερώτηση «Πώς την παλεύεις;»
Τα απότοκα της πανδημίας και του λοκντάουν ανέδειξαν μια σειρά από παθολογίες που σερνόντουσαν στην ζωή μας κι από πριν (κι από πάντα ίσως) αναζητώντας πιασάρικο όνομα, αναγνώριση και κατοχύρωση. Όπως αυτό το διαβρωτικό αίσθημα ακηδίας, μελαγχολίας, προσμονής και παράλυσης – ένα ήπιο αλλά επίμονο μαράζι – που πρόσφατα παρουσιάστηκε με γλαφυρό τρόπο από τους New York Times ως «το κυρίαρχο συναίσθημα του 2021», με την ονομασία “languishing”: «Το παραμελημένο μεσαίο παιδί της ψυχικής υγείας… το κενό που χάσκει ανάμεσα στην κατάθλιψη και στην ευημερία …μια αίσθηση τέλματος και κενού, σα να χάνεσαι στον αχταρμά των ημερών, παρατηρώντας την ζωή σου μέσα από ένα θολό παρμπρίζ».
Αν είχε τοποθετηθεί κάμερα στο σπίτι μου καταγράφοντας τα παραμιλητά, τους κουλούς μονολόγους, τους αφηρημένους λαρυγγισμούς και το αυτοσχεδιαστικό περφόρμανς που επιχειρώ συχνά ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, υπό την σιγουριά ότι δεν με βλέπει κανείς, θα είχαν έρθει προ πολλού οι άνθρωποι με τα άσπρα να με μαζέψουν με την απόχη.
Μια άλλη «τάση» που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερη ένταση τον τελευταίο χρόνο, σύμφωνα με χθεσινό άρθρο του Guardian, είναι και το κατά μόνας παραμιλητό. Ο τίτλος του άρθρου, παρότι τίθεται ως ερώτημα, είναι σαφής: «Είναι το να μιλάς στον εαυτό σου ένα καλό αντίδοτο στη μοναξιά ή σημάδι ενός πραγματικού προβλήματος;». Και όταν λέμε να μιλάμε στον εαυτό μας, εννοούμε φωναχτά, όχι από μέσα μας – αυτό το κάνουμε έτσι κι αλλιώς, όλη την ώρα, ακόμα και στον ύπνο μας.
Σύμφωνα πάντως με σχετικές μελέτες τις οποίες επικαλείται το άρθρο, το (‘ξυπνητό’) παραμιλητό μπορεί να ενισχύσει την συγκέντρωση και την αυτοπεποίθηση και να βοηθήσει στην υπερπήδηση εμποδίων και στην επίλυση κρίσιμων προβλημάτων. Όπως είχε δείξει μια λίγο παλιότερη έρευνα του Πανεπιστημίου του Μίτσιγκαν, όσοι αναφέρονται στον εαυτό τους σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο συγκροτούν καλύτερα τις σκέψεις τους από όσους χρησιμοποιούν το πρώτο πρόσωπο. Αυτό δεν το αντιλαμβάνομαι, ομολογώ. Όσοι μιλούν για τον εαυτό στο τρίτο πρόσωπο – ειδικά παρουσία άλλων – συχνά δεν είναι και τα πιο ευφυή ή φερέγγυα άτομα (όλοι έχουμε έναν εκνευριστικό γνωστό, ας τον πούμε Κωστάκη, που όλο λέει «τα ‘λεγε ο Κωστάκης»). Όσοι πάλι μιλούν για (ή με) τον εαυτό τους στο δεύτερο πρόσωπο, μοιάζουν με διχασμένες προσωπικότητες σε κλασικό θρίλερ.
Αν είχε τοποθετηθεί κάμερα στο σπίτι μου καταγράφοντας τα παραμιλητά, τους κουλούς μονολόγους, τους αφηρημένους λαρυγγισμούς και το αυτοσχεδιαστικό περφόρμανς που επιχειρώ συχνά ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους, υπό την σιγουριά ότι δεν με βλέπει κανείς, θα είχαν έρθει προ πολλού οι άνθρωποι με τα άσπρα να με μαζέψουν με την απόχη. Ειδικά όταν μένω ξύπνιος ως το πρωί σε μια απόπειρα να επανακτηθεί στα βάθη της νύχτας κάτι από την ελευθερία που χάθηκε στους περιορισμούς της μέρας. Τουλάχιστον όσοι (συ)ζούν με κατοικίδια έχουν την δικαιολογία ότι απευθύνονται σε κάποιο άλλο έμβιο ον που βρίσκεται τριγύρω, ασχέτως αν δεν αυτό δεν είναι σε θέση να κατανοήσει το ανθρώπινο παραλήρημα.
«Ε ρε, παραμιλάω», αναγκάζεται να ομολογήσει στον εαυτό του ο Αντωνάκης από το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», αναγνωρίζοντας την μοναχική και μισότρελη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει – κοινή μοίρα όλων των ακτιβιστών της μαγκουφιάς. Είναι κάπως σαν το παλιό φιλοσοφικό ερώτημα: «Κάνει θόρυβο ένα δέντρο που πέφτει στο δάσος αν δεν είναι κανείς κοντά για να το ακούσει;» Ή σαν αυτό που λέμε συχνά εμείς που κατοικούμε μόνοι, μεταξύ αυτοσαρκασμού και γνήσιου τρόμου: «Από τη μυρωδιά θα μας βρούνε…Χαχά».