ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΥΠΑΓΟΡΕΥΕΙ να συστήσουμε θερμά στον υποψήφιο θεατή να παρακολουθήσει την κινηματογραφική (με όλη την μεγαλοπρέπεια του όρου) επιστροφή της Τζέιν Κάμπιον στη μεγάλη οθόνη κάποιας από τις αίθουσες που εξακολουθούν να την προβάλλουν, ακόμα και μετά την προχθεσινή της πρεμιέρα στο Netflix, το οποίο χρηματοδότησε την παραγωγή της και ελπίζει να ανταμειφθεί σε κύρος και σε Όσκαρ.
Δεν είναι μόνο τα εντυπωσιακά πανοραμικά πλάνα και οι απέραντοι ορίζοντες μιας μυθικής Δύσης που θυμίζουν κάτι από τον καμβά του Τζον Φορντ και κάτι από τις «Μέρες Ευτυχίας» (Days of Heaven) του Τέρενς Μάλικ, είναι η συνολική αντίληψη και σύνθεση της ταινίας –της πρώτης της κορυφαίας Νεοζηλανδής σκηνοθέτριας μετά το εξαίσιο «Bright Eyes» του 2009 γύρω από τον μεγάλο έρωτα του Τζον Κιτς, μέγιστου εκπρόσωπου των Άγγλων Ρομαντικών– που μοιάζει να κραυγάζει «μεγάλο σινεμά, επιτέλους!».
Το βέβαιο είναι ότι τίποτα σχεδόν στην πλοκή δεν εξελίσσεται ακριβώς όπως θα το περίμενε ο θεατής.
Ποιον κοροϊδεύουμε όμως, από τη στιγμή που υπάρχει πλέον διαθέσιμη στην πλατφόρμα, εκεί είναι που θα δουν τελικά οι περισσότεροι αυτή την ταινία, που παρότι εκ πρώτης όψεως μοιάζει με γουέστερν (ή «αντι-γουέστερν» έστω), πρόκειται για έργο που αρνείται να κατηγοριοποιηθεί διαπερνώντας δεξιοτεχνικά και με έναν υπόγειο σχεδόν τρόπο διάφορα είδη, από το ξεκίνημα μέχρι την απρόσμενη (;) κατάληξή της (δεν κάνουμε spoiler εδώ, απλά καλό θα είναι να έχετε τον νου σας στα... γάντια και στα σχοινιά): μελόδραμα εποχής υψηλής ευαισθησίας και λεπτών αποχρώσεων, με μοντέρνες αναφορές και σύγχρονες προεκτάσεις, ψυχολογικό θρίλερ βραδυφλεγών εντάσεων, εμποτισμένο με gothic ατμόσφαιρες και queer αναζητήσεις...
Το βέβαιο είναι ότι τίποτα σχεδόν στην πλοκή δεν εξελίσσεται ακριβώς όπως θα το περίμενε ο θεατής.
Η δράση τοποθετείται στη Μοντάνα του 1925 (στην εποχή του μεσοπολέμου δηλαδή και ενώ η Δύση είχε ήδη κατακτηθεί και οριοθετηθεί), την οποία στην ταινία αντικαθιστά μεγαλοπρεπώς η απεραντοσύνη της νεοζηλανδικής υπαίθρου. Εκεί, στη μέση του πουθενά, σ’ ένα αριστοκρατικό (εσωτερικά) παλάτι που όζει παλαιό χρήμα και στοιχειωμένη αίγλη, τρώει τις σάρκες του παριστάνοντας τον άγριο καουμπόι ο πλούσιος γαιοκτήμονας Φιλ Μπέρμπανκ (ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς σε ρόλο που εμφανώς τον «εξιτάρει»), ο οποίος εμφανίζεται διαρκώς κακότροπος, άπλυτος, αγενής και αγροίκος, παρότι όπως μαθαίνουμε στη συνέχεια έχει σπουδάσει τους Κλασικούς στο Yale.
Ξεφεύγει όμως τελείως όταν ξαφνικά ο αδελφός του, ο Τζορτζ (ήρεμη δύναμη πάντα ο Τζέσι Πλέμονς) του φέρνει στο σπίτι όπου μένουν μαζί (και εξακολουθούν να κοιμούνται τη νύχτα πλάι- πλάι σαν υπερφυσικά αγοράκια) μια «κατώτερη» κοινωνικά σύζυγο, την εύθραυστη χήρα Ρόουζ (η Κίρστεν Ντανστ σε άλλη μια σπουδή κλονισμού) και τον αέρινο, απόκοσμο και «θηλυπρεπή» έφηβο γιο της, τον Πίτερ, ο οποίος ξεκινά την ταινία θυμίζοντας ιδιοσυγκρασιακό και οδυνηρά συνεσταλμένο τραγουδιστή post-punk μπάντας και καταλήγει σαν παράδοξος απόηχος του Άντονι Πέρκινς στο «Ψυχώ» (αποκάλυψη στον ρόλο ο νεαρός Κόντι Σμιτ Μακφί).
Είχε γραφτεί για την ομώνυμη νουβέλα του 1967, στην οποία βασίστηκε η ταινία (το σενάριο ανήκει επίσης στην Κάμπιον), ότι «συλλαμβάνει για πάντα κάτι μοναχικό και πονεμένο και τρομακτικό σε σχέση με τη δύση» (το «γουέστ»), ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας, ο Τόμας Σάβατζ (κρυφά γκέι κι εκείνος, όπως κι ο ένας από τους κεντρικούς χαρακτήρες του βιβλίου του) περιγράφει τον Φιλ ως εξής: «Μισούσε προληπτικά τον κόσμο για να μη μισήσει πρώτος ο κόσμος εκείνον»...