Δεν έχω δει την ταινία «Καλάβρυτα 1943», που πριν ακόμα βγει στις αίθουσες έχει προκαλέσει έντονα εχθρικές αντιδράσεις (και απειλές μηνύσεων) από τοπικούς φορείς και συλλόγους απόγονων των θυμάτων της σφαγής (ή του Ολοκαυτώματος) των Καλαβρύτων, οι οποίοι καταγγέλλουν τους υπευθύνους της ταινίας (που αν μη τι άλλο θα κατοχυρωθεί στα τεφτέρια και ως η τελευταία εμφάνιση του Μαξ Φον Σίντοφ στο πανί) για «παραχάραξη των ιστορικών γεγονότων και αναβίωση μύθων που εξυπηρετούν αλλότριους σκοπούς».
Κύρια αιτία των αντιδράσεων, η αναβίωση μέσω της αφήγησης της ταινίας του μύθου (ο οποίος εν συνεχεία αποδομήθηκε) του καλού Αυστριακού στρατιώτη των Ναζί που ξεκλείδωσε με δική του πρωτοβουλία την πόρτα του φλεγόμενου δημοτικού σχολείου για να σώσει τα γυναικόπαιδα.
Ενδεχομένως τσιγκλάει επίσης το γεγονός ότι στην πλοκή της ταινίας, που ακροβατεί ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα, δεσπόζει και ο χαρακτήρας μιας εκπροσώπου της γερμανικής κυβέρνησης που κινείται εναντίον της ελληνικής αξίωσης για τις πολεμικές αποζημιώσεις της κατοχής.
Κατανοητές εν μέρει οι ευαισθησίες των ανθρώπων που ζουν σε μια περιοχή την οποία σκιάζει ακόμα έντονα και εξακολουθεί να της προκαλεί φρίκη και δέος ο απόηχος εκείνης της μαζικής σφαγής αθώων.
Νομικά πάντως δεν νομίζω ότι μπορεί να έχουν καμία τύχη από τη στιγμή που πρόκειται για ταινία μυθοπλασίας, ασχέτως αν βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα για τα οποία έχει κατοχυρωθεί ένα αφήγημα στην κοινή συνείδηση και συνεπώς οι τυχόν παρεκκλίσεις ενοχλούν, ακόμα κι όταν γίνονται «ποιητική αδεία».
Θυμάμαι ακόμα τις κατάρες των ελληνορθόδοξων ταλιμπάν (που σήμερα, δυστυχώς, μοιάζουν λιγότερο γραφικοί από τότε) έξω από τα σινεμά που έπαιζαν τον Τελευταίο Πειρασμό, ενάντια στον «Αντίχριστο Σκοτσέζε» (ναι, χωρίς ρ, το θυμάμαι το πανό που βαστούσαν κάτι βλοσυροί μοναχοί με σμιχτά φρύδια).
Ελπίζει πάντως κανείς να μην κλιμακωθούν οι αντιδράσεις και να ζήσουμε ευτράπελες καταστάσεις έξω από τις αίθουσες που θα παιχτεί η ταινία του Νικόλα Δημητρόπουλου, αντίστοιχες με εκείνες που είχαν συνοδεύσει κάποτε τις προβολές της («αντικομμουνιστικής») Ελένης (1985) ή του («βλάσφημου») Τελευταίου Πειρασμού (1988), και μπορώ να τις ανακαλέσω από τα βάθη της εφηβείας.
Θυμάμαι ακόμα τις κατάρες των ελληνορθόδοξων ταλιμπάν (που σήμερα, δυστυχώς, μοιάζουν λιγότερο γραφικοί από τότε) έξω από τα σινεμά που έπαιζαν τον Τελευταίο Πειρασμό, ενάντια στον «Αντίχριστο Σκοτσέζε» (ναι, χωρίς ρ, το θυμάμαι το πανό που βαστούσαν κάτι βλοσυροί μοναχοί με σμιχτά φρύδια), παρότι ο διάσημος σκηνοθέτης δήλωνε πάντα καθολικός χριστιανός.
Με αφορμή αυτό το «αλλότριους σκοπούς» σχετικά με την ταινία του Νικόλα Δημητρόπουλου, αναζήτησα με κάποια νοσταλγία την (προβλέψιμα απολαυστική) ανακοίνωση που είχε εκδώσει το μακρινό 1985 η ΚΝΕ κατά της προβολής της ταινίας «Ελένη», η οποία είχε βασιστεί στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Ελληνοαμερικανού δημοσιογράφου Νικόλα Γκατζογιάννη (Νικ Γκέιτζ), με «βάση» την τραγική μοίρα της μάνας του στον εμφύλιο (στην ταινία, που είχε σκηνοθετήσει ο Πίτερ Γιέιτς, πρωταγωνιστεί ο Τζον Μάλκοβιτς στο ρόλο του ίδιου του Γκατζογιάννη).
Ανέφερε λοιπόν τότε, μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση και τα εξής πατριωτικά:
«…Το γεγονός ότι [η ταινία] γυρίστηκε και ότι "λυτοί και δεμένοι’"μπήκαν στο "χορό" της υποστήριξής της δείχνει ότι ήταν πολιτική απόφαση αντιδραστικών κέντρων να παιχτεί αυτή η ταινία στην Ελλάδα… Οι Αμερικανοί, όπως με τα Ράμπο και τα Ρόκι επιδιώκουν να φουντώσουν τον ψυχρό πόλεμο, έτσι και με την "Ελένη" προωθούν τον αντικομμουνισμό στην πιο χυδαία του μορφή. Η ΚΝΕ καλεί τους νέους αγωνιστές του σήμερα να αποκαλύψουν την πολιτική πρόκληση της "Ελένης" και να πουν όχι στην υποτέλεια των υποστηρικτών της. Η αντίθεση στην "Ελένη" της συμμορίας Ρίγκαν – Γκέιτζ είναι αγώνας ενάντια στους Αμερικανούς και τις πολιτιστικές βάσεις τους».
Και η (κωμικοτραγική) πλάκα είναι ότι τέσσερις δεκαετίες αργότερα, είναι τέτοιο το κλίμα νεο-σκοταδισμού, εχθροπάθειας και παλινδρόμησης σε έριδες, πάθη και μισαλλοδοξίες του περασμένου αιώνα, που δεν μοιάζουν και τόσο vintage, γραφικές και παρωχημένες τέτοιες αντιδράσεις ενάντια σε προϊόντα καλλιτεχνικής μυθοπλασίας, ασχέτως του ιστορικού τους περιβλήματος.