ΠΑΝΕ ΤΡΕΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ από εκείνο το μεταπτυχιακό στις σπουδές κινηματογράφου που είχα κάνει στην Αγγλία, κι όμως ακόμα δεν ξεχνιέται η χιονοστιβάδα θεωρητικών βιβλίων και συγγραμμάτων που έπρεπε να μελετήσω για να μπορέσω να ανταποκριθώ στοιχειωδώς στις απαιτήσεις των μαθημάτων (το να έχεις δει πολλές ταινίες δεν ήταν καθόλου αρκετό δυστυχώς, όπως γρήγορα διαπίστωσα).
Κανείς θεωρητικός, ιστορικός, πανεπιστημιακός του σινεμά δεν δέσποζε με τόσο επιβλητικό τρόπο στις σπουδές του μέσου όσο ο ογκόλιθος που λεγόταν Ντέιβιντ Μπόρντγουελ, ο οποίος από την πανεπιστημιακή έδρα του στο μακρινό και διόλου κινηματογραφικό Μάντισον του Γουισκόνσιν καθοδηγούσε τους φοιτητές κινηματογράφου ανά την υφήλιο.
Ο Ντέιβιντ Μπόρντγουελ πέθανε πριν από λίγες μέρες στα 76 του αφήνοντας πίσω του πάνω από είκοσι σημαντικά βιβλία (αρκετά εκ των οποίων μαζί με τη σύντροφο και συνοδοιπόρο του Κριστίν Τόμσον), δύο εκ των οποίων –τα πιο «εισαγωγικά»– έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά: η «Ιστορία του κινηματογράφου» και η «Εισαγωγή στην τέχνη του κινηματογράφου» (από τις εκδόσεις Πατάκη και ΜΙΕΤ αντίστοιχα).
Ο ιδανικός τρόπος να είσαι σινεφίλ, πίστευε ο Μπόρντγουελ, είναι να είσαι ανοιχτός στα πάντα – χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι σου αρέσουν τα πάντα.
Κάποια, όπως λόγου χάρη το Making Meaning: Inference and Rhetoric in the Interpretation of Cinema, μου φαίνονταν τότε πυκνά κι αδιαπέραστα (από τον απειλητικό τίτλο και μόνο), όμως ακόμα και σ’ αυτά, ο ενθουσιασμός και η αγάπη του Μπόρντγουελ για την αφηγηματική τέχνη του σινεμά ήταν στοιχεία άκρως μεταδοτικά και εθιστικά. Διόλου παράξενο για κάποιον που κάποτε είχε κάνει λόγο για κάτι που ο ίδιος αποκαλούσε –χωρίς να ενδίδει στη ναρκισσιστική νοσταλγία, όπως ξεκαθάριζε– «Ο Νόμος του Εφηβικού Παράθυρου»:
Μεταξύ 13 και 18 ετών, ένα παράθυρο ανοίγει για τον καθένα μας. Οι πολιτισμικού τύπου ενασχολήσεις που μας προσελκύουν τότε, αυτές που μας ελκύουν και μας προκαλούν ακόμη και εμμονές, θα έχουν για πάντα μια ισχυρή επιρροή. Μπορεί να διευρύνουμε τα γούστα μας καθώς απομακρυνόμαστε από τα χρόνια εκείνα, όπως θα έπρεπε άλλωστε, όμως όλα αυτά που αγαπήσαμε τότε –τα βιβλία, η τηλεόραση, οι ταινίες, η μουσική– θα τα αγαπάμε πάντοτε.
Δεν μπορεί να μετρηθεί ούτε να αποδειχτεί, αλλά είναι πολύ πιθανό ο Μπόρντγουελ να είχε δει περισσότερες ταινίες από οποιονδήποτε άλλον στον κόσμο και πάντα είχε κάτι να γράψει για αυτό που έβλεπε, είτε στα βιβλία του είτε στις δημοσιεύσεις του είτε στην προσωπική του ιστοσελίδα είτε, τέλος, στη σειρά των πενήντα video essays που έκανε για το Criterion Channel με γενικό τίτλο Observations on Film Art («Παρατηρήσεις για την τέχνη του κινηματογράφου»). Ο ιδανικός τρόπος να είσαι σινεφίλ, πίστευε ο Μπόρντγουελ, είναι να είσαι ανοιχτός στα πάντα – χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι σου αρέσουν τα πάντα.
Δείγμα αυτής της αντίληψης ήταν και ένα κείμενο που είχε γράψει πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, συνδέοντας το έργο δύο δημιουργών τόσο διαφορετικών και τόσο φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους που κανείς άλλος δεν θα αποτολμούσε να το κάνει: του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Τόνι Σκοτ (αδελφού του Ρίντλεί και σκηνοθέτη του αυθεντικού Top Gun, μεταξύ άλλων), οι οποίοι έφυγαν και οι δύο απότομα από τη ζωή το 2012 – ο ένας από τροχαίο στη Δραπετσώνα κατά τη διάρκεια γυρίσματος και ο άλλος πηδώντας από τη γέφυρα Βίνσεντ Τόμας στο Λος Άντζελες.
Το κομμάτι είχε τον τρυφερό τίτλο Tony and Theo (σα να επρόκειτο για αχώριστο ντουέτο διασκεδαστών παλαιάς κοπής) και μεταξύ πολλών άλλων έλεγε και τα εξής:
Και οι δύο τους αντιμετωπίζουν τον κινηματογράφο ως τέχνη μεγάλης κλίμακας. Και οι δύο παίζουν παιχνίδια με την αφήγηση, η οποία συχνά αποκτά περιέργως έναν δευτερεύοντα ρόλο στο έργο τους. Κανένας από τους δύο δεν ενδιαφέρεται να διερευνήσει κυρίως αυτό που πολλοί από εμάς θεωρούμε ίσως ως τον πυρήνα της αφήγησης: την ψυχολογία των χαρακτήρων. Τους ενδιαφέρει περισσότερο αυτό που συμβαίνει όταν επιτρέπεται στις κινηματογραφικές υφές και στα αισθητικά μοτίβα να υπερισχύσουν του δράματος…
Και οι δύο δημιουργοί επιδιώκουν να διαμορφώσουν την αντίληψη και το συναίσθημά μας, αφήνοντας τις διακυμάνσεις των εικόνων και των ήχων να προκαλέσουν από μόνες τους ένα είδος υπνωτικής προσοχής στον θεατή. Κι αυτό το επιτυγχάνουν στα πλαίσια δύο διαφορετικών παραδόσεων, αυτής του σύγχρονου Χόλιγουντ και αυτής του «καλλιτεχνικού σινεμά». Μοιράζονται ωστόσο μια δέσμευση να υπερβούν το δεδομένο: Καθένας τους ωθεί τη δική του παράδοσή στα όριά της.