Η ιδιαίτερη σχέση του Ζαν Μισέλ Μπασκιά με τον Άντι Γουόρχολ γίνεται θεατρικό έργο με τους Τζέρεμι Πόουπ και Πολ Μπέτανι που θα ανέβει στο Young Vic.
Ο Τζέρεμι Πόουπ και ο Πολ Μπέτανι είναι οι πρωταγωνιστές του έργου «The Collaboration» που θα κάνει πρεμιέρα στο Young Vic του Λονδίνου. Τους δυο θρύλους της τέχνης και τη σχέση τους όπως έχει μεταγραφεί σε θεατρικό από τον Άντονι ΜακΚάρτεν σκηνοθετεί ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Young Vic, Κουάμε Κουέι-Άρμα.
Το έργο μας μεταφέρει στη Νέα Υόρκη του 1984, όταν το αστέρι του Άντι Γουόρχολ αρχίζει να φαίνεται πιο αχνά στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά είναι το νέο παιδί-θαύμα που τους έχει κατακτήσει όλους και ανατέλλει στον κόσμο της τέχνης. Όταν ο Μπασκιά δέχεται να συνεργαστεί με τον Γουόρχολ σε μια έκθεση, γίνονται το μεγάλο θέμα συζήτησης στην πόλη.
Καθώς όλοι περιμένουν τη «μεγαλύτερη έκθεση στην ιστορία της μοντέρνας τέχνης», οι δύο καλλιτέχνες ξεκινούν ένα κοινό ταξίδι, τόσο καλλιτεχνικό όσο και βαθιά προσωπικό, που ξαναζωγραφίζει και τους δύο τόσο διαφορετικούς κόσμους τους.
Το έργο μας μεταφέρει στη Νέα Υόρκη του 1984, όταν το αστέρι του Άντι Γουόρχολ αρχίζει να φαίνεται πιο αχνά στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά είναι το νέο παιδί-θαύμα που τους έχει κατακτήσει όλους και ανατέλλει στον κόσμο της τέχνης. Όταν ο Μπασκιά δέχεται να συνεργαστεί με τον Γουόρχολ σε μια έκθεση γίνονται το μεγάλο θέμα συζήτησης στην πόλη.
Στην αφίσα της έκθεσης του 1985, Μπασκιά και Γουόρχολ φορούν γάντια του μποξ. Αλλά η πολυαναμενόμενη κοινή έκθεσή τους με έργα του σταρ της ποπ αρτ Άντι Γουόρχολ και του λαμπερού νέου αστέρα Ζαν-Μισέλ Μπασκιά δεν έτυχε ενθουσιώδους υποδοχής. Για την ακρίβεια, καταποντίστηκε από τους κριτικούς. Φυσικά, δεν περίμενε κανένας αυτά που θα συνέβαιναν τα επόμενα χρόνια. Τον θάνατο του Μπασκιά στα 28 του χρόνια, την αναπάντεχη και αλματώδη εκτίναξη των τιμών των έργων του, τις sold out εκθέσεις –μάλιστα μερικές διοργανώθηκαν με έργα και των δυο καλλιτεχνών– σε όλο τον κόσμο.
Η κριτικός των «ΝΥΤ» Βίβιεν Ρέινορ έγραφε τον Σεπτέμβριο του 1985 ανάμεσα σε άλλα: «Πέρυσι, έγραψα για τον Ζαν-Μισέλ Μπασκιά ότι είχε την ευκαιρία να γίνει πολύ καλός ζωγράφος, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υποκύψει στις δυνάμεις που θα τον έκαναν μασκότ στον κόσμο της τέχνης.
Φέτος, φαίνεται ότι αυτές οι δυνάμεις έχουν επικρατήσει, γιατί ο Μπασκιά βρίσκεται τώρα στη σκηνή της γκαλερί Tony Shafrazi στην οδό 163 Mercer Street, κάνοντας ένα pas de deux με τον Άντι Γουόρχολ, έναν μέντορα που βοήθησε στην άνοδο και τη φήμη του».
Η Ρέινορ αποκαλεί την έκθεση αποτέλεσμα ενός «οιδιπόδειου» ανάμεσα στους δυο καλλιτέχνες, υπονοώντας ότι ο Γουόρχολ χειρίζεται τον Μπασκιά, ενώ για το «αποτέλεσμα» της έκθεσης γράφει ότι τα 16 έργα «Χωρίς τίτλο», είναι μεγάλα, λαμπερά, ακατάστατα, γεμάτα ιδιωτικά αστεία και ασαφή.
Η ιστορία που θα ανέβει στο Λονδίνο δείχνει τη σχέση και την παράλληλη διαδρομή και των δυο καλλιτεχνών πριν από αυτή την ιστορική έκθεση, ενώ η ίδια σχέση και το αν ο καθένας εκμεταλλευόταν τη φήμη του άλλου είναι επίσης το θέμα ενός νέου θεατρικού έργου του Ισμαέλ Ριντ που ανεβαίνει στις ΗΠΑ τον επόμενο μήνα με τίτλο «The Slave Who Loved Caviar».
Παρά τα όσα έγραψαν το 1985 οι κριτικοί για την έκθεσή τους, Γουόρχολ και Μπασκιά ήταν ένα απίθανο ζευγάρι. Δυο πρωτοπόροι από διαφορετικές γενιές, δύο εμβληματικά δημιουργικά μυαλά μιας εποχής και δύο καλοί φίλοι. Θα σφυρηλατήσουν μια από τις πιο σημαντικές σχέσεις στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης.
Ο Γουόρχολ, ιδρυτής της ποπ αρτ, και ο πολύ νεότερος του νεοεξπρεσιονιστής προστατευόμενός του Μπασκιά αναδύθηκαν από διαφορετικές γενιές και υπόβαθρα. Όμως μέσα σε διάστημα έξι ετών και μια βαθιά οικεία, αν και ταραχώδη φιλία, ο αμοιβαίος σεβασμός και ο θαυμασμός που μοιράστηκαν ενέπνευσαν δύο ξεχωριστά εμβληματικά σώματα έργων, τα οποία έχουν καταγραφεί στα βιβλία των καλών τεχνών για πάντα.
Η ιστορία ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο έφηβος Μπασκιά σύχναζε στο στούντιο του Γουόρχολ στη Νέα Υόρκη, στο The Factory, σε μια προσπάθεια να διεισδύσει στον κοινωνικό του κύκλο. Στην αρχή, ο Γουόρχολ αντιμετώπισε τον φιλόδοξο Μπασκιά με περιφρόνηση. Στα τέλη του 1982, ο Ελβετός ντίλερ Bruno Bischofberger οργάνωσε ένα γεύμα μεταξύ τους και ο Γουόρχολ άρχισε να του δείχνει προσοχή.
Στις 4 Οκτωβρίου 1982, μέσα από μια καταχώριση στο ημερολόγιο του Άντι Γουόρχολ, αποκτούμε την πρώτη εικόνα της γνωριμίας του αδιαμφισβήτητου θρύλου της avant-garde και ενός τότε ανερχόμενου αστέρα της καλλιτεχνικής σκηνής της Νέας Υόρκης:
«Πήγα κάτω για να συναντήσω τον Bruno Bischofberger. Έφερε μαζί του τον Ζαν-Μισέλ Μπασκιά. Είναι το παιδί που χρησιμοποίησε το όνομα "Σάμο" όταν κάθονταν στο πεζοδρόμιο στο Γκρίνουιτς Βίλατζ και ζωγράφιζε μπλουζάκια… ήταν απλώς ένα από εκείνα τα παιδιά που με τρέλαναν… είναι μαύρος, αλλά κάποιοι λένε ότι είναι Πουέρτο Ρίκο. Δεν ξέρω… Και έτσι έφαγα μαζί τους μεσημεριανό και μετά τράβηξα μια Polaroid και αυτός πήγε σπίτι του και μέσα σε δύο ώρες επέστρεψε με μια ζωγραφιά, ακόμα νωπή, με εκείνον και εμένα μαζί».
Ο Γουόρχολ βρισκόταν στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού κατεστημένου για περισσότερα από είκοσι χρόνια τη στιγμή που γνώρισε τον Μπασκιά. Οι δύο καλλιτέχνες βρίσκονταν σε διαφορετικά στάδια της ζωής και της καριέρας τους. Φαινόταν ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 «ο Warholism είχε αντικαταστήσει τον Warhol», σύμφωνα με τα λόγια του θρυλικού κριτικού και ιστορικού τέχνης Robert Pincus-Witten.
Ο Γουόρχολ αντιλήφθηκε την κριτική παραίνεση για μια δεκαετία που κυριαρχούνταν από τις παραγγελίες πορτρέτων και ανησυχούσε εξαιρετικά για τη δημόσια υποδοχή του στην αυγή της δεκαετίας του 1980. Σύμφωνα με τον Pincus-Witten, ο καλλιτέχνης ήθελε απεγνωσμένα να εγκαινιάσει την «Επιστροφή του Andy Warhol».
Όταν οι δυο τους γνωρίστηκαν το 1982, ο Μπασκιά ήταν ένας νεαρός καλλιτέχνης του δρόμου που μόλις είχε αποκτήσει αναγνώριση. Στη φιλία τους, ο καθένας βρήκε στον άλλον κάτι που του έλειπε.
Ο Μπασκιά αναζητούσε τη φήμη, την αναγνώριση και την πρόσβαση στην κοινωνία της τέχνης, ο Γουόρχολ επιθυμούσε απεγνωσμένα ένα σοκ καινοτομίας και ανανεωμένης ενέργειας στο έργο του. Ο Μπασκιά και η φρέσκια οπτική του πρόσφεραν μια ουσιαστική ένεση ζωής που αναζητούσε ο Γουόρχολ για να αναβιώσει την καριέρα του.
Από την άλλη πλευρά, ο καλά δικτυωμένος Γουόρχολ πρόσφερε στον Μπασκιά τη φήμη και το δίκτυο για να εδραιώσει τη φήμη του.
«Ήταν σαν ένας γάμος με τρελή τέχνη και ήταν το περίεργο ζευγάρι. Η σχέση ήταν συμβιωτική. Ο Ζαν Μισέλ νόμιζε ότι χρειαζόταν τη φήμη του Άντι και ο Άντι νόμιζε ότι χρειαζόταν το νέο αίμα του Ζαν Μισέλ. Ο Ζαν Μισέλ έδωσε ξανά στον Άντι μια επαναστατική εικόνα», έλεγε ο καλλιτέχνης της ποπ αρτ Ronnie Cutrone.
Τα τέλη της δεκαετίας του 1980 θα γίνουν αργότερα μερικά από τα πιο παραγωγικά της καριέρας του Γουόρχολ, με αποτέλεσμα μερικά από τα σπουδαιότερα έργα του. Ο Κιθ Χάρινγκ στο δοκίμιό του το 1988 «Painting The Third Mind» έγραψε για το ζευγάρι:
«Ο Ζαν-Μισέλ έφερε πίσω μια πολύ αναγκαία πινελιά "αταξίας" που είχε εξαφανιστεί από την ατζέντα του Factory. Για έναν καλλιτέχνη, η πιο σημαντική και λεπτή σχέση που μπορεί να έχει με έναν άλλο καλλιτέχνη είναι μια σχέση στην οποία συνεχώς αμφισβητείται. Αυτή είναι ίσως η μόνη παραγωγική ιδιότητα της ζήλιας» έγραψε ο Χάρινγκ, που κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στα στούντιο του Γουόρχολ και του Μπασκιά παρατήρησε: «Ο καθένας ενέπνευσε τον άλλον να ξεπεράσει τον εαυτό του στο επόμενο έργο. Οι συνεργασίες ήταν φαινομενικά αβίαστες. Ήταν μια σωματική συζήτηση που γινόταν με μπογιά αντί για λόγια. Η αίσθηση του χιούμορ, οι περιπετειώδεις παρατηρήσεις, οι βαθιές συνειδητοποιήσεις, η απλή κουβεντούλα έγιναν όλα με μπογιές και πινέλα».
Η φιλία τους, που εμπνέει αυτά τα θεατρικά έργα, μνημονεύει μια φευγαλέα στιγμή όταν δύο από τα πιο επαναστατικά καλλιτεχνικά μυαλά του 20ού αιώνα βρήκαν ένα γόνιμο κοινό έδαφος.