Οι κάπως παλιότεροι θα θυμούνται τις φοβερές σκηνές που είχαν εκτυλιχθεί τότε στο Καμπ Νου, την ημέρα που ο Φίγκο επέστρεψε ως «προδότης» στο γήπεδο που είχε δοξαστεί όσο λίγοι, φορώντας τη λευκή φανέλα του μισητού αντιπάλου.
Η εμφάνισή του στον αγωνιστικό χώρο ήταν το έναυσμα για να εκραγούν πάνω από εκατό χιλιάδες θεατές στις κερκίδες, οι περισσότεροι από τους οποίους πέταγαν στον αέρα πλαστά χαρτονομίσματα (κάποια από τα οποία τον εικόνιζαν μαζί με το παιδί του, βρέφος ακόμα) εκθέτοντας έτσι τα κίνητρα που τον είχαν οδηγήσει στην ανήκουστη απόφαση.
Αυτή ήταν με διαφορά η πιο πολιτισμένη αντίδραση των εξοργισμένων οπαδών. Η παρουσία του προκάλεσε καταιγίδα αντικειμένων πάσης φύσεως, ανάμεσά τους ένα μαχαίρι κι ένα μπουκάλι ουίσκι (άδειο) J&B που προσγειώθηκε πλάι του κι έμεινε να κείται για αρκετή ώρα στο χορτάρι, όπως και η γουρονοκεφαλή που θα τον υποδεχόταν στο ίδιο γήπεδο δύο χρόνια αργότερα.
Οι εξέδρες ήταν γεμάτες πανό που τον απεικόνιζαν σε διάφορες ταπεινωτικές ενσαρκώσεις ενώ τα συνθήματα που ακούγονταν εναντίον του (και κυρίως εναντίον της συζύγου του) είναι από αυτά που χαρακτηρίζονται συνήθως «εμετικά».
«Στο τέλος της μέρας, αυτό που μετράει δεν είναι ούτε οι τίτλοι, ούτε τα μετάλλια, ούτε η Χρυσή Μπάλα, ούτε καν το Champions League. Στο τέλος της μέρας, αυτό που έχει σημασία είναι τα χρήματα. Τα χρήματα που βγάζεις».
«Πέρασαν 22 χρόνια;» αναρωτιέται ο Πεπ Γκουαρντιόλα μιλώντας στην κάμερα του νέου ντοκιμαντέρ του Netflix The Figo Affair: The Transfer that Changed Football («Η υπόθεση Φίγκο: Η μεταγραφή που άλλαξε το ποδόσφαιρο») καθώς συνειδητοποιεί την απόσταση από τα δραματικά (και κωμικοτραγικά συγχρόνως) γεγονότα που συνόδευσαν εκείνη την πολύκροτη και αγρίως επεισοδιακή μεταγραφή του πρώην συμπαίκτη και κολλητού του στους «μπλαουγκράνα», από την Μπαρτσελόνα στον προαιώνιο της εχθρό.
Στη χαραυγή του 20ού αιώνα, ο 28χρονος Πορτογάλος ήταν ένας από τους κορυφαίους –αν όχι ο κορυφαίος– ποδοσφαιριστής στον πλανήτη, έχοντας κατορθώσει να συγκεντρώσει στο πρόσωπό του όλη τη λατρεία, τις ελπίδες και το κλονισμένο μεγαλείο της μεγάλης ομάδας της Βαρκελώνης.
Ο Λούις Φίγκο είχε ταυτιστεί απολύτως όχι μόνο με τον σύλλογο και τους οπαδούς αλλά με το ίδιο το φρόνημα της Καταλανίας. Για τους οπαδούς της Μπαρτσελόνα ήταν ασύλληπτη ακόμα και η ιδέα ότι θα μπορούσε να τους εγκαταλείψει κάποτε για τον εχθρό. Κι όμως συνέβη, και μάλιστα υπό τις πιο αμφιλεγόμενες και σκιώδεις συνθήκες.
Κατά έναν τρόπο, αυτό το ντοκιμαντέρ το οποίο ξύνει πληγές που ποτέ δεν επουλώθηκαν, βλέπεται ως ένα ποδοσφαιρικό true crime, όπου ο θεατής καλείται να αποφασίσει παρακολουθώντας τις σημερινές μαρτυρίες των πρωταγωνιστών εκείνου του γεμάτου ανατροπές μεταγραφικού σίριαλ που μονοπωλούσε τα αθλητικά πρωτοσέλιδα το καλοκαίρι του 2000. Και όλοι τους σχεδόν εμφανίζονται για να καταθέσουν τις αντικρουόμενες συχνά εκδοχές τους.
Ανάμεσά τους ο ίδιος ο Φίγκο, ο νεοεκλεγείς τότε (και νυν) πρόεδρος της Ρεάλ Φλορεντίνο Πέρεθ, ο τότε πρόεδρος της Μπαρτσελόνα Ζοάν Γκασπάρ, ο φιλόδοξος μάνατζερ / ατζέντης του Φίγκο, Χοσέ Βέιγα, και ο «μεσάζων» με το αζημίωτο (πρώην επιφανής Πορτογάλος ποδοσφαιριστής) Πάολο Φούτρε.
Μεγάλη μορφή (ή φοβερό λαμόγιο, εξαρτάται από την οπτική του καθενός), ο τελευταίος αναδεικνύεται στον πιο συναρπαστικό αφηγητή αλλά και στον πιο ειλικρινή ίσως παράγοντα αυτής της ακροαματικής διαδικασίας κατά την οποία ο θεατής δεν ξέρει τελικά ποιον να πιστέψει. Ο Φούτρε, πάντως, είναι ξεκάθαρος όταν λέει λίγο πριν από τους τίτλους τέλους: «Στο τέλος της μέρας, αυτό που μετράει δεν είναι ούτε οι τίτλοι, ούτε τα μετάλλια, ούτε η Χρυσή Μπάλα, ούτε καν το Champions League. Στο τέλος της μέρας, αυτό που έχει σημασία είναι τα χρήματα. Τα χρήματα που βγάζεις».