ΙΣΩΣ ΕΙΝΑΙ κι η ατμόσφαιρα αυτών των ημερών καθώς βαθαίνει ο Γενάρης –που πάντα σηματοδοτεί μια αντανακλαστική εσωστρέφεια, μια υποχώρηση από την βεβιασμένη συχνά κοινωνικότητα των γιορτών– ένας λόγος που κάνει να μοιάζει τόσο καίριο ένα άρθρο σαν αυτό που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες μέρες στο Atlantic με τίτλο «Ο αντικοινωνικός αιώνας» (The Anti-Social Century).
Δεν είναι φυσικά το πρώτο – ούτε και το τελευταίο– άρθρο, δοκίμιο ή ρεπορτάζ που αναδεικνύει με δραματικό τρόπο την απομονωτική φύση της σύγχρονης επικοινωνίας, την ιδιωτικοποίηση του ελεύθερου χρόνου και της αναψυχής, την πλήρη απορρόφηση από τις οθόνες, την έκλειψη των «κοινωνικών υποδομών» και των δημόσιων χώρων ή το γεγονός ότι ο κοινωνικός μας χρόνος στοιχειώνεται διαρκώς από την πιθανότητα ότι όπου κι αν βρισκόμαστε, πάντα κάτι πιο ενδιαφέρον συμβαίνει κάπου αλλού. Τα στοιχεία όμως του ρεπορτάζ που έχει κάνει ο αρθρογράφος Ντέρεκ Τόμσον, που δεν είναι καν σαραντάρης, συνεπώς δεν μπορεί κανείς να του καταλογίσει «μπούμερ» αντίληψη, μοιάζουν συντριπτικά.
Όπως παραδέχεται ο συγγραφέας του, το άρθρο θρηνεί την απώλεια μιας ιδέας περί φιλίας και κοινωνικού περίγυρου, η οποία μπορεί να είναι ήδη ξεπερασμένη για τις νεότερες γενιές «κοσμοκαλόγερων».
Και δεν πρόκειται για τη λεγόμενη «επιδημία της μοναξιάς», αλλά για μια στρεβλή αντίληψη περί προσωπικού χρόνου, για μια τάση να είμαστε όλο και περισσότερο μόνοι μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στο άρθρο (και που μπορεί να είναι «αμερικάνικα» αλλά σίγουρα αντανακλούν μια οικουμενική τάση) το μερίδιο των ενηλίκων που θα βγουν για φαγητό ή για πότο με φίλους μια δεδομένη βραδιά έχει μειωθεί κατά παραπάνω από 30 τοις εκατό τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Και ο βασικότερος λόγος δεν είναι η ακρίβεια, αλλά η υποχώρηση σ’ έναν όλο και πιο στενό, πιο προσωπικό χώρο. Η κουλτούρα «σπίτι-οθόνη-κινητό» μπορεί να ενισχύει τις πιο κοντινές και τις πιο μακρινές συνδέσεις μας, τον ενδότερο (οικογένεια, στενοί φίλοι) και τον απώτερο κύκλο σχέσεων (άνθρωποι με κοινά γούστα ή κάποια κοινή ατζέντα που ίσως δεν έχουμε συναντήσει ποτέ «διά ζώσης»), συντρίβοντας τον μεσαίο κύκλο των «γνωστών» μας ανθρώπων, που ενδεχομένως ζουν δίπλα μας.
Διάφοροι επιστήμονες και ειδικοί καταθέτουν την άποψη και τις αιτιάσεις τους για τους «αντικοινωνικούς» καιρούς που βιώνουμε, αλλά ίσως πιο πολύ ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που θέτει το ζήτημα ένας επιφανής entrepreneur των εστιατορίων και όχι μόνο, ο Steve Salis: «Υπάρχει μια δυναμική απομονωτισμού που επηρεάζει έντονα την βιομηχανία της εστίασης», λέει. «Νομίζω ότι οι άνθρωποι δεν αισθάνονται πλέον άνετα στον κόσμο. Αποφάσισαν ότι το σπίτι τους είναι το καταφύγιό τους και δεν είναι καθόλου εύκολο να τους κάνεις να το εγκαταλείψουν».
Όπως παραδέχεται πάντως και ο συγγραφέας του, το άρθρο θρηνεί την απώλεια μιας ιδέας περί φιλίας και κοινωνικού περίγυρου, η οποία μπορεί να είναι ήδη ξεπερασμένη για τις νεότερες γενιές «κοσμοκαλόγερων». Οι άνθρωποι που γεννήθηκαν σε τούτο τον αιώνα, γράφει ο Τόμσον, «μπορεί να μη συμφωνούν μαζί μας σχετικά με το αναντικατάστατο των "αληθινών" φίλων.
Αυτές οι γενιές μπορεί να ανακαλύψουν ότι αυτό που θέλουν περισσότερο από τις σχέσεις τους δεν είναι ένα σετ ανθρώπων, αλλά μάλλον ένα σετ συναισθημάτων – συμπάθεια, χιούμορ, επικύρωση… Πολύ πριν η τεχνολογία κατασκευάσει μια υπερ-ευφυή μηχανή που θα μπορεί να κάνει τη δουλειά μερικών Αϊνστάιν, μπορεί να δημιουργήσει έναν συναισθηματικά εξελιγμένο μηχανισμό που θα μπορεί να κάνει τη δουλειά μερικών φίλων…».