ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, και από διάφορες πλευρές, μέσα στη χώρα και διεθνώς, η πολιτική μετατρέπεται σε έναν ανταγωνισμό προσώπων και μικρών επιτελείων για την επιρροή. Τα κόμματα είναι πια ένα πρόσχημα, ένα θολό φόντο, η μία επίσημη εκδοχή που διατηρείται όπως τα οικόσημα των δυναστειών. Ανεπισήμως, και στην πραγματικότητα, «ψηφίζονται πρόσωπα» και οι «ομάδες τους».
Αυτή η τάση, που έχει πολλές αιτίες και ρίζες, μπορεί να ελεγχθεί και να μετριαστεί όταν ενισχύονται τα ενδιάμεσα θεσμικά όργανα, όταν στα κόμματα συζητιούνται ιδέες και κοινωνικά σχέδια ή και όταν ο εκάστοτε αρχηγός έχει μια παιδεία πολιτικής σύνθεσης. Όλα αυτά όμως θεωρούνται πια παρωχημένα ή ξέφτια άλλων εποχών.
Ο Στέφανος Κασσελάκης είναι το ακραίο αποτέλεσμα μιας πορείας του ΣΥΡΙΖΑ προς τη δημοψηφισματική αποθέωση του αρχηγού με το πρόσχημα των επιθυμιών του κόσμου. Η ιδέα που στηρίζει αυτήν τη φιλοδοξία είναι απλή: σκηνοθετεί διαρκώς μια αντιπαράθεση μεταξύ των αγνών προθέσεων ενός προσώπου (του νέου αρχηγού) και των πονηρών, αραχνιασμένων και σκοτεινών όψεων μιας παλιάς κομματοκρατικής κάστας.
Αυτό συντελείται τώρα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης: ο νέος πρόεδρος θέλει να πάει στα άκρα τις συνέπειες της θριαμβευτικής εκλογής του πριν από λίγους μήνες.
Ο «άσχετος νέος» γίνεται έτσι επιθετικό αντεπιχείρημα κατά των γραφειοκρατών του μηχανισμού και των ειδικών της κομματικής γλώσσας. Ο Κασσελάκης εξαρχής επιδίωξε να τον ταυτίσουν με τον εκτός τειχών άνθρωπο της κοινωνίας, με αυτόν που δεν έχει ιστορία πίσω του, αλλά ήρθε για να σώσει τον ΣΥΡΙΖΑ από το ναυάγιο.
Η περίοδος του Αλέξη Τσίπρα είχε κατασκευάσει ήδη αυτήν τη λογική, διατηρώντας την όμως σε ένα πλαίσιο με ιστορικές φορτίσεις και κομματικές αναφορές: άνθρωποι σεβαστοί και με πείρα αγώνων μέσα στην αριστερά εμφανίζονταν ως γκρούπις του Αλέξη, φανατισμένοι «τσιπρικοί» που δεν άντεχαν καμιά κριτική στο είδωλό τους. Αυτό ήταν ήδη μια παρακμή, αν και πολλοί το είχαν αγκαλιάσει ως στάση, γιατί αναζητούσαν επειγόντως πολιτική απάντηση στην κυριαρχία του Μητσοτάκη. Κουρασμένοι ή θυμωμένοι με αναλύσεις που επαναλαμβάνονταν από το 1968 ή το 1988, είδαν σε ένα πρόσωπο τη λύση του γρίφου και τα αδιέξοδα των κληρονομημένων ιδεών και πλάνων.
Από μια τέτοια μαγιά κούρασης και τη μετάλλαξή της σε απεγνωσμένη ανάγκη για χειροκρότημα και κατάφαση, από αυτή την πορεία προς ένα ιδιότυπο star-system προέκυψε και ο Κασσελάκης και όλα όσα έρχονται μαζί του. Ακούγοντας την προχθεσινή ομιλία του στο συνέδριο, αντιλαμβάνεται κανείς το κεντρικό μήνυμα: εγώ είμαι εδώ για σας, για τον λαό (μου). Οι άλλοι, οι κομματικοί και οι παλαιοί, είναι υπονομευτές, θεσιθήρες και αποξενωμένοι γραφειοκράτες. Την ίδια στιγμή, όμως, όπως κάνει κάθε σύγχρονος λαϊκιστής, ο Κασσελάκης αποτάσσεται τους «μεσσίες» και τους «μεσσιανικούς ηγέτες». Γιατί όμως το κάνει αυτό;
Όχι προφανώς επειδή δεν πιστεύει στον σωτήριο ρόλο του (είναι προφανές πως έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του) αλλά γιατί η εποχή του ΤikΤοk υποχρεώνει τους πάντες να φαίνονται και να μιλούν κατά του ελιτισμού, των διακρίσεων, των ιεραρχήσεων. Κανένας μηχανισμός δεν έχει ελπίδες σήμερα αν δεν στρέφεται κατά των «μηχανισμών» (των άλλων φυσικά), παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως ανιδιοτελή και σχεδόν αθώα επιδίωξη νίκης.
Αυτό συντελείται τώρα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης: ο νέος πρόεδρος θέλει να πάει στα άκρα τις συνέπειες της θριαμβευτικής εκλογής του πριν από λίγους μήνες· είτε να υποτάξει πλήρως τα όποια άλλα κέντρα ισχύος είτε να αναδημιουργήσει, διαλύοντας ένα κόμμα με ανθρώπους που θα μπουν μέσα τώρα και θα είναι και αυτοί «δίχως κομματική ιστορία».
Το τι θα συμβεί, άραγε, με τις αντίπαλες υποψηφιότητες και την τελική στάση του Αλέξη Τσίπρα έχει φυσικά σημασία. Όπως και το πώς θα διαταχθούν τα «στρατόπεδα» στην κομματική μάχη, πράγματα που θα απασχολήσουν τη δημοσιογραφική κοινότητα (μάλλον περισσότερο απ' όσο θα παθιάσουν την κοινωνία).
Από τη σκοπιά, όμως, της περίφημης προοδευτικής παράταξης, μια πορεία ανάμεσα σε φουσκωμένα Εγώ και δημοψηφισματικές αποθεώσεις δείχνει πάντα προς την έρημο. Ακόμα και αν συνοδευτεί διακοσμητικά με ομάδες εργασίες ή θεματικά συνέδρια, από συνθήματα και προτάσεις που παραπέμπουν στην κανονική πολιτική (και στην αριστερά), αυτή η πορεία μοιάζει περισσότερο με υπόσχεση διάλυσης παρά με υπόσχεση ανανέωσης.
Από έναν λόγο χιλιάδων λέξεων μένει μόνο ένα «ελάτε να μετρηθούμε». Σαν να απευθύνεται κάποιος στους άλλους με τη φράση «ελάτε, ρε, αν είστε μάγκες» και δίπλα σε αυτό να παρατάσσει απερίσκεπτα τα εμβληματικά λόγια περί αλληλεγγύης και συντροφικότητας, σαν ένα είδος προσευχής στους θεούς της παράταξης.
Αυτή η ιστορία έχει προφανώς κάτι γκροτέσκο και πικρό, είναι όμως το τίμημα μιας εξέλιξης που δεν συνάντησε σοβαρά αντίβαρα και αντιδράσεις στον δρόμο της και τώρα αυτονομείται, απαιτώντας είτε την ολική συμμόρφωση είτε τη διάλυση.