Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΩΝ ΗΠΑ σχετικά με τις αμβλώσεις είναι εξαιρετικά προβληματική. Κυρίως επειδή με την απόφαση αυτή ένα ζήτημα ατομικών δικαιωμάτων μετατρέπεται σε ζήτημα που τίθεται υπό την αίρεση των πολιτικών συσχετισμών. Ένα δικαίωμα του οποίου η άσκησή δεν θα είναι απρόσκοπτη αλλά θα ρυθμίζεται από μια τοπική πολιτική πλειοψηφία που θα μπορεί να αποφανθεί για τη ζωή ενός ανθρώπου.
Αυτό από μόνο του αποτελεί ξεκάθαρη θεσμική υποχώρηση και αμφισβήτηση ενός θέσφατου δεκαετιών σε όλες τις φιλελεύθερες δημοκρατίες ότι ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή βασικών ατομικών βιοτικών επιλογών δεν τίθενται στην κρίση της πλειοψηφίας.
Ας πάρουμε λίγο τα πράγματα από την αρχή. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ δεν καταργεί το δικαίωμα στην άμβλωση. Αυτό που επιφέρει η συγκεκριμένη απόφαση είναι ότι αίρει τη συνταγματική ισχύ του δικαιώματος στην άμβλωση, οι προϋποθέσεις του οποίου θα προσδιορίζονται πλέον από κάθε Πολιτεία χωριστά. Ακυρώνει δηλαδή την παλαιότερη νομολογία (Roe v. Wade, 1973) που αναγνώριζε οριζόντια, πανεθνική, συνταγματική ισχύ στο δικαίωμα στην άμβλωση μέχρι την 24η εβδομάδα και το «υποβαθμίζει» σε ζήτημα που εναπόκειται στις αρμοδιότητες κάθε Πολιτείας των ΗΠΑ.
Κι αυτό φυσικά επηρεάζει απόλυτα το υφιστάμενο καθεστώς, καθώς σε πολλές Πολιτείες με πιο συντηρητικά χαρακτηριστικά υπάρχει τάση αυστηροποίησης του πλαισίου των αμβλώσεων ή και πλήρους απαγόρευσής τους ακόμα. Ήδη, αρκετές Πολιτείες των ΗΠΑ, στηριζόμενες σε αυτή την απόφαση, προχωρούν άμεσα σε αυστηροποίηση της νομοθεσίας, σε μια διελκυστίνδα που αναμένεται να διαρκέσει καιρό.
Παρά το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα το ζήτημα δεν θεωρούνταν τόσο κομβικής σημασίας, οι πολιτικές εντάσεις που πυροδότησε είναι μεγάλες και είναι βέβαιο ότι θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο τα ρήγματα σε μια ήδη βαθιά διχασμένη χώρα.
Οι υπερασπιστές της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου υποστηρίζουν ότι είναι συμβατή με την ομοσπονδιακή (φεντεραλιστική) δομή του κράτους και ότι όπως κάθε Πολιτεία έχει δικό της πολιτειακό Σύνταγμα, δική της οργάνωση, δικό της τρόπο διακυβέρνησης και εκλογής εκπροσώπων, έτσι δικαιούται να ρυθμίζει και το ζήτημα των αμβλώσεων με τρόπο συμβατό με την κυρίαρχη αντίληψη και την κουλτούρα της.
Υποστηρίζουν επίσης ότι επί της ουσίας δεν συνιστάται καμία απαγόρευση, καθώς, αν κάποιος θέλει να προχωρήσει σε άμβλωση, μπορεί να το κάνει σε μια άλλη Πολιτεία, άρα ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Η επιχειρηματολογία αυτή είναι αδύναμη. Καταρχάς αξιακά, γιατί υποβιβάζει ένα ζήτημα βασικής ατομικής επιλογής σε ζήτημα που αξιολογείται υπό το πρίσμα (ενδεχομένως συγκυριακών) πολιτικών συσχετισμών.
Αυτό δεν είναι λεπτομέρεια, είναι θεμελιώδες. Και προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι κάποιοι που υποτίθεται πως επιχειρηματολογούν στο όνομα του πλουραλισμού και της ελευθερίας, απέναντι σε οριζόντιες κεντρικές ρυθμίσεις, παραβλέπουν ότι η σχετικοποίηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων μπορεί σε μια άλλη περίπτωση να αποδειχθεί όπλο στα χέρια μιας επικίνδυνης συγκυριακής φανατικής πλειοψηφίας. Είναι μια εξέλιξη που πλήττει τους οικονομικά ασθενέστερους. Τι σημαίνει «ας πάνε αλλού»; Κάποιοι ίσως να μην μπορούν και κάποιοι άλλοι μπορεί να δυσκολεύονται να ζητήσουν βοήθεια για ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα.
Η διαδικασία αυτή για αρκετές γυναίκες είναι ιδιαίτερα επώδυνη ψυχικά, πώς μπορείς να τους πεις να φύγουν από τον τόπο της όχι επειδή το θέλουν αλλά επειδή τους επιβάλλεται;
Δημιουργούνται επιπλέον προϋποθέσεις να αναπτυχθεί σε πολιτειακό επίπεδο μια «μαύρη αγορά», πιθανόν πιο επικίνδυνη για την υγεία των ανθρώπων, όπως κατά κόρον συνέβαινε σε χώρες όπου οι εκτρώσεις απαγορεύονταν, π.χ. στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Ενώ δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι στις Πολιτείες με πολύ αυστηρή νομοθεσία ή πλήρη απαγόρευση θα ενταθεί ο κοινωνικός στιγματισμός γυναικών που θα κάνουν ανάλογη επιλογή.
Και η κοινή γνώμη τι λέει για αυτά;
Η αμερικανική κοινή γνώμη δεν έχει απολύτως σαφή ή δογματική θέση για το ζήτημα των αμβλώσεων. Η πλειοψηφία είναι σαφώς υπέρ του δικαιώματος επιλογής της γυναίκας (pro-choice) και όχι υπέρ της απαγόρευσης (pro-life), αλλά με προϋποθέσεις. Το ποσοστό που θέλει πλήρη απαγόρευση των αμβλώσεων είναι μικρό, κυμαίνεται μεταξύ 15-20%. Το ποσοστό που δεν θέλει κανέναν απολύτως περιορισμό σε οποιαδήποτε στάδιο της κύησης είναι γύρω στο 25-30%. Και μια πλειοψηφία της τάξεως του 50-60% τάσσεται υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση, αλλά με περιορισμούς σε σχέση με το στάδιο της κύησης.
Θεωρούν δηλαδή ότι μέχρι κάποιες εβδομάδες (τις δεκαπέντε συνήθως) δεν θα πρέπει να υπάρχουν περιορισμοί, αλλά από ένα χρονικό σημείο και μετά θα πρέπει να υπάρχουν απαγορεύσεις. Αυτό, πάνω-κάτω, που ισχύει και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Σε ό,τι αφορά, δε, τη σημασία του ζητήματος των αμβλώσεων, μέχρι την πρόσφατη απόφαση καταγράφονταν σχετικά χαμηλά στις ιεραρχήσεις, με μόλις 4% των Αμερικανών να το θεωρεί βασικό κριτήριο ψήφου.
Παρά το γεγονός όμως ότι μέχρι πρόσφατα το ζήτημα δεν θεωρούνταν τόσο κομβικής σημασίας, οι πολιτικές εντάσεις που πυροδότησε είναι μεγάλες και είναι βέβαιο ότι θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο τα ρήγματα σε μια ήδη βαθιά διχασμένη χώρα. Είναι, δε, περισσότερο από σίγουρο ότι θα κυριαρχήσει στην πορεία προς τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου.
Ειδικά οι Δημοκρατικοί, οι οποίοι πιέζονται εκλογικά λόγω της πληθωριστικής κρίσης, είναι βέβαιο ότι θα σηκώσουν το θέμα ψηλά στην ατζέντα τους, αξιοποιώντας την πλειοψηφική αποδοχή του δικαιώματος στην άμβλωση (με προϋποθέσεις), αναζητώντας έτσι κάποιου είδους διαφυγή από το μη-προνομιακό γι’ αυτούς πεδίο της οικονομίας και ελπίζοντας ότι η νομική ήττα στο Ανώτατο Δικαστήριο ίσως μετριάσει τις πιθανότητες για μια εκλογική ήττα που σήμερα μοιάζει εξαιρετικά πιθανή.