Η ΩΘΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ NUPES (Νέα Λαϊκή, Οικολογική και Κοινωνική Ένωση) υπό τον Zαν-Λικ Μελανσόν έχει πολλές αιτίες, συγκυριακές και βαθύτερες. Δεν είναι λίγο να βρεθεί κανείς με μόνο 20.000 ψήφους διαφορά από τον συνασπισμό του Προέδρου.
Οι κοινωνικές συγκρούσεις μέσα στην πενταετία, οι αλλεπάλληλες κρίσεις που ταυτίστηκαν, σε ένα μέρος του κοινωνικού σώματος, με τον ίδιον τον μακρονισμό και η αδυναμία της λαϊκιστικής λεπενικής δεξιάς να αξιοποιήσει τις δικές της ευκαιρίες, όλα αυτά έδωσαν αέρα στην καμπάνια του παλαίμαχου ριζοσπάστη λαϊκιστή πολιτικού.
Όμως δεν είναι μόνο αυτά. Αυτό που συχνά ονομάζουμε ριζοσπαστική αριστερά (και στη Γαλλία την προσφωνούν ενίοτε και άκρα αριστερά, εφόσον εκεί, Αριστερά ήταν ιδίως και βασικά το Σοσιαλιστικό Κόμμα) είναι μια ιδιόμορφη συρραφή κλασικών και «μεταμοντέρνων» στοιχείων. Χώρος κατεξοχήν των μορφωμένων και νεότερων μεσαίων στρωμάτων, πεδίο μόνιμης επένδυσης από μια νέα πανεπιστημιακή ακροαριστερά αλλά και με γέφυρες με δίκτυα και δομές των προαστίων –λχ. με οργανώσεις του πολιτικού Ισλάμ και κινήσεις που συγκροτήθηκαν τα τελευταία χρόνια στη βάση της κριτικής στη «λευκή, αποικιακή» Γαλλία– ο μελανσονικός γαλαξίας ενοποιείται κατά βάση στη βάση της αντιπάθειας για τον ίδιο τον Μακρόν.
Ο κύριος εχθρός του μελανσονικού στρατοπέδου ήταν και είναι το «ακραίο κέντρο», δηλαδή αυτό που ταυτίζουν με τη macronie, με το στρατόπεδο του Γάλλου Προέδρου. Η αντίθεση έχει πάρει τη μορφή συνολικής αισθητικής, χαρακτηρολογικής και υφολογικής απέχθειας – αρκεί να διατρέξει κανείς ιστοσελίδες και τοίχους «Ανυπότακτων» για να διαπιστώσει μια αντιπάθεια που υπερβαίνει, κατά πολύ, την παλιότερη απέχθεια λ.χ. για τον Σαρκοζί.
Μια ολόκληρη αισθητική και φιλοσοφία της ρήξης με το γαλλικό «αποικιακό κράτος» έχει ισχυροποιηθεί, ιδίως στις νεότερες γενιές διανοουμένων και ακτιβιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς. Δίπλα σε μια δημιουργική και μεταρρυθμιστική πολιτική οικολογία βλέπει έτσι κανείς οπαδούς της από-μεγέθυνσης, αρνητές όλων των βιομηχανικών αναπτυξιακών σχεδίων, νοσταλγούς μιας παράδοσης χειροτεχνικού και αντινεωτερικού κοινοτισμού.
Από εκεί και πέρα, όμως, η διεύρυνση του μελανσονικού χώρου με ένα μέρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, των οικολόγων και τις όποιες δυνάμεις του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για τη συνέχεια.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα όπου η μονοκαλλιέργεια του αντιμνημονιακού αισθήματος έκανε «ανεκτές» τις διαφορές σε άλλα ζητήματα (μέχρι και την αγαστή συνύπαρξη αριστερών ριζοσπαστών με ακροδεξιούς λαικιστές), στη Γαλλία υπάρχουν σοβαρά θέματα που διαιρούν οριζοντίως την πολιτική σκηνή. Αν το Nupes ήταν απλώς μια γαλλική εκδοχή αριστερού λαϊκισμού στη βάση μιας αντι-φιλελεύθερης πλατφόρμας (κατά των χαμηλών μισθών, υπέρ της μεγάλης αύξησης δημοσίων δαπανών κ.λπ.), οι αντιθέσεις θα μπορούσαν να εξισορροπηθούν εύκολα ή έστω να καλύπτονται από συμβιβασμούς.
Μιλώ κυρίως για τους κομμουνιστές ή τους σοσιαλιστές που εκλέγονται τώρα ή στηρίζουν τη συμμαχία του Μελανσόν. Όμως ο χώρος των «Ανυπότακτων» (Insoumis/ses) είναι και πολλά άλλα εκτός από ένας οριοθετημένος αριστερός λαϊκισμός: είναι μια παράταξη στην οποία επενδύθηκαν με συστηματικό τρόπο θεωρητικά και πολιτικά πρότζεκτ μιας νέας διανοούμενης αριστεράς. Και αυτή η διανοούμενη αριστερά έχει ειδικό βάρος και αυξημένο λόγο αφού οι δεσμοί με τα «λαϊκά στρώματα» και τους λιγότερο μορφωμένους εργαζόμενους έχουν ατονήσει από καιρό.
Αυτή η νέα διανοούμενη αριστερά χαρακτηρίζεται από κάτι που δεν τον έχουν ούτε οι κομμουνιστές, ούτε οι σοσιαλιστές: μια έντονη απέχθεια για την ίδια την Republique, για την πολιτική κοινότητα και την κουλτούρα των ρεπουμπλικανικών θεσμών της γαλλικής ιστορίας. Δεν αρκούνται καθόλου στη διεκδίκηση μιας «κοινωνικής Δημοκρατίας» (République sociale), ούτε καν με την πρόσθεση μιας «οικολογικής Δημοκρατίας».
Στην ουσία μετατρέπουν την αριστερά σε παράταξη του μίσους: μίσος για την αστυνομία, για οποιαδήποτε έννοια κοινωνικής ευνομίας, μίσος για την προοπτική ενσωμάτωσης των «από κάτω» σε συμπεριληπτικούς θεσμούς.
Μια ολόκληρη αισθητική και φιλοσοφία της ρήξης με το γαλλικό «αποικιακό κράτος» έχει ισχυροποιηθεί, ιδίως στις νεότερες γενιές διανοουμένων και ακτιβιστών της ριζοσπαστικής αριστεράς. Δίπλα σε μια δημιουργική και μεταρρυθμιστική πολιτική οικολογία βλέπει έτσι κανείς οπαδούς της από-μεγέθυνσης, αρνητές όλων των βιομηχανικών αναπτυξιακών σχεδίων, νοσταλγούς μιας παράδοσης χειροτεχνικού και αντινεωτερικού κοινοτισμού.
Μια σειρά κρίσιμων ζητημάτων βρέθηκαν λοιπόν να αιωρούνται μεταξύ παραδοσιακών επαναστατικών συνθημάτων (ο Μελανσόν είναι λάτρης των γαλλικών επαναστατικών παραδόσεων) και ενός νεότερου κόσμου που θέλει πλέον να μεταφέρει φυλετικούς και πολιτισμικούς πολέμους μέσα στους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς χώρους. Η μία πλευρά της αριστεράς –των σοσιαλιστών ή ακόμα και των παραδοσιακών κομμουνιστών– υπερασπίζεται με τον τρόπο της τις οικουμενικές αξίες, την κοσμική Δημοκρατία, το όραμα μιας λαϊκότητας που σε συνάντηση με τη μεσαία τάξη εγγυάται την κοινωνική πρόοδο, στηρίζει τα επιστημονικά επιτεύγματα.
Μια άλλη πλευρά της αριστεράς –και είναι αυτή που από άποψη ηλικίας και ερεισμάτων δίνει τον τόνο στον μελανσονισμό– δεν αισθάνεται μέρος της γαλλικής ταυτότητας και της θεσμικής της ιστορίας. Προτιμά να διαχωρίζεται και να επιτίθεται με απέχθεια απέναντι σε καθετί «ουσιοκρατικό», στη «λευκή Γαλλία» και σε όλους τους θεσμούς τους οποίους βλέπει ως ρατσιστικούς αν όχι φασιστικούς.
Είναι αυτός ο αριστερισμός των υπερπτυχιούχων και ενός μέρους της κατώτερης δημοσιοϋπαλληλίας και των καλλιτεχνών (κυρίως εκπαιδευτικών) που αφενός προσφέρει δυναμική στη ριζοσπαστική αριστερά και αφετέρου εγγυάται τη νοσηρή αστάθεια και ίσως τις διασπάσεις του χώρου.
Θα αναρωτηθεί κανείς: δεν υπήρχαν λόγοι αντιπολίτευσης και μάλιστα συγκρότησης μιας πολιτικής ταυτότητας πέρα από το φιλελεύθερο κέντρο του Μακρόν; Φυσικά. Το Ensemble, ο συνασπισμός του Προέδρου, έχει περισσότερη κλίση προς την κεντροδεξιά παρά προς την κεντροαριστερά, ακόμα και αν οι κρίσεις της πανδημίας, οι συγκρούσεις και τώρα ο πόλεμος έχουν ενισχύσει ιδέες και πολιτικές που δεν είναι καθόλου «νεοφιλελεύθερες».
Συνέβη όμως το δράμα της τεράστιας συρρίκνωσης των σοσιαλιστών και η απόφαση των οικολόγων να προσχωρήσουν στη μελανσονική συμμαχία, εξελίξεις που αφήνουν ξεκρέμαστους πολλούς πολίτες που δεν συμφωνούσαν με ορισμένες πολιτικές του Μακρόν, αλλά δεν μπορούν να καταπιούν και τις τυχοδιωκτικές, αντιρεπουμπλικανικές και χοντροκομμένα «εχθροπαθείς» πλευρές της Ανυπότακτης Γαλλίας.
Τέλος, υπάρχει μια ακόμα πλευρά που νομίζω πως θα αναδείξει σοβαρές εντάσεις μέσα στον νέο αριστερό συνασπισμό. Μιλώ για τη στάση απέναντι στην ανερχόμενη και, όπως φαίνεται, διαρκή ρωσική επιθετικότητα, τη συμμετοχή της χώρας στις υποχρεώσεις (και όχι απλώς στα «λαβείν») της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ και γενικά όλο το πεδίο της πολιτικής ευρωπαϊκής ασφάλειας και της γαλλικής στρατηγικής.
Ανάμεσα στους τυπικούς μελανσονικούς ρήτορες των αμφιθεάτρων και των τηλεοπτικών πλατό και στην πραγματικότητα των προβλημάτων αυτών υπάρχει τεράστιο χάσμα. Πολλοί προσεγγίζουν το διεθνές σύστημα με όρους Παναγιώτη Λαφαζάνη ή το πολύ-πολύ με όρους Άρη Χατζηστεφάνου.
Πώς θα μπορούσαν να συμβιώσουν πολιτικά με «αντι-ιμπεριαλιστές» της πιο συμβατικής γενεαλογίας οι άνθρωποι από το Σοσιαλιστικό Κόμμα αλλά και οικολόγοι που πήραν, ευτυχώς, θέση ανάλογη με της Γερμανίδας υπουργού Εξωτερικών απέναντι στον Πούτιν και ως προς την προστασία των χωρών της ανατολικής και βαλτικής Ευρώπης; Πώς θα μπορούσαν να προτείνουν πολιτικές άμυνας και ασφάλειας με κλασικούς, αντινατοϊκούς κομμουνιστές;
Με άλλα λόγια, η υπόθεση ενός «τρίτου πόλου», τον οποίο προώθησαν (εντυπωσιακά) μεγάλα ΜΜΕ και πολλοί διανοούμενοι και φορείς γνώμης στη Γαλλία, δεν είναι καθόλου εύκολη ως προς την πορεία της.
Αν τελικά ο Μακρόν βγει με σχετική πλειοψηφία από τον δεύτερο γύρο, θα έχει προφανώς να αντιμετωπίσει μια δύναμη ανάσχεσης και μπλοκαρίσματος των πολιτικών του πρωτοβουλιών. Αυτό θα είναι επιτυχία για τον Ζαν-Λικ Μελανσόν, αλλά και για όσους από τον χώρο του πιστεύουν ότι η δημοκρατία ασκείται κατά βάση ως παρεμπόδιση και μπλοκάρισμα μιας καταπιεστικής «κανονικότητας».
Δεν θα έχει όμως απέναντί του ένα αντίπαλο σχέδιο διακυβέρνησης αφού οι δημοκράτες και θεσμικοί αριστεροί. που αποδέχτηκαν για λόγους εκλογικής επιβίωσης την συμμαχία με τον μελανσονισμό, δεν θα είναι σε θέση να καθορίζουν τον προσανατολισμό αυτής της νέας, υβριδικής (ακρο)αριστεράς.
Όσο για τον Μακρόν και το δικό του σχέδιο: αν όντως στραφεί αποκλειστικά προς έναν τεχνοκρατικό σοσιαλφιλελευθερισμό, θα αντιμετωπίσει και άλλες μεγάλες κρίσεις. Το ερώτημα είναι αν θα μπορούσε να κάνει άλλες επιλογές με δεδομένο πως θα χρωστάει πολλά (αν όλα πάνε καλά γι’ αυτόν) στη φιλελεύθερη δεξιά; Έχει άλλες δυνατότητες πολιτικής, μετά από τόσες αμφισβητήσεις και λαβωματιές, ιδίως στο εσωτερικό; Δεν μπορούμε να το ξέρουμε.
Πάντως, η δική του συμμαχία έχει στο εσωτερικό της λιγότερες πηγές ιδεολογικών και πολιτικών διαιρέσεων από αυτή της Νέας Λαϊκής, Οικολογικής και Κοινωνικής Ένωσης (NUPES). Και η σχετική συνοχή σε καιρούς διαρκών κλυδωνισμών και αβεβαιότητας είναι ένα πολιτικό πλεονέκτημα.